Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η ανάπτυξη

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η ανάπτυξη

Του Θεόδωρου Παναγιωτίδη* 

Το θέμα των μη-εξυπηρετούμενων δανείων αλλά και του συνολικού δανεισμού της ελληνικής οικονομίας έχει υπάρξει σημαντικό θέμα συζήτησης. Το παρόν σημείωμα θα προσπαθήσει (1) να παρουσιάσει την κατάσταση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων στην ελληνική οικονομία σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, (2) να εξετάσει την διαχρονική εξέλιξη της συνολικής πίστωσης στην ελληνική οικονομία σε σύγκριση με τις άλλες οικονομίες του νότου και (3) να προτείνει πολιτική προτίμησης της μεταποίησης από το ελληνικό πιστωτικό σύστημα.

Αξίζει να δούμε πιο προσεκτικά την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις χώρες του νότου. Το παρακάτω διάγραμμα συνοψίζει την κατάσταση για την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία (τα δεδομένα είναι από την Παγκόσμια Τράπεζα, δείτε εδώ). Παρατηρούμε σε αυτό πως εξελίσσεται διαχρονικά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως ποσοστό των συνολικών δανείων. Στην περίπτωση της Ελλάδας είχαμε μονοψήφια ποσοστά μη-εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι και το 2010 (τα οποία ήταν και οριακά χαμηλότερα της Ιταλίας). Στη συνέχεια είχαμε εκρηκτική αύξηση τους με τα ποσοστά τους να σταθεροποιούνται στο 36% το 2015 και το 2016. Στην περίπτωση της Ισπανίας έχουμε τα χαμηλότερα ποσοστά και την πιο ξεκάθαρη πτωτική τάση (από το 9.35% το 2013 έχουμε φτάσει στο 5.65% το 2016). Τα ποσοστά για την Ιταλία είναι 17% και για την Πορτογαλία 12%. Είναι φανερό ότι το πρόβλημα είναι κυρίως Ελληνικό και η επιστροφή σε μονοψήφια επίπεδα θα χρειαστεί αρκετό χρόνο.

Η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων δημιουργεί προβλήματα στην επάρκεια κεφαλαίων του πιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να σχηματιστεί η σχετική πρόβλεψη για την απομείωση ή διαγραφή των σχετικών δανείων. Τόσο η μείωση των εισοδημάτων και των καταθέσεων όσο και η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδηγεί σε σημαντικό περιορισμό των διαθέσιμων κεφαλαίων για νέα δάνεια. Αυτό για την τράπεζα σημαίνει λιγότερα κέρδη (ή μεγαλύτερες ζημιές) αλλά για την οικονομία σημαίνει μείωση των πιστώσεων στις επιχειρήσεις, αναιμικές επενδύσεις και στο τέλος αδυναμία αντιμετώπισης της ανεργίας.

Μπορούν οι εξελίξεις στην ευρωζώνη να επηρεάσουν την κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω; Η ευρωζώνη φαίνεται να παρουσιάζει το τελευταίο χρόνο αναιμικούς αλλά σταθερά αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης. Κάθε τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε υψηλότερη ανάπτυξη από τα αντίστοιχα στοιχειά του 2016 (δείτε εδώ). Η πολιτική αβεβαιότητα έχει μειωθεί μετά τις Γαλλικές προεδρικές εκλογές και αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο μετά και τις Γερμανικές εκλογές. Ο πολιτικός ορίζοντας για τις δύο αυτές χώρες θα είναι καθαρός, ώστε οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις να δρομολογηθούν. Τα παραπάνω (ανάκαμψη και πολιτική σταθερότητα) μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των επιτοκίων. Αυτή η εξέλιξη θα επηρεάσει και τις οικονομίες του νότου.

Στις χώρες του νότου η κατάσταση δεν είναι η ίδια τόσο όσον αφορά την πολιτική σταθερότητα όσο και την οικονομική ανάκαμψη. Η κρίση άφησε (και αφήνει) πίσω της κληρονομιά υψηλού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) και χαμηλής ποιότητας δανείων που δημιουργούν προβλήματα στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν νέες επενδύσεις. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Στην περίπτωση της Ιταλίας έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα βελτίωσης της κατάστασης (δείτε εδώ). Η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα σε αυτό το πεδίο.

