Τα όρια της διαπραγμάτευσης με την πΓΔΜ και η επόμενη ημέρα

Τα όρια της διαπραγμάτευσης με την πΓΔΜ και η επόμενη ημέρα

του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη*

Σύμφωνα με τον Χάρτη του ΟΗΕ, τα κράτη πρέπει να επιλύουν ειρηνικά τις διαφορές τους. Αυτό μπορεί να συμβεί με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, όπως έκανε η κυβέρνηση Gruevski κατά της Ελλάδας το 2008 με αφορμή τη μη είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, ή με διπλωματικά εργαλεία, όπως η πρόσφατη διαπραγμάτευση σε ανώτατο επίπεδο ανάμεσα στους κυβερνητικούς αξιωματούχους της χώρας μας και της πΓΔΜ, και οι «καλές υπηρεσίες» τις οποίες προσφέρει ο διορισμένος από τον γ.γ. του ΟΗΕ Ειδικός Αντιπρόσωπός του, κ. Matthew Nimetz για το ζήτημα της ονομασίας.

Στο πλαίσιο των «καλών υπηρεσιών» και της αποστολής που του έχει ανατεθεί, αλλά και με γνώμονα τη διπλωματική πρακτική, ο κ. Nimetz οφείλει να λειτουργεί αμερόληπτα και διακριτικά ως ενδιάμεσος τρίτος, να προωθεί μέτρα για την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες και να υποβάλει σε αυτές προτάσεις, με σκοπό να διευκολύνει την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης. Αυτές οι «καλές υπηρεσίες» διεξάγονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, και φυσικά σε συμμόρφωση με την απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την οποία συνέστησε στη Γενική Συνέλευση την εισδοχή της πΓΔΜ στον Οργανισμό με προσωρινή ονομασία, και κάλεσε τις δύο χώρες να διευθετήσουν με ταχύτητα τη διαφορά για το όνομα, προς το συμφέρον της διατήρησης των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή. Με άλλα λόγια, ο κ. Nimetz έχει εντολή να επικουρήσει μόνο την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος, και όχι να επεκταθεί σε ό,τι αποτελεί την ουσία της διαφοράς, επιτομή της οποίας είναι το όνομα Μακεδονία. Ωστόσο, μια συμφωνία που θα περιορίζεται στην ονοματοθεσία, δεν συμφέρει την Ελλάδα, εφόσον καταλείπει αρρύθμιστα ζητήματα σχετικά με την εθνική ταυτότητα, τη γλώσσα, τη χρήση ιστορικών γεγονότων και συμβόλων και τους μηχανισμούς που καλλιεργούν τον αλυτρωτισμό, ενώ παράλληλα θα έχει ήδη εξαντληθεί δυσανάλογα μεγάλο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο σε βάθος δεκαετιών.

Παράλληλα με τις «καλές υπηρεσίες» του κ. Nimetz, η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποίησε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, που εξελίχθηκε αναπάντεχα γρήγορα σε ανώτατο επίπεδο, και σε μεγάλο βαθμό επισκίασε τον ρόλο του αμερικανού διπλωμάτη. Αυτή η πρωτοβουλία δεν είναι απαραίτητα ανορθόδοξη, καθώς έτσι, εκτός από τις αναταράξεις που προκλήθηκαν στη θεσμική διαδικασία των «καλών υπηρεσιών» και εκφράστηκαν με την ανεπίτρεπτη διαρροή των προτάσεων Nimetz για το όνομα και με επίσημες δηλώσεις του για τη «μακεδονική» ταυτότητα των κατοίκων της πΓΔΜ, οι οποίες έθεσαν σε αμφισβήτηση τη διακριτικότητα και την αμεροληψία του, η ελληνική πλευρά επιχειρεί να αποφύγει μια συμφωνία που θα περιοριζόταν στο ζήτημα της ονομασίας, πιθανόν υπό το κράτος διεθνών πιέσεων, και προωθεί μια συνολική λύση πακέτο. Υπό αυτή την έννοια, οι τρέχουσες διπλωματικές επαφές ανάμεσα σε Ελλάδα και πΓΔΜ, πρέπει να αναδείξουν την ισχυρότερη θέση της Ελλάδας στη μεταξύ μας σχέση, καθώς μια τέτοιου είδους διαπραγμάτευση είναι από τη φύση της μια διελκυστίνδα που επιχειρεί να φέρει την αδύναμη πλευρά εγγύτερα στις θέσεις και τι προσδοκίες της ισχυρότερης. Δεν αφορά ούτε στην απόδοση του δικαίου ούτε στην επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού, διότι ουσιαστικά μια διαπραγμάτευση αναπαριστά τον συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στα εμπλεκόμενα σε αυτή μέρη.

