Του Κωστή Χατζηδάκη*
Ας δούμε μερικά στοιχεία: Οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει πάνω από το 90% της χρηματιστηριακής τους αξίας κατά την τελευταία τετραετία. Η τελευταία –αχρείαστη- ανακεφαλαιοποίηση πήγε εκ των πραγμάτων χαμένη. Οι καταθέσεις παραμένουν 30 δισ. πιο χαμηλά από το σημείο στο οποίο ήταν το 2014. Στο ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τράπεζες η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ευρώπη με 46%, με 2η την Κύπρο στο 29% και τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να βρίσκεται στο 5%.
Τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά; Σημαίνουν πως χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις που χτυπήθηκαν από την κρίση παραμένουν όμηροι των χρεών τους, χωρίς προοπτική να ξανασηκωθούν και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Σημαίνουν επίσης πως οι τράπεζές μας παραμένουν, όπως έχει λεχθεί, «βρύσες χωρίς νερό», χωρίς δυνατότητα να διοχετεύσουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, και ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για να δημιουργούν νέες δουλειές και νέο εισόδημα.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης για αυτή την κατάσταση είναι, φυσικά, τεράστιες. Έδειξε αδικαιολόγητη αδράνεια στην αντιμετώπιση του ζητήματος και δεν δίστασε να πανηγυρίσει για τον περιβόητο εξωδικαστικό μηχανισμό που θέσπισε, ισχυριζόμενη ότι έλυσε το πρόβλημα. Η πραγματικότητα την διέψευσε για πολλοστή φορά. Ευθύνες όμως, οφείλω να σημειώσω, φέρουν και οι δανειστές. Διότι παρατηρούν εδώ και καιρό την κατάσταση ανεχόμενοι τους ανεπαρκείς κυβερνητικούς χειρισμούς.
Η Νέα Δημοκρατία είχε καταθέσει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για το θέμα των κόκκινων δανείων από το 2016. Επρόκειτο για μια λύση δίκαιη, σφαιρική και γρήγορη. Μια λύση που προσέφερε μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτούς που την αξίζουν, δηλαδή αυτούς που πράγματι έπεσαν θύμα της κρίσης και δεν λειτούργησαν ως μπαταχτσήδες. Υπάρχει τρόπος να τους ξεχωρίσουμε. Υπάρχει κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με τις δαπάνες εύλογης διαβίωσης και τη συμπεριφορά απέναντι στις τράπεζες. Υπάρχουν κώδικες δεοντολογίας που έχουν υιοθετηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Υπάρχει, επίσης, δυνατότητα ανταλλαγής στοιχείων μεταξύ τραπεζών, αλλά και μεταξύ τραπεζών, εφορίας και ασφαλιστικών ταμείων. Από τη στιγμή που τα καταφέρνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν υπάρχει λόγος να μην τα καταφέρουμε κι εμείς.
Σχετικά με τα επιχειρηματικά δάνεια, η πρότασή μας προέβλεπε μια ρύθμιση για όλες τις βιώσιμες επιχειρήσεις που έχουν «κοκκινίσει» ανά κλάδο, με τη ρύθμισή αυτή να συμπαρασύρει τα χρέη στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Επρόκειτο για έναν αυτοματοποιημένο μηχανισμό που αποτελούσε επέκταση της λογικής του νόμου Δένδια, ο οποίος θα εφαρμοζόταν μόνο για τα χρέη στις τράπεζες. Επεκτείναμε τη λογική -όπως ήθελε ο κ. Δένδιας, αλλά τότε υπήρχε αντίσταση από τους τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών-, ώστε να καλύψει όλα τα χρέη. Βάση της απόφασης για τα κουρέματα θα ήταν οι προβλέψεις που είχαν πάρει ούτως ή άλλως οι τράπεζες ανά οικονομικό κλάδο. Η κυβέρνηση αγνόησε την πρότασή μας, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Όσον αφορά στον νόμο Κατσέλη, εστιάζαμε και εδώ στη λογική να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι, δηλαδή να ξεχωρίσουμε τους συμπολίτες μας που έχουν πραγματική ανάγκη από τους μπαταχτσήδες που κοιτάνε να κοροϊδέψουν το σύστημα. Όπως προανέφερα, υπάρχει ο τρόπος για να το καταφέρουμε. Παράλληλα, προτεραιότητα αποτελεί η επιτάχυνση των διαδικασιών. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να έχουμε υποθέσεις που εκδικάζονται μετά από 15 χρόνια, καθώς αυτή η κατάσταση κρατά σε ομηρία δανειολήπτες και τράπεζες. Οφείλουμε να ακολουθήσουμε τις πρακτικές που εφαρμόζονται σε αυτό το θέμα σε άλλες χώρες όπως η Κύπρος. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής μιλάμε εις ώτα μη ακουόντων. Το πρόβλημα παραμένει, και μάλιστα ιδιαίτερα οξυμένο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ενώ έχουμε το πανευρωπαϊκό ρεκόρ στα κόκκινα δάνεια, οι τεχνικές προτάσεις του ΤΧΣ και της Τράπεζας της Ελλάδος για την αντιμετώπιση του θέματος είναι εδώ και καιρό στο τραπέζι χωρίς να προωθείται κάποια σφαιρική και συνεκτική λύση. Οι ευθύνες, τόσο της κυβέρνησης, όσο και των δανειστών, είναι πολύ μεγάλες.
Λέμε, λοιπόν, ξεκάθαρα, στην κυβέρνηση ότι οφείλει να φέρει άμεσα ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση αυτού του μείζονος ζητήματος. Ρυθμίσεις που θα είναι δίκαιες απέναντι στα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης, δηλαδή τους πιο φτωχούς συμπολίτες μας. Ρυθμίσεις που θα είναι, παράλληλα, ρεαλιστικές και βιώσιμες, καθώς αν δεν είναι, η λειτουργία της αγοράς θα τις απορρίψει στην πράξη και θα έχουμε κάνει επικίνδυνα βήματα προς τα πίσω. Δεν υπάρχει περιθώριο για νέα αποτυχία. Διότι το τίμημα θα κληθούμε να το πληρώσουμε όλοι μας, και ειδικά οι πιο αδύναμοι.
Συμπερασματικά, το μήνυμά μας στην κυβέρνηση, στην Φρανκφούρτη και στις Βρυξέλλες είναι να προσέξουν τι κάνουν και τι θα κάνουν με τα κόκκινα δάνεια. Να κινηθούν με βάση τα στοιχεία -τα οποία αυτοί έχουν στη διάθεσή τους- γρήγορα, δίκαια και ρεαλιστικά. Ελπίζουμε να μην αποτυπωθούν οι επιλογές τους αρνητικά στα κεφάλαια και τους ισολογισμούς των τραπεζών, με επιπτώσεις, τελικά, στους φορολογούμενους, τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Η υπόθεση των κόκκινων δανείων έχει ευκαιρίες και κινδύνους. Ευκαιρίες για μια νέα αρχή για τους δανειολήπτες θύματα της κρίσης και κινδύνους για την οικονομία από ανεύθυνες λύσεις. Σε αυτό το θέμα η επικοινωνία δεν μπορεί να επικρατήσει της ουσίας. Διότι οι δανειολήπτες καταλαβαίνουν και η οικονομία εκδικείται.
Έχουμε μια κυβέρνηση που δεν κοκκινίζει, αλλά τα κόκκινα δάνεια δεν αλλάζουν χρώμα με μεγάλα λόγια και επικοινωνιακά τρικ.
*Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Β΄Αθηνών.