Τα περίπτερα στην εποχή της κρίσης

Τα περίπτερα στην εποχή της κρίσης

Του Θωμά Τσάτση*

«Κάνε μια προσπάθεια να το φανταστείς: Για όσο αντέξεις, να ξυπνάς νωρίς το πρωί και να δουλεύεις για 10, 12 ή και περισσότερες ώρες σ' έναν χώρο που δεν ξεπερνά τα 2 ή το πολύ τα 3 τετραγωνικά. Και υπάρχει κάτι χειρότερο. Να δουλεύεις με στόχο έναν παράλογο τζίρο που θα σου εξασφαλίσει ένα μικρό ποσοστό κέρδους. Εκεί κοντά στο 4%. Για πόσο καιρό θα το έκανες;»

Ο κ. Βαγγέλης αντέχει πολλά χρόνια και το ερώτημά του είναι ρητορικό. Εχει περίπτερο στο Περιστέρι, δουλεύει εκεί και έχει ασκηθεί σ' έναν τρόπο ζωής που συμβαδίζει με τη δουλειά του. Δεν έχει επιλογές. Το περίπτερο θέλει έναν ή περισσότερους ανθρώπους για πολλές ώρες, δεν φέρνει όμως πολλά κέρδη.

Τα περίπτερα στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν από την ανάγκη μιας εποχής. Ηταν μια εφεύρεση. Ξεκίνησαν τη λειτουργία τους στη χώρα έπειτα από πολέμους και εθνικές καταστροφές. Ανάπηροι και θύματα πολέμου ήταν εκείνοι που ευεργετήθηκαν και πήραν τις πρώτες άδειες και το 1922 η κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει τα δικαιώματα της αποκλειστικής χρήσης των περιπτέρων στην «Πανελλήνιον Ενωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921». Και καθώς η εποχή του πολέμου πέρασε, οι συνθήκες άλλαξαν και μαζί έφεραν μια νέα εποχή. Με τα παλιά επαγγέλματα να υποχωρούν και να χάνονται χρόνο με τον χρόνο. Αν συνυπολογίσουμε την οικονομική κρίση, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Κάπως έτσι τα περίπτερα άρχισαν να χάνονται και ο αριθμός τους να μειώνεται σημαντικά τα τελευταία έξι χρόνια.

Με καπνό και εφημερίδες

Τα προϊόντα που πωλούσαν στην αρχή της λειτουργίας τους ήταν λίγα. Κυρίως καπνός. Στη συνέχεια συμπεριέλαβαν και άλλα μικροπράγματα που δεν είχαν ημερομηνία λήξης και κάποια στιγμή στα ράφια μπροστά στα πόδια τους οι περιπτερούχοι έβαλαν και τις εφημερίδες.

Μετά τον πόλεμο άρχισε μια νέα περίοδος για τα περίπτερα. Αρχισαν να πωλούν τσίχλες και αναψυκτικά, ενώ απέκτησαν και χαρακτήρα. Βάφτηκαν όλα στο ίδιο χρώμα και μπήκαν σε «καλούπια» για να έχουν τις ίδιες διαστάσεις.

Το προϊόν που τους έφερνε όμως πάντα κέρδη ήταν τα τσιγάρα, που κάποια εποχή πωλούνταν ακόμη και χύμα. Και ήταν εκείνα που έδιναν πολλά κέρδη -λόγω των τεράστιων φόρων- στο κράτος. Με λίγα λόγια, οι ιδιοκτήτες περιπτέρων λειτούργησαν, έστω και άθελά τους, ως εισπρακτικοί μηχανισμοί έμμεσων φόρων, εξασφαλίζοντας στο κράτος πολλαπλάσια έσοδα από τα δικά τους.

Τα τελευταία χρόνια, στην εποχή της κρίσης, τα περίπτερα δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα. Το 2010 σε όλη την Ελλάδα υπολογίζονταν σε περίπου 11.000, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τα 6.000, με το ένα τρίτο αυτών να λειτουργεί στην Αθήνα. Για να γίνει κατανοητή η συμμετοχή των μικρών αυτών καταστημάτων στην οικονομία της χώρας, αρκεί να λάβουμε υπόψη ένα και μόνο στοιχείο που προέρχεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Περιπτερούχων. Στην Ελλάδα οι ετήσιες πωλήσεις καπνικών φτάνουν τα 3,6 δισ. €. Από αυτά, τα 3,2 δισ. € είναι φόροι (2,5 δισ. € ειδικός φόρος + 0,7 δισ. € ΦΠΑ).