Η έκβαση λοιπόν της διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε Ελλάδα και πΓΔΜ, αξιολογείται τόσο με σημείο αναφοράς τις λεγόμενες κόκκινες γραμμές και τις προσδοκίες, όσο και σε βάθος χρόνου, με βάση τη βιωσιμότητα της συμφωνίας που θα επιτευχθεί. Συνεπώς, η εν λόγω διαπραγμάτευση φέρει ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά της επιρροής και της ισχύος που μπορούν να κινητοποιήσουν η Ελλάδα και η πΓΔΜ, γεγονός που θα πρέπει να αποτυπωθεί σε μια συμφωνία που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, εφόσον αυτές αποτιμούν ρεαλιστικά τις δυνατότητές τους και επιδιώκουν μια συμφωνία με καλή πίστη. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, τότε αναπόφευκτα θα «παγώσει» η διαδικασία των «καλών υπηρεσιών» και ο διάλογος ανάμεσα στα δύο υπουργεία Εξωτερικών, θα αποφευχθεί μια ασύμφορη συμφωνία για το όνομα, και κατ' επέκταση οι δύο πλευρές θα επιδοθούν σε ανταλλαγή κατηγοριών, προκειμένου να αποφύγουν την απόδοση των ευθυνών για ένα ακόμη διπλωματικό ναυάγιο.

Ωστόσο, ενώ η συζήτηση αφορά εύλογα στη μεγάλη εικόνα της επικαιρότητας, δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα θα κληθεί να διαχειριστεί μια συμφωνία, ή ακόμη περισσότερο την αποτυχία επίτευξης συμφωνίας. Πρώτα απ'όλα, μια ενδεχόμενη συμφωνία δεν πρέπει να συνεπάγεται διθυράμβους και δηλώσεις περί νίκης, προκαλώντας έτσι το κοινό αίσθημα της άλλης πλευράς και καθιστώντας δυσχερέστερη τη διαχείρισή της από την άλλη κυβέρνηση. Μια συμφωνία πρέπει να τύχει μετριοπαθούς υποδοχής, όσο καλή κι αν αποδειχθεί, διότι το βασικό ζητούμενο είναι η συμμόρφωση με αυτή και η βιωσιμότητά της. Επειδή, λοιπόν, οποιαδήποτε συμφωνία, θα περιλαμβάνει προϋποθέσεις και συνεπώς ρήτρες αιρεσιμότητας και αξιολόγηση της συμμόρφωσης των δύο πλευρών σε βάθος χρόνου, που πιθανόν θα συμπίπτει με την ενταξιακή πορεία της πΓΔΜ στην ΕΕ, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καλλιεργούν κλίμα σεβασμού και συνεργασίας ανάμεσα στους δύο λαούς, και να μην χρησιμοποιούν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής για μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ψηφοθηρία που θα εξασφάλιζαν ένα ωφέλιμο εκλογικό αποτέλεσμα, εξάπτοντας τα φιλοπατριωτικά αντανακλαστικά ή επιχειρώντας τον εκχυδαϊσμό τους. Με άλλα λόγια, αν και η διαπραγμάτευση είναι άνιση, καθώς η Ελλάδα είναι προφανώς το ισχυρό μέρος σε αυτήν, η υποδοχή μιας συμφωνίας δεν πρέπει να διακρίνει σε νικητές και ηττημένους. Αυτού του είδους η αντιμετώπιση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτικές που θα υπέσκαπταν τη συμφωνία και θα εξανέμιζαν οποιαδήποτε πρόοδο, ενώ θα τραυμάτιζαν την αξιοπιστία της χώρας σε διεθνές επίπεδο, διότι θα αποτυγχάναμε να πείσουμε, ότι μπορούμε να εγγυηθούμε την σταθερότητα κα τη συνεργασία στα Βαλκάνια.