Το θέμα των δανείων θα επανεμφανιστεί το επόμενο διάστημα. Η (ορατή) ανάκαμψη της ευρωζώνης (με την ελληνική εξαίρεση) θα οδηγήσει στην ανάγκη για αύξηση των επιτοκίων αφού αυτά βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η αύξηση των επιτοκίων (δηλαδή του κόστους δανεισμού και του κόστους εξυπηρέτησης των παλαιών δανείων) θα οδηγήσει σε (ακόμα) μεγαλύτερες πιέσεις στους δανειολήπτες. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι σημαντικό η οικονομία να επανέρθει στην κανονικότητα το συντομότερο δυνατό καθώς τα επιτόκια δανεισμού του κράτους επηρεάζουν τα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών και άρα των επιχειρήσεων (πιο απλά η μείωση του κόστους δανεισμού του κράτους μειώνει το κόστος δανεισμού και των επιχειρήσεων). Για τη βιωσιμότητα των δανείων χρειαζόμαστε ρυθμούς μεγέθυνσης υψηλότερους από τα επιτόκια (και καθώς τα επιτόκια θα αυξάνονται αυτό θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο).

Στο προηγούμενο διάγραμμα είδαμε ότι η Ισπανία παρουσιάζει τόσο χαμηλά επίπεδα μη-εξυπηρετούμενων δανείων όσο και σημαντική μείωση αυτών. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι αυτό οφείλεται στα χαμηλότερα επίπεδα συνολικού δανεισμού στην οικονομία. Θα εξετάσουμε και αυτή την περίπτωση παρουσιάζοντας τα συνολικά επίπεδα πιστώσεων στις οικονομίες του νότου. Στο δεύτερο διάγραμμα παρατηρούμε τις συνολικές πιστώσεις ως προς το ΑΕΠ (%). Τα ποσοστά για το 2016 ήταν: 123% για την Ελλάδα, 117% για την Ιταλία, 185% για την Πορτογαλία και 166% για την Ισπανία. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει (σχετικά) υψηλά ποσοστά συνολικού δανεισμού τα οποία είναι αισθητά χαμηλότερα αυτών της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Τα χαμηλά ποσοστά μη-εξυπηρετούμενων δανείων της Ισπανίας δεν συνδέονται με χαμηλά επίπεδα συνολικής πίστωσης. Θα μπορούσε αυτό να είναι αντανάκλαση της διαφορετικής κλαδικής διάρθρωσης των οικονομιών.

Ο ρόλος των τραπεζών για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι πολύ σημαντικός. Πρόσφατη έρευνα (εδώ) επιβεβαίωσε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας διαρκεί περισσότερο για οικονομίες που στηρίζονται κυρίως στις υπηρεσίες και λιγότερο σε αυτές που στηρίζονται στη μεταποίηση. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι υπηρεσίες δεν μπορούν να παραχθούν και να αποθηκευθούν πριν γίνει ορατή η αύξηση της ζήτησης (ενώ τα προϊόντα μπορούν). Αυτό μπορεί να εξηγεί και γιατί οι υπόλοιπες οικονομίες του νότου είχαν μικρότερη ύφεση από την Ελλάδα. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται πολύ από τις υπηρεσίες και τον κατασκευαστικό κλάδο ενώ ο βιομηχανικός της κλάδος έχει συρρικνωθεί σημαντικά (για το φαινόμενο της πρόωρης αποβιομηχάνησης δείτε εδώ). Η μείωση της εσωτερικής ζήτησης είναι και ο βασικός λόγος αύξησης των μη-εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα (εδώ).

Οι συνολικές πιστώσεις στην ελληνική οικονομία είναι χαμηλές. Η μελλοντική διάρθρωση του δανεισμού προς της επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστεί με στόχο την ενίσχυση του ρόλου της μεταποίησης σε σχέση με τις υπηρεσίες. Οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν μία ξεκάθαρη στρατηγική προνομιακής μεταχείρισης της μεταποίησης. Αυτό θα λειτουργήσει θετικά τόσο για αυτές όσο και για την ελληνική οικονομία.

* Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.