Της Μαριάννας Σκυλακάκη*
Η απρόσμενη για την κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης επιτυχία του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης αλλάζει με πολλούς τρόπους το πολιτικό τοπίο. Δημιουργεί τριγμούς μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, μειώνει δραματικά τις πιθανότητες ο Αλέξης Τσίπρας να προχωρήσει τελικά σε επίλυση του Σκοπιανού και επηρεάζει σημαντικά τον πολιτικό λόγο και τον σχεδιασμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ολα αυτά συμβαίνουν, γιατί κόμματα και μέσα ενημέρωσης αιφνιδιάστηκαν απολύτως από την αντίδραση της κοινής γνώμης όπως αποτυπώθηκε εκεί. Αδικαιολόγητα όμως. Αιφνιδιάστηκαν, γιατί απλούστατα δεν είχαν κάνει τον κόπο να ανατρέξουν στην ιστορία του Μακεδονικού από πλευράς ελληνικής κοινής γνώμης τα τελευταία 25 έτη.
Τρία σημεία στον χρόνο
Πριν έρθει το θέμα στο προσκήνιο, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2017, στην έρευνα της MRB που δημοσιεύθηκε στη «Real News», το 82% των Ελλήνων έλεγαν ότι είναι κάθετα αντίθετοι στη σύνθετη ονομασία. Ομως και στην πρόσφατη έρευνα της Marc για το «Πρώτο Θέμα», που δόθηκε στη δημοσιότητα προ δύο εβδομάδων -άρα πριν από την όξυνση του κλίματος που έχει καταγραφεί τις τελευταίες μέρες- σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες (68%) απαντούν αρνητικά στο ερώτημα αν πρέπει η Ελλάδα να συμφωνήσει σε ονομασία που να εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία.
Η εικόνα αυτή είναι δραματικά διαφορετική από αυτήν που ίσχυε τον Οκτώβριο του 2008, λίγους μήνες μετά το βέτο του Βουκουρεστίου. Σε δημοσκόπηση της Public Issue για την «Καθημερινή», ένα σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό της ελληνικής κοινής γνώμης βρισκόταν τότε κάθετα απέναντι σε ενδεχόμενο επίλυσης του Σκοπιανού μέσα από μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Συγκεκριμένα, το 53% δεν θα μπορούσε να δεχθεί σε καμία περίπτωση το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», ενώ 43% συνολικά θα μπορούσε ή μάλλον θα μπορούσε να αποδεχθεί μια τέτοια λύση.
Είναι πολιτικά προφανές ότι μια κυβέρνηση με 43% «υπέρ» και 53% «κατά» έχει τη δυνατότητα να περάσει ένα τέτοιο θέμα από τη Βουλή και την κοινωνία. Αντίθετα, όταν η αντίθεση είναι της τάξεως του 70%-80%, τα πολιτικά εμπόδια είναι πολύ μεγαλύτερα, όπως άλλωστε και ο κίνδυνος διχασμού και απρόσμενων εξελίξεων.
Το ιστορικό παράδειγμα του 1992-93 είναι στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηριστικό. Αν πάμε πίσω 25 χρόνια, στην εποχή των συλλαλητηρίων και της έντονα διχασμένης κοινής γνώμης -όταν το ζήτημα αυτό στάθηκε ικανό να ρίξει εν τέλει μια κυβέρνηση- θα δούμε ότι οι δημοσκοπήσεις της εποχής εκείνης θυμίζουν πολύ περισσότερο τον Δεκέμβριο του 2017, παρά τον Οκτώβριο του 2008.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται...
Η κοινή γνώμη ήταν και τότε κάθετα αντίθετη σε μια σύνθετη ονομασία, ενώ υπήρχε αντίθεση όχι μόνο στο θέμα του ονόματος, αλλά και σε οποιαδήποτε «παραχώρηση» προς την πλευρά των Σκοπίων.
Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση στη μεγαλύτερη ίσως επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο θέμα αυτό διαχρονικά. Στο γεγονός δηλαδή ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη της εποχής εκείνης πέτυχε να βάλει τη γειτονική χώρα στον ΟΗΕ με το προσωρινό (και άκρως ταπεινωτικό για τους Σκοπιανούς) όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», το οποίο συνεχίζει να ισχύει σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, αν και έχουν περάσει 25 ολόκληρα χρόνια από τότε και έχουν μεσολαβήσει δεκάδες διμερείς αναγνωρίσεις της ΠΓΔΜ ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Και όμως, οι δημοσκοπήσεις της εποχής αποτυπώνουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη, έναν ολόκληρο χρόνο αφού είχε ξεσπάσει το πρόβλημα, τον Απρίλιο του 1993, αντέδρασε αρνητικά στη συντριπτική της πλειοψηφία. Το 94%(!) συνέδεσε την εξέλιξη αυτή με αρνητικά συναισθήματα, με λέξεις όπως «προδοσία», «ήττα», «αίσχος», «αγανάκτηση», «στενοχώρια», «οργή», «απογοήτευση» κ.λπ.
Τι ερμηνεύει την τότε αντίδραση και ποιες οι ομοιότητες με το σήμερα; Την απάντηση δίνουν ποιοτικές έρευνες της ίδιας εποχής, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ερευνητές σε θέματα ψυχολογίας της κοινής γνώμης, ο οποίος δούλευε για λογαριασμό τής τότε κυβέρνησης, ο Jo Glick.
Περιέγραφε τα συναισθήματα της κοινής γνώμης την εποχή εκείνη, τον Νοέμβριο του 1992, ως εξής:
«Το θέμα του ονόματος έχει συνδεθεί ψυχολογικά με τη σχέση των Ελλήνων με την Ευρώπη, και γενικότερα με την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων [...] που πλήττεται από την ανάγκη να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και την οικονομική κρίση/αβεβαιότητα [...] Οσο καιρό τα ''''νέα'''' γενικά θα είναι ''''άσχημα'''', το Μακεδονικό θα λειτουργεί ως ένα πολύ ισχυρό συμβολικό θέμα [...] Η κυβέρνηση θα έχει εξαιρετικά περιορισμένο πεδίο δράσης και θα είναι υποχρεωμένη να υιοθετεί ''''σκληρή γραμμή'''' για το θέμα της Μακεδονίας, όσο η οικονομική και πολιτική κατάσταση θα δείχνει δύσκολη και σκοτεινή».
Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι προφανείς και (λιγάκι) ανατριχιαστικές
Τι λένε οι απέναντι;
Χρήσιμη και ενδεικτική του κατά πόσο μπορούμε να ελπίζουμε σε μια επίλυση του ζητήματος στην παρούσα συγκυρία είναι πάντως και η κατάσταση που καταγράφεται δημοσκοπικά στα γειτονικά μας Σκόπια.
Σύμφωνα με έρευνα της Brima Galup που έγινε πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση, μόνο το 15,6% όσων προσδιορίζονται εθνικά ως «Μακεδόνες» συμφωνούν με την αλλαγή του ονόματος της χώρας. Σε αντίθεση, στην αλλαγή συναινεί ένα συντριπτικό ποσοστό ύψους 81,4% όσων δηλώνουν εθνικά Αλβανοί. Συνολικά, τα αποτελέσματα δείχνουν πως σύμφωνο με την αλλαγή ονόματος είναι το 35%, αντίθετο το 49%, ενώ μόνο το 10,3% όλων των Σκοπιανών διαφωνεί με την είσοδο της χώρας τους στο ΝΑΤΟ.
Τι λέει αυτό; Οτι οι εχθρικές σχέσεις ετών και η ανθελληνική προπαγάνδα μιας δεκαετίας από τις κυβερνήσεις Γκρούεφσκι έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους και στη σκοπιανή κοινή γνώμη, δυσχεραίνοντας κατά πολύ τις πιθανότητες εξεύρεσης κοινού πεδίου για την επίλυση του Μακεδονικού.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», Αρ. φύλλου 46, Παρασκευή 26 - Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.