Όμως, επειδή η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας μοιάζει ως η πιθανότερη έκβαση, η διαχείριση της επόμενης ημέρας, αποτελεί ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρο για την Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση Zaev ήδη βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, γιατί αντιμετωπίζεται και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού ως «παράθυρο ευκαιρίας» και εναλλακτική πρόταση σταθερότητας απέναντι στην προηγούμενη μη συνεργάσιμη κυβέρνηση Gruevski. Πρόκειται για μια εύλογη αντιμετώπιση, αναφορικά με την ανάγκη σταθεροποίησης της εσωτερικής πολιτικής και οικονομικής κατάστασης στην πΓΔΜ, καθόσον η προηγούμενη κυβέρνηση ενεπλάκη σε σκάνδαλα οικονομικής διαφθοράς και αδιαφάνειας, όπως οι εκτεταμένες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι για την Αθήνα, σε καθαρά διμερές επίπεδο, δεν μπορεί να αποτελεί «παράθυρο ευκαιρίας» η μετονομασία του αεροδρομίου στα Σκόπια και του αυτοκινητοδρόμου που τα συνδέει με την Ελλάδα, διότι αυτές είναι ενέργειες καλής θέλησης που αίρουν τις εμπρηστικές πρωτοβουλίες της προηγούμενης κυβέρνησης, και θα έπρεπε να είχαν ήδη αναληφθεί μονομερώς στο πλαίσιο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, και όχι εντός της τρέχουσας διαπραγμάτευσης. Άλλωστε, είχαν εξαγγελθεί πριν από ένα εξάμηνο σε γερμανικό έντυπο, και η καθυστερημένη υλοποίησή τους προκαλεί περισσότερη καχυποψία παρά ικανοποίηση.

Αν και η κυβέρνηση Zaev δείχνει πρόθυμη να συμβιβαστεί στο ζήτημα της ονομασίας, ωστόσο μοιάζει αμετακίνητη, ή έστω επιδίδεται σε αμφίσημες δηλώσεις, σχετικά με την ευρύτερη ατζέντα που προωθεί η ελληνική πλευρά. Ακολούθως, όσο κι αν η ελάχιστη μετατόπιση από τις ακραίες θέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης φαντάζει θετική εξέλιξη, δεν αποτελεί ουσιαστική πρόοδο, για την οποία η ελληνική πλευρά θα «έκαιγε» τα διαπραγματευτικά χαρτιά της. Μέχρι σήμερα, το υποτιθέμενο «παράθυρο ευκαιρίας» που προσφέρει η νέα κυβέρνηση, αφορά μόνο σε συμβολικές κινήσεις που συνιστούν αυτονόητες προϋποθέσεις στο πλαίσιο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και περιορίζεται στο ζήτημα της ονομασίας, ενώ για την Ελλάδα το πλέον κρίσιμο και αποφασιστικό μέρος της διαφοράς εντοπίζεται στην κατασκευή και την αφήγηση της ιστορίας που διαμορφώνει την εθνική συνείδηση και τη γλώσσα σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στην πΓΔΜ, και τη λειτουργία των μηχανισμών που υποθάλπουν τον αλυτρωτισμό και παράγουν πολιτικές αποσταθεροποίησης τόσο εντός της πΓΔΜ όσο και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνεπώς, είναι σημαντικό να μετριάσουμε τις αβάσιμες προσδοκίες που έχει καταφέρει να καλλιεργήσει η κυβέρνηση Zaev χωρίς κάποιο κόστος στο εσωτερικό της πΓΔΜ και ουσιαστικά ανταλλάγματα προς εμάς.

