Του Νίκου Δενδρή*
Σκεφτείτε πάνω στο ακόλουθο:
"Ερώτηση: Εάν ρίξουμε τη ματιά μας από τη Γαλλία προς την υπόλοιπη Ευρώπη, περιλαμβανομένης και της Ιταλίας, το πνεύμα των καιρών κυριαρχείται από περιφρόνηση στον Πλούτο αλλά και στις Ικανότητες.
Απάντηση: Είναι ένα ρίσκο της δημοκρατίας, η οποία θεμελιώνεται πάνω στην ισότητα όλων των ανθρώπων: Μόλις κάποιος διακριθεί για τις γνώσεις ή τις ικανότητές της/του, οι πολλοί θέλουν να τον/την κατεβάσουν στο κοινό τους επίπεδο. Στα Κίτρινα Γιλέκα, καθώς και στα Πέντε Αστέρια στην Ιταλία, βλέπω μία πλευρά "Ερυθρών Χμερ", όλοι οι διανοούμενοι πρέπει να τιμωρηθούν. Είναι ο θρίαμβος των ανίκανων".
Το παραπάνω είναι απόσπασμα πρόσφατης συνέντευξης του Πασκάλ Μπρυκνέρ στην Corriere Della Sera.
Μου ήρθε στο μυαλό με αφορμή μία συζήτηση μέσα στις γιορτές με γνωστό, συνομήλικο και συγχωριανό μου, που συνάντησα τυχαία – δεν τον λέω φίλο, έχει χάσει από καιρό αυτόν τον πολύ σοβαρό και ουσιώδη κατ''εμέ τίτλο. Ας τον πούμε Γ. Εν τη ρύμη του λόγου, λοιπόν, σχολίαζα μία βραδιά που βγήκαμε με τους συνεργάτες μου στο Λονδίνο, μετά από μία κουραστική και απαιτητική μέρα δοκιμών παράδοσης στον πελάτη μίας νέας έκδοσης λογισμικού (το έχετε δοκιμάσει; είναι εμπειρία, που δε χάνει ποτέ τη "γλύκα" της).
Ψόφιοι κατά τις 7:00 το βράδυ και ψάχναμε, που λες Γ., να πάμε για κάτι ελαφρύ, ίσως σούσι, τελικά σε μπριζολάδικο καταλήξαμε, είπα, ο αφελής.
Γιατί, είχες και στο χωριό σου σούσι; Ήρθε η σκωπτική απάντηση. Ξέρετε το ύφος, φαντάζομαι. Θέλησα να του απαντήσω. Το άφησα. Τελείωσε η κουβέντα τυπικά, πήγε στο καλό πίσω στο χωριό μας, και με γεια του. Έμεινα να σκέφτομαι, όμως όλα όσα ήθελα να του πω. Κι ήταν πολλά.
Όντως, όχι, αγαπητέ Γ., δεν είχαμε στο χωριό μας σούσι. Όταν μεγαλώναμε εκεί, καθώς ξέρεις, η γαστριμαργία ήταν άγνωστη στους πολλούς. Ο εθνικός δρόμος, πέρναγε μέσα από το χωριό. Οι συνδέσεις του τηλεφώνου ήταν δύσκολο να δοθούν, ήταν αναλογικές, και κόστιζε κάθε "υπεραστικό" τηλεφώνημα. Μη μιλήσουμε για την ποιότητα της επικοινωνίας.
Τα αθλητικά παπούτσια (σπορτέξ τα λέγαμε) ήταν σκληρά και πέρναμε ένα ζευγάρι ανά χρόνο ή και ανά δύο χρόνους. Μπάσκετ στο γήπεδο με άσφαλτο κάτω. Ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, με δύο κανάλια μόνο, το στερεοφωνικό για τους λίγους, τα LP ακριβά, για τους υπόλοιπους κασέτες από το δισκάδικο.