Λίγο καπνό ακόμη…

Ο καπνός, παρά την τεράστια φορολογία και την αύξηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων παραμένει η βασική πηγή εσόδων για τους περιπτερούχους, που πολλές φορές εφαρμόζουν τεχνικές για να πετύχουν την αύξηση του τζίρου τους.

Το δίκτυο καταστημάτων πώλησης καπνού αποτελείται από περίπου 20.000 σημεία. Από αυτά, περίπου 6.000 είναι περίπτερα, που πραγματοποιούν το 55% του συνολικού τζίρου των 3,6 δισ. €.

Η υπερβολική φορολόγηση και η αύξηση του λαθρεμπορίου -από το 3% το 2009 στο 20% το 2017- συμπίεσαν το επάγγελμα, οδηγώντας 5.000 περιπτερούχους απ' όλη τη χώρα στην έξοδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης Περιπτερούχων Ελλάδος, οι εργαζόμενοι που η επιβίωσή τους εξαρτάται από το εμπόριο καπνού (καπνοπαραγωγοί, καπνέμποροι, εργαζόμενοι στην καπνοβιομηχανία, διανομείς, χονδρέμποροι, λιανοπωλητές) είναι περισσότεροι από 100.000, ενώ οι απώλειες σε αυτά τα επαγγέλματα τα τελευταία χρόνια υπολογίζονται σε πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας.

Οι δήμοι υπεύθυνοι για τη λειτουργία των περιπτέρων

Μέχρι το 2011 σε ποσοστό σχεδόν 90% το λιανικό εμπόριο προϊόντων καπνού γινόταν από τα περίπτερα, ενώ υπήρχε ένας μικρός αριθμός αδειοδοτημένων σημείων καταστημάτων ψιλικών και μίνι μάρκετ. Μέχρι τότε υπήρχε νομοθεσία που προέβλεπε την κατοχύρωση των αναπήρων και των θυμάτων πολέμου.

Στη συνέχεια τα πράγματα άλλαξαν, καθώς αρχικά τον Νοέμβριο του 2012 και μετά τον Απρίλιο του 2014 υπήρξαν μεγάλες νομοθετικές αλλαγές ως προς την αδειοδότηση των περιπτέρων. Ετσι, όλες οι αρμοδιότητες για άδειες και παραχώρηση κοινόχρηστου χώρου πέρασαν αποκλειστικά στους δήμους.

Από τον Μάιο του 2015 ξεκίνησαν να υπογράφονται υποχρεωτικά συμβόλαια δεκαετούς διάρκειας. Με τη νέα νομοθεσία, ο δήμος έχει τη δυνατότητα μετά τη λήξη της μίσθωσης να καταργήσει τη θέση του περιπτέρου ή να το μετατοπίσει σε άλλη θέση, ακόμη και να προσδιορίσει νέες θέσεις. Από αυτές τις θέσεις, με δημόσια κλήρωση παραχωρεί το 30% σε ανάπηρους με αναπηρία άνω του 67% και πολύτεκνους με βασικό κριτήριο το εισόδημα. Το υπόλοιπο 70% αυτών των θέσεων υποχρεούται ο δήμος να το διαθέσει μέσω διαγωνισμού.

Νερά, μπίρες, καφέδες, παγωτά...

Εκτός από τα προϊόντα καπνού, κινητής τηλεφωνίας, τον Τύπο και κάποια άλλα, ένα πολύ σημαντικό στήριγμα για τα περίπτερα αποτελούν τα ψυγεία. Τα νερά, οι μπίρες, οι έτοιμοι καφέδες, κάποια γαλακτοκομικά, αλλά και τα σάντουιτς και τα παγωτά βοηθούν την κατάσταση σε αυτή τη δύσκολη οικονομική περίοδο.
Μία άλλη σημαντική ομάδα προϊόντων είναι τα ζαχαρώδη, όπως οι σοκολάτες, οι τσίχλες, οι καραμέλες και τα σνακς.

Ωστόσο, τα τσιγάρα συνεχίζουν να αποτελούν το βασικό μέρος του τζίρου, που στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνάει το 50%, ενώ σε αρκετές το 80%, όταν συμπεριλαμβάνονται οι κάρτες κινητής τηλεφωνίας, οι εφημερίδες, και το «Σκρατς». Εδώ όμως είναι που για να επιβιώσει ο περιπτερούχος χρειάζεται να είναι ευρηματικός και να προσαρμόζεται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής.

Στην οδό Αγίας Σοφίας στη Νέα Σμύρνη, ο Κώστας διατηρεί το περίπτερο της οικογένειάς του. Και εμφανίζεται ιδιαίτερα προσαρμοστικός, καθώς, όπως λέει, δεν αφήνει την παραμικρή ευκαιρία να πάει χαμένη.

