Του Γιάννης Γιαννούδη*
Δημοσιοποιήθηκε λοιπόν η ετήσια έκθεση της Κομισιόν για την παιδεία στην Ελλάδα και μάθαμε έτσι ότι το 35,8% των Ελλήνων μαθητών έχει χαμηλή επίδοση στα μαθηματικά (σε σχέση με το 30,4% του 2009) την στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 22,2%.
Μάθαμε επίσης ότι ο ένας στους τρεις Έλληνες μαθητές (32,7%) έχει χαμηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 20,6%. Το ελληνικό ποσοστό έχει επίσης αυξηθεί από το 25,3% του 2009.
Ακόμη και στην ανάγνωση λέει υστερούν οι Έλληνες μαθητές σε ποσοστό 27,3% (έναντι 19,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), όταν το 2009 ο αντίστοιχος μέσος όρος των Ελλήνων μαθητών ήταν 21,3%.
Από την άλλη πλευρά όμως, περισσότεροι Έλληνες ηλικίας 30-34 ετών κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχίο σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους (44,3% και 40,7% τα αντίστοιχα ποσοστά)!
Τι μας λένε λοιπόν τα παραπάνω;
1. Ότι στα χρόνια της περίφημης “οικονομικής κρίσης” στην χώρα μας (2009-2018), η ποιότητα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που παρέχει η Ελληνική πολιτεία υποβαθμίσθηκε μεσοσταθμικά κατά περίπου 25%.
2. Ότι, ενώ η παρεχόμενη βασική εκπαίδευση στην Ελλάδα υπολείπεται τουλάχιστο κατά 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, τα πανεπιστήμια μας παράγουν αναλογικά περισσότερους πτυχιούχους απ' ότι η υπόλοιπη Ευρώπη. Πολλοί (και πολύ!) αμαθείς μαθητές περνούν στα Ελληνικά πανεπιστήμια - και αποφοιτούν κιόλας!
Οι αριθμοί ξέρετε δεν λένε πάντοτε όλη την αλήθεια, δεν λένε όμως ποτέ ψέμματα. Και στην προκειμένη περίπτωση, επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι γνωρίζουμε: ότι το Ελληνικό σχολείο έχει εδώ και χρόνια μεταβληθεί σε έναν χαμηλής ποιότητας, διεκπεραιωτικό μηχανισμό εισόδου των παιδιών στα κρατικά (και εν πολλοίς ανυπόληπτα) πανεπιστήμια.
Τι πρέπει να είναι το σχολείο, το λέμε και το γράφουμε χρόνια: ένας μαγικός κόσμος ερεθισμάτων, ιδεών και δημιουργίας που καθημερινά δίνει κίνητρα και ευκαιρίες στα παιδιά να εξερευνήσουν, να πειραματιστούν, να συνθέσουν, να αμφισβητήσουν – να ανακαλύψουν διαδραστικά την σύγχρονη γνώση μέσα από την ενεργό συμμετοχή τους στην διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα.
Ώστε, να πάνε μετά στο πανεπιστήμιο που (ελεύθερα) θα επιλέξουν, με κεκτημένο ενθουσιασμό και με όρεξη να φτιάξουν σπουδαία πράγματα. Διότι, η δωδεκάχρονη βασική εκπαίδευση θα έχει φυτέψει για τα καλά μέσα τους τον σπόρο της δημιουργικότητας και της δίψας για την πρόοδο και την αριστεία.
Αντίθετα, τι κάνει το Ελληνικό σχολείο; Βομβαρδίζει από νωρίς τα παιδιά με άχρηστη και ξεπερασμένη γνώση, τα υποχρεώνει σε βαρετή διδασκαλία αποτρέποντας την ενεργό εμπλοκή τους με τον πραγματικό κόσμο και θέτει ως ένα και μοναδικό στόχο επιτυχίας στην ζωή την είσοδο στο (κρατικό) Πανεπιστήμιο. Σε μια οποιαδήποτε σχολή, όπου κάτσει, ανάλογα τα μόρια. Αρκεί να “μπουν”.
Και έρχονται μετά, δικαιωματικά, τα παιδιά και μας λένε: “τώρα που πέρασα, αφήστε με να αράξω”. Και αφού “αράξουν” 5-6 χρόνια ανάμεσα σε τσίπουρα, καταλήψεις και κομματικές συνελεύσεις, συνειδητοποιούν στα 25 τους πως το πτυχίο που πήραν, οι γνώσεις που πήραν, τελικά δεν τους βοηθούν και πολύ να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της εποχής. Όλα έγιναν λάθος.
Και είναι εγκληματικό - διότι γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει και δεν το κάνουμε. Η έκθεση της κομισιόν επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι χρειαζόμαστε ένα άλλο, Διαφορετικό Σχολείο. Που εμπνέει, κινητοποιεί, δίνει οράματα, καλλιεργεί τα soft skills του 21ου αιώνα, προάγει την αξιοσύνη και παράγει σκεπτόμενους πολίτες και όχι πειθήνια πρόβατα. Και το χρειαζόμαστε χθες.
Τα νούμερα δεν λένε ποτέ ψέμματα.
*Ο κ. Γιάννης Γιαννούδης είναι Co-founder & Director και Dorothy Snot preschool & kindergarten