Καθίσταται λοιπόν προφανές, ότι η χώρα μας δεν πρέπει να παρασυρθεί από τη μεγέθυνση της σημασίας των χειρονομιών καλής θέλησης και τη διαφήμισή τους, ούτε από την παροχή υποσχέσεων που εξαντλούνται στην πρόθεση να τα βρούμε καθοδόν, πιθανόν με κοινές επιτροπές διπλωματών, ιστορικών και άλλων ειδικών, και υπό την πίεση της προθεσμίας που σηματοδοτεί η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο. Άλλωστε, το ΝΑΤΟ δεσμεύεται από τη Διακήρυξη του 2008 στο Βουκουρέστι, να αποστείλει πρόσκληση για την ένταξη της πΓΔΜ, αφού πρώτα επιλύσουμε τη διαφορά μας για το όνομα, και άρα η σπουδή και η πίεση για παραχωρήσεις πρέπει να αφορούν περισσότερο στην πΓΔΜ παρά στην Ελλάδα.

Μαζί λοιπόν με μια καλή συμφωνία για το όνομα, θα πρέπει, αξιοποιώντας την εμπειρία και το κεκτημένο που απέσπασε η κυβέρνηση Καραμανλή στο Βουκουρέστι, να εξασφαλίσουμε ουσιαστικές και απαρέγκλιτες δεσμεύσεις για την ειρήνη και τη συνεργασία στην περιοχή σε διμερές και πολυμερές/θεσμικό επίπεδο, με ορίζοντα το μέλλον και όχι το παρελθόν. Ωστόσο, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί μια συμφωνία πακέτο, τότε η ελληνική πλευρά θα πρέπει να εξηγήσει στους εταίρους μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ με πειστικά επιχειρήματα, ότι η κυβέρνηση Zaev δεν ήταν «παράθυρο ευκαιρίας», να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις διπλωματικές πιέσεις εκείνων των χωρών που έχουν συμφέροντα από την είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, να αφήσει περιθώρια επανέναρξης του διαλόγου, και να εγκαταλείψει τον διαχειριστικό και παθητικό ρόλο απέναντι στην πΓΔΜ που μαθηματικά την οδηγεί σε άλλες ανταγωνιστικές σφαίρες επιρροής.

Τέλος, ενόψει των παραπάνω και ειδικά στην περίπτωση επέλευσης αδιεξόδου, είναι απαραίτητο να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας σε επίπεδο χαμηλής πολιτικής, ώστε να προωθηθεί η οικονομική, εμπορική και πολιτιστική συνεργασία και να ενισχυθούν οι δεσμοί εμπιστοσύνης, καθώς η πΓΔΜ αποτελεί τη φυσική δίοδο της Ελλάδας προς την κεντρική Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο, φορείς, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, τα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια και τα πανεπιστήμια, μπορούν να συμβάλουν διακριτικά και αποτελεσματικά. Όμως κανείς από αυτούς τους φορείς, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκαταστήσει τον εκάστοτε Υπουργό Εξωτερικών και το διπλωματικό προσωπικό της χώρας αναφορικά με την επίλυση των προβλημάτων της εξωτερικής μας πολιτικής και τα ζητήματα της υψηλής διπλωματίας. Η παρεμβολή αυτόκλητων «διπλωματών» και εξωθεσμικών πρωτοβουλιών συνήθως δυσχεραίνει την επικοινωνία και συσκοτίζει τις προθέσεις των μερών που εμπλέκονται σε μια διαπραγμάτευση, επηρεάζοντας έτσι αντιπαραγωγικά την έκβασή της.

*Ο κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, [email protected]