«Οι πιτσιρικάδες πολλές φορές είναι οι καλύτεροι πελάτες όταν τους συνοδεύουν οι γονείς τους. Το καλοκαίρι συνήθως θα ζητήσουν παγωτό, αλλά δεν θα περιοριστούν σ' αυτό. Τις περισσότερες φορές θα πιέσουν τους γονείς να αγοράσουν ένα παιχνίδι που θα δουν κρεμασμένο από το περίπτερο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η μόδα με τα spiner δεν λέει να περάσει ακόμη και σήμερα. Αυτά τα προϊόντα, όμως, μας δίνουν μεγάλο περιθώριο κέρδους. Δεν βγάζουμε χρήματα από τις εφημερίδες και τα τσιγάρα, αλλά από τα άλλα προϊόντα που το ποσοστό του κέρδους είναι ικανό να μας κρατήσει ζωντανούς».

«Αυτή την εποχή ανοίγουν περίπτερα κλειστού τύπου, αλλάζουν οι εποχές, αλλάζει το επάγγελμα. Οι ρυθμοί είναι ιλιγγιώδεις για όλους», μας λέει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Περιπτερούχων Θεόδωρος Μάλλιος, εξηγώντας ότι «περνάμε σταδιακά σε μια άλλη εποχή. Σήμερα δεν γίνονται πόλεμοι για να διατίθενται άδειες σε αναπήρους πολέμων. Με κάποιον τρόπο τα πράγματα θα άλλαζαν και κάποιοι θα γίνονταν ρυθμιστές. Τελικά έγιναν οι δήμοι».

Ο τζίρος και τα κέρδη

Μέχρι το 1993 το ποσοστό κέρδους για τον λιανοπωλητή ήταν θεσμοθετημένο στο 9,1% επί της λιανικής τιμής. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε ένα σύστημα για να προστατευτεί ο καταναλωτής. Κάτι που σήμαινε ότι όταν ανέβαινε η λιανική τιμή ενός προϊόντος, περιοριζόταν παράλληλα η αύξηση του κέρδους.

Τα τεράστια προβλήματα, ωστόσο, εμφανίστηκαν στις αρχές του 2010. Τότε, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ενωση Περιπτερούχων, το κέρδος ήταν κατά μέσο όρο στο 6,7%. Με τις συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας το κέρδος έπεσε στο επίπεδο του 4%. Συνυπολογίζοντας τα ποσοστά κέρδους, τα ποσοστά ανά κατηγορία είναι: στον Τύπο 6% στα μεγάλα αστικά κέντρα και 4,5% στα υπόλοιπα σημεία, στις κάρτες κινητής τηλεφωνίας (των οποίων τα ποσοστά κέρδους πριν από 10 χρόνια βρίσκονταν στο 10%) 2%, στα εισιτήρια αστικών συγκοινωνιών 4%, στις παρκοκάρτες στα κέντρα των πόλεων 3%, το «Ξυστό» (από 8% το 2014) 6%.

Φόροι, φόροι, φόροι

Η φορολογία είναι το μεγάλο αγκάθι: Από τον Ιανουάριο του 2010 αυξήθηκε εννέα φορές και σήμερα έχει προσεγγίσει το 90% (ειδικός φόρος και ΦΠΑ). Πρόκειται για τον υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση με διαφορά 5,5% από τη 2η χώρα. Στην Ελλάδα τα καπνικά είναι τα πλέον φορολογημένα προϊόντα, συντελώντας με άλλους παράγοντες στην αύξηση του λαθρεμπορίου τους.

Εκτιμάται ότι το λαθρεμπόριο έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη τα τελευταία χρόνια και από 3% το 2009 ξεπέρασε το 20% το 2017. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 χάθηκε το 50,6% σε sticks (τσιγάρα) της νόμιμης κατανάλωσης και παρά την τεράστια αύξηση της φορολογίας και της μεγάλης αύξησης της λιανικής τιμής για τα ελληνικά δεδομένα, τα δημόσια έσοδα από τον καπνό μειώθηκαν κατά 6,5%. Με την τελευταία αύξηση της φορολογίας που εφαρμόζεται από τις αρχές του 2017, οι λιανικές τιμές διαμορφώνονται πλέον από 3,90 € έως 4,50 € για την premium κατηγορία, από 3,50 € έως 4 € που ήταν πριν και για συσκευασία 30 γρ. καπνού 7,50 €. Και καθώς οι πληροφορίες κάνουν λόγο για νέες αλλαγές, οι ιδιοκτήτες των περιπτέρων γίνονται όλο και περισσότερο επιφυλακτικοί.

* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», Αρ. φύλλου 35, Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018.