Αν ήθελες να ψάξεις για κάτι, άντε στην εγκυκλοπαίδεια, και να ελπίζεις να είναι λίγο σύγχρονη. Βιβλιοπωλείο ψαγμένο (που να μην εξαντλείται στα παιδικά, στα κόμικς, στα σχολικά βοηθήματα, τα ηθικοπλαστικά και τις εφημερίδες, βιβλιοπωλείο που να μπορείς να χαζέψεις και Άρθουρ Κλαρκ, και Γκαίτε, και Σεφέρη, και Καζαντζάκη) μόνο στην πρωτεύουσα του νομού, και μόνο ένα. Ένα τάληρο (5δραχμο) το παιχνίδι στο Πακμαν, στο ουφάδικο. Spectrum με μόνο 48 Kilobytes RAM (!!!) στην ασπρόμαυρη για τους τυχερούς.
Φευ, ακόμη και τα κοψίδια ήταν αφορμή για γλέντι. Πάμπολλα άλλα, που τα λέω στα παιδιά μου και δεν τα καταλαβαίνουν. Δεν ήταν κατοχή, ναι, δεν πεινάγαμε, δεν ήμασταν φτωχοί, αλλά η σημερινή τεχνολογία, παραγωγή, ευκολία μάθησης και αφθονία μέσων και υπηρεσιών απλά δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν γενικά, ούτε στις πόλεις, πολλώ δε μάλλον στο χωριό μας.
Όμως, αγαπητέ Γ., δεν έμεινα εκεί.
Όπως δεν έμεινε κι ο κόσμος. Και η παραγωγή αυξήθηκε, και νέα μέσα δημιουργήθηκαν, και θαυμαστά πράγματα είναι πλέον προσιτά... πάρε π.χ. το ταπεινό κινητό που κρατάει ο καθένας, πόσοι άραγε καταλαβαίνουν ότι ξεπερνά σε υπολογιστική ισχύ και γραφικά τους υπερυπολογιστές του ''80; πόσοι εκτιμούν ότι παίρνεις νέα σύνδεση σε δευτερόλεπτα, κι ότι εκτός από τηλέφωνο, όλη η γνώση του κόσμου είναι προσβάσιμη από αυτή τη μικρή συσκευή - και πόσοι από όσους το έχουν το χρησιμοποιούν για κάτι άλλο εκτός από κοινωνικά δίκτυα, chat και κουτσομπολιό;
Μαζί λοιπόν με τον κόσμο, αγαπητέ Γ. μεγάλωσα κι εγώ. Διάβασα, κόπιασα, ξενύχτησα. Ταξίδεψα. Δούλεψα, πέτυχα (και απέτυχα). Αλλά πάντα μάθαινα. Έβλεπα και κοίταζα. Και λόγιαζα πάντα πώς να γίνομαι καλύτερος, να ανοίγω τους ορίζοντές μου. Πάλεψα, έφτιαξα κι έβαλα τεράστια συστήματα σε παραγωγή. Δε μάσησα σε προκλήσεις.
Σε κάθε επιτυχία κοίταζα παραπέρα, στο επόμενο βήμα. Σε κάθε αποτυχία, κοίταγα μέσα μου, κι έβγαινα καλύτερος, σίγουρα δυνατότερος. Ο πρώτος αξιολογητής του εαυτού μου, ήμουν και είμαι εγώ. Σκληρός αξιολογητής. Και πάντα ήθελα το παραπάνω. Σε κάθε χώρα που πήγαινα και πηγαίνω, προσπαθούσα να μάθω πέντε-δέκα λέξεις τους, "τσβάι μπίερ, μπίτε", "ιζύ, α γκώς", "ναζντρόβιε", "ντόμπερ ντεν", με τη χοντρή προφορά μου μεν, το πάλευα δε.
Κι όλο μ'' έτρωγε, να τραβάω φωτογραφίες, να βγαίνω για τρέξιμο στις πόλεις το πρωί που ξυπνάνε και να κοιτάω ολούθε, να μαθαίνω την κουλτούρα τους και τα χούγια τους. Να πηγαίνω σε μουσεία αν βρω λίγο χρόνο. Να διαβάζω κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ ή στο Internet στο διάλειμμα, να βλέπω, να ακούω, να σκέπτομαι πάνω από όλα, να ρουφάω εμπειρίες και παραστάσεις.
