Του Χαράλαμπου Τσιλιώτη*
Πολλές φορές κατά το παρελθόν και από πολλές κυβερνήσεις έγινε χρήση κατά το δοκούν (και ενίοτε κατάχρηση) της διάταξης του άρθρου 90 παρ. 5 Σ που δίνει την δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να επιλέγει την ηγεσία των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων (Πρόεδρο και Αντιπροέδρους) καθώς και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ' απόλυτη διακριτική ευχέρεια και απαλλαγμένο από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την παρ. 6 του ιδίου άρθρου.
Έτσι είδαμε επιλογή Προέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων για 11 και 6 χρόνια κατά μεγάλη υπέρβαση της επετηρίδας, καθώς και Αντιπροέδρων Ανωτάτου Δικαστηρίου για 10 και 11 χρόνια κατά τον ίδιο τρόπο. Βέβαια η τήρηση της επετηρίδας δεν είναι πάντοτε ο ασφαλέστερος και αξιοκρατικότερος τρόπος για την ανάδειξη ενός Δικαστή ή Εισαγγελέα στις ανώτατες βαθμίδες, είναι, όμως, ο αντικειμενικότερος.
Γι'' αυτό φρόνιμο και σύμφωνο με το πνεύμα του Συντάγματος είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει μετά από πρόταση του αρμοδίου υπουργού Δικαιοσύνης και ύστερα από ακρόαση των υποψηφίων από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, κατά την επιλογή του να συνδυάζει μεταξύ των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων και την τήρηση της επετηρίδας, καθότι είναι πολύ δύσκολο να μην υπάρχει μεταξύ των αρχαιοτέρων δικαστών κάποιος ή κάποιοι ικανοί για να αναλάβουν το αξίωμα του Προέδρου ή Αντιπροέδρου ή του Εισαγγελέα του ΑΠ και να καταφεύγει ο υπουργός στην λεγόμενη «βουτιά» στην επετηρίδα και να παρακάμπτει 10 ή και περισσότερους αρχαιότερους δικαστές για να επιλέξει τον ή την εκλεκτή του και να τον/την προτείνει στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της θητείας της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για την επιλογή των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του ΑΠ καθώς και εν πολλοίς των Αντιπροέδρων αυτών τηρήθηκε αυστηρά η αρχαιότητα. Παρά το ότι το σύστημα αυτό οδήγησε εν πολλοίς σε δύο ενιαύσιες θητείες στην ηγεσία του ΑΠ και μία του ΣτΕ δεν δημιούργησε τριβές στην ηγεσία της Δικαιοσύνης και αμφισβητήσεις έξωθεν του χώρου της Δικαιοσύνης, κυρίως από τον πολιτικό χώρο της Αντιπολίτευσης. Οι δικαστές που επελέγησαν υπήρξαν αντάξιοι του αξιώματος και της δικαστικής τους ιστορίας και άσκησαν τα καθήκοντά τους κατά υποδειγματικό τρόπο, μην δημιουργώντας την παραμικρή υπόνοια επηρεασμού της κρίσης τους.
Δυστυχώς επί των ημερών της σημερινής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είδαμε να επιλέγεται το κρίσιμο εκείνο καλοκαίρι του 2015 η Πρόεδρος του ΑΠ καθ' υπέρβαση της ιεραρχίας κυριολεκτικά νύχτα αλλά να μην επιλέγονται ταυτόχρονα οι Πρόεδροι του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι επελέγησαν πέντε περίπου μήνες αργότερα. Η συγκεκριμένη δε Πρόεδρος του ΑΠ προκάλεσε κατ' επανάληψη με την συμπεριφορά της και «ανταμείφθηκε» τελικά με την θέση της Διευθύντριας του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.
Είδαμε να επιλέγεται Πρόεδρος του ΑΠ, μετά από μήνες χηρείας της θέσης, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια όχι από τους θητεύοντες Αντιπροέδρους αλλά από τους Αρεοπαγίτες με βουτιά στην επετηρίδα. Θεαματική βουτιά στην επετηρίδα έγινε και για την επιλογή ορισμένων Συμβούλων της Επικρατείας, που προκάλεσε αναστάτωση στο Δικαστήριο.
Το φαινόμενο της «χηρείας» των θέσεων του Προέδρου του ΣτΕ και ορισμένων Αντιπροέδρων του και των Αντιπροέδρων του ΑΠ για πολλούς μήνες συνεχίζεται καθότι μετά την παραίτηση του τελευταίου Πρόεδρου του ΣτΕ Ν. Σακελλαρίου τον τελευταίο Μάιο η θέση παραμένει κενή, η Κυβέρνηση δεν προβαίνει όμως στην πλήρωσή της. Όλη αυτή η συμπεριφορά αφήνει σοβαρές υπόνοιες ότι κάτι «σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας» όσον αφορά την επιλογή των Ανωτάτων Δικαστικών από την παρούσα Κυβέρνηση.
Η προσπάθειά της να ελέγξει την Δικαιοσύνη για να επιβάλει τις απόψεις της σε ζωτικά για αυτήν ζητήματα, όπως το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, των 8 Τούρκων Αξιωματικών, της παραγραφής των φορολογικών οφειλών, του νέου ασφαλιστικού συστήματος με τον «νόμο Κατρούγκαλου» κ.α. υπήρξε κάτι παραπάνω από εμφανής. Δυστυχώς γι αυτήν η προσπάθεια αυτή δεν της βγήκε και η Δικαιοσύνη έκανε το καθήκον της. Αναζητεί «πιστούς» σε αυτήν Δικαστές, κυρίως μέσω του μηχανισμού της νυν Διευθύντριας του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, αλλά ή δεν τους βρίσκει ή κι αν τους βρει ή όποια «πίστη» τους σε αυτήν δεν μπορεί να πάει μέχρι του σημείου να βγάλουν αποφάσεις «εκτρώματα» που θα «νομιμοποιούν» τα πολιτικά εκτρώματα της κυβέρνησης.
Από την θέση αυτή εκφράζουμε την ευχή ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης να μην συνεχίσει το «έργο» των προκατόχων του σε αυτό το σημείο. Ήδη η απόφασή του να αποσύρει το νομοσχέδιο που προέβλεπε την τριχοτόμηση του Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε την σφραγίδα του τελευταίου προκατόχου του είναι μία θετική ενέργεια που δείχνει αποστασιοποίηση εάν όχι «άδειασμα» του προηγούμενου Υπουργού. Θα προχωρήσει σε αλλαγή αντίληψης και στο θέμα της επιλογής των ηγεσιών του ΣτΕ και του ΑΠ; Δυστυχώς υπάρχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου. Ίδωμεν. Προφανώς και στο ζήτημα της επιλογής των ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων υπήρξε οπισθοδρόμηση από την σημερινή κυβέρνηση σε σχέση με τα όσα επετεύχθησαν από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
*Ο κ. Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής συνταγματικού δικαίου του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.