Της Κατερίνας Οικονομάκου
Στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, οι υπεύθυνοι του Instagram έκαναν μια ανακοίνωση που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Συγκεκριμένα, δεσμεύτηκαν ότι θα κατεβάζουν από το κοινωνικό δίκτυο κάθε είδους βίντεο, φωτογραφίες, σκίτσα, ακόμη και memes που παραπέμπουν σε αυτοτραυματισμούς και αυτοκτονίες. «Θα πάρει καιρό να απομακρυνθούν όλες οι σχετικές εικόνες, αλλά δεν θα σταματήσουμε εκεί», δήλωσε ο Ανταμ Μοσέρι, ο οποίος είναι εδώ και έναν χρόνο επικεφαλής της πλατφόρμας, που αποτελεί ιδιοκτησία του Facebook.
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο, το Instagram είχε ανακοινώσει ότι θα κατεβάζει τις αναρτήσεις που ενθαρρύνουν ή προτρέπουν σε αυτοτραυματισμό ή αυτοