Ήταν μια πικρή υπόμνηση αλλά σίγουρα κάποιος έπρεπε να την κάνει: ο καθηγητής Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Cincinnati Jack Davis που παρασημοφορήθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας προχθές, Ημέρα του Φιλελληνισμού, για την προσφορά του στη χώρα μας ήταν μέλος του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ την περίοδο 2012-2016.
Ο καθ.Jack Davis, μέσα σε όλα, ήταν κι ένας από την ομάδα των Ελλήνων και ξένων επιστημόνων που είχαν δεχτεί ανιδιοτελώς και αφιλοκερδώς να στελεχώσουν το συμβούλιο αυτό για να καταλήξει στα ελληνικά δικαστήρια, μαζί με άλλα έξι μέλη του Συμβουλίου, κατόπιν αγωγής του τότε Πρύτανη Θεοδόση Πελεγρίνη ο οποίος ζητούσε να του επιδικαστούν 1 εκατομμύριο ευρώ από τον καθένα.
Το γεγονός το θύμισε η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Βάσω Κιντή στην προσωπική της σελίδα στο Facebook. Η κυρία Κιντή ήταν κι εκείνη μέλος του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ και μία από τους έξι που αφού χαρακτηρίστηκαν «πεμπτοφαλαγγίτες» μηνύθηκαν από τον Θεοδόση Πελεγρίνη.
Απίστευτες, τραγικές καταστάσεις, δηλωτικές της κατάντιας στην οποία είχαμε περιέλθει.
Τα τελευταία χρόνια τα ελληνικά Πανεπιστήμια παράγουν πολύ κακές ειδήσεις. Γι αυτό και τα σποραδικά ρεπορτάζ που τα εμφανίζουν ψηλά σε διάφορες αξιολογικές κλίμακες προκαλούν συνήθως τη θυμηδία.
Πιστέψαμε ότι οι εκλογές του 2019 θα έβαζαν τελεία στην οδυνηρή περίοδο του τεχνητού διχασμού που σχεδίασε και εκτέλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με ό,τι πιο σκοτεινό και αντιδημοκρατικό υπήρχε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία.
Όμως όχι. Αν και η κοινωνία ήταν περισσότερο από ποτέ έτοιμη να κάνει το βήμα μπροστά γιατί πίστεψε στην υπόσχεση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι θα ενώσει τους Έλληνες, ο διχασμός συνεχίζεται και με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας.
Το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι τα Πανεπιστήμια συνεχίζουν να παράγουν αποκλειστικά κακές ειδήσεις και η μόνη συζήτηση που γίνεται περί αυτών αφορά τη βία και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Για το θέμα έχουμε γράψει τρία, τουλάχιστον, άρθρα και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε.
Να θυμίσουμε απλώς ότι όταν συζητάμε για τη βία στα πανεπιστήμια πρέπει να μην εθελοτυφλούμε μπροστά στο γεγονός ότι ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι της πανεπιστημιακής κοινότητας ενστερνίζεται την ανομία και την πολιτική βία. Πανεπιστημιακοί αρθρογραφούν υπέρ της πολιτικής βίας, μέλη φοιτητικών οργανώσεων τραμπουκίζουν συμφοιτητές τους σε κάθε ευκαιρία και οι χούλιγκαν με πολιτικό φερετζέ κάθε τόσο καταστρέφουν τις υποδομές των ΑΕΙ.
Δεν είναι δυνατόν όλη η συζήτηση για την Ανώτατη Εκπαίδευση να περιστρέφεται είτε γύρω από το θέμα της βίας είτε τα διάφορα θέματα που αφορούν τα μέλη ΔΕΠ, κυρίως τον τρόπο εξέλιξής τους αλλά ποτέ την αξιολόγησή τους. Είναι απίστευτο.
Τα Πανεπιστήμια υπάρχουν για τους φοιτητές, για όσους τουλάχιστον από αυτούς θέλουν να σπουδάσουν και όχι για τα μέλη ΔΕΠ.
Δεν είναι δυνατόν μια ολόκληρη κοινωνία να ασχολείται αποκλειστικά με τα μέλη ΔΕΠ.
Δεν είναι δυνατόν τα ίδια τα μέλη ΔΕΠ να δείχνουν αδιάφορα απέναντι σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο και την ποιότητα των σπουδών δηλαδή το βασικό λόγο για τον οποίο υπάρχουν τα Πανεπιστήμια.
Δεν είναι δυνατόν οι φοιτητές να κοιμούνται όρθιοι και αντί να ασχολούνται με αυτά, τα ζωτικά να συζητάνε για οτιδήποτε άλλο εκτός από τις σπουδές τους.
Όσοι λόγω της δουλειάς τους έχουν επαφές με τον επιχειρηματικό κόσμο γνωρίζουν ότι «κάτι κινείται» στην ελληνική αγορά. Υπάρχει ένα μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις και όχι για τις «συνηθισμένες» επενδύσεις που αφορούν τον τουρισμό αλλά για επενδύσεις που σχετίζονται με την ιατρική, τη βιολογία, την τεχνολογία αιχμής και φιλοδοξούν να κάνουν την Ελλάδα ένα σημαντικό κέντρο καινοτομίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή.
Οι επενδύσεις αυτές αναμένεται να δημιουργήσουν πραγματικές θέσεις εργασίας, πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές.
Μόνο που οι δουλειές αυτές θα είναι και υψηλής εξειδίκευσης, θα απαιτούν προσόντα, πραγματικές σπουδές. Ήδη κάποιοι από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες αναζητούν Έλληνες που έχουν φύγει στο εξωτερικό για να επιστρέψουν εδώ, αφού οι καλοί έφυγαν τα χρόνια της κρίσης.
Και είναι εύλογο λοιπόν να διερωτόμαστε: σε αυτό το νέο περιβάλλον που θα αρχίσει να δημιουργείται από τους επόμενους κιόλας μήνες, ποια θα είναι η θέση των νέων πτυχιούχων; Θα μπορούν να καλύψουν εκείνοι τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν ή θα πρέπει να... εισάγουμε εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης, κι άλλους εκτός από τους Έλληνες που θα θελήσουν να επιστρέψουν;
Αντί να έχουμε χάσει τον ύπνο μας με αυτά λοιπόν, εδώ και μήνες συζητάμε αποκλειστικά και μάλιστα με απίστευτη και αδικαιολόγητη ένταση, ποιος θα καλεί την αστυνομία όταν μέσα στις σχολές αρχίζει το ξύλο. Καμία κουβέντα για το περιεχόμενο και την ποιότητα των σπουδών και την αξιολόγηση των ΑΕΙ, κανένας δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Ούτε καν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι.
Ως πότε θα συζητάμε τα λάθος πράγματα;