Όλα αυτά, αγαπητέ Γ., είναι για μένα οι "καλές πραγμάτειες" που απέκτησα. Τα "σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής" του Καβάφη του Αλεξανδρινού, στο μισό σχεδόν αιώνα της ζωής μου, μέσα από τη δουλειά μου, τα ταξίδια μου, και πάνω από όλα την προσπάθειά μου.
Κι έτσι έμαθα, αγαπητέ Γ., να εκτιμώ όχι μόνο το καλό κοψίδι και το κοκορέτσι (που, παρεμπιπτόντως, περήφανα τυλίγω και ψήνω μόνος μου) αλλά και το σούσι, και το T-bone, medium-rare, και τη χορτόπιτα και τα ραδίκια αλλά και τη ρόκα και τη σαλάτα από φύκια, και τόσα άλλα. Κι έχει το καθένα την ομορφιά του και τη γεύση του.
Σαν τη γεύση και τα χούγια λογιών-λογιών ανθρώπων και χαρακτήρων που γνώρισα - κι αν θέλει η ζωή θα συνεχίσω να γνωρίζω. Σαν την ομορφιά μιας νέας σχεδίασης, μίας νέας μηχανής, μίας γέφυρας, ενός υπολογιστικού συστήματος, ενός μοντέλου προσομοίωσης, μίας μουσικής σύνθεσης κι ενός βιβλίου.
Γιατί δε χόρτασα, αγαπητέ Γ. Θέλω κι άλλα ταξίδια, θέλω κι άλλη δουλειά, θέλω να φτιάξω κι άλλα, να δω κι άλλα, τώρα ξεκίνησα, τώρα καταλαβαίνω, κι είναι τόσα που περιμένουν ακόμη εκεί έξω. Ναι το χωριό μου είναι εκεί, δεν το ξεχνώ, από εκεί ξεκίνησα. Αλλά δεν έμεινα στο χωριό μου, πήγα παραπέρα. Μεγάλωσα, στα χρόνια και στο μυαλό. Με κόπο, με κέφι, με όρεξη, σαν την πρώτη φορά που πήρα το ΚΤΕΛ να πάω να σπουδάσω, σαν την πρώτη φορά που πήρα αεροπλάνο να πάω έξω απ''την Ελλάδα.
Και χαίρομαι, αγαπητέ Γ., να έχω συνταξιδιώτες μου στη ζωή και στα ταξίδια και στα όσα κάνω, κι άλλους σαν και μένα. Που θέλουν να μάθουν, να φτιάξουν, να ανοίξουν τους ορίζοντές τους κι αυτοί. Είναι πολλοί τέτοιοι, ξεχωρίζουν ξέρεις. Χαίρομαι να τους μιλώ και να μου μιλούν, πολλές φορές δουλεύουμε μαζί, άλλες πάλι κοντραριζόμαστε στον επαγγελματικό στίβο. Μυαλά ασύχαστα, ακούραστα, νέα στην ορμή, ώριμα στη σκέψη.
Τους θαυμάζω και τους σέβομαι, προσπαθώ να μαθαίνω από τη συναναστροφή τους, να πηγαίνω κι εγώ λίγο παραπέρα. Κι αυτοί, νομίζω. Όμοιος ομοίω, θαρρώ... Και είμαι σίγουρος, κανείς τους δε θα μου έλεγε πότε "είχατε σούσι και στο χωριό σας;".
Τελικά, ξέρεις κάτι, αγαπητέ Γ.; Δεν υπάρχουν χωριά. Υπάρχουν μυαλά. Μόνο μυαλά. Και ξέρεις και κάτι ακόμη; Τα μυαλά και τα αλεξίπτωτα, έχουν ένα κοινό: Δουλεύουν μόνο όταν είναι ανοικτά.
* Ο Νίκος Δενδρής είναι Software Unit Manager στη Unisystems, στο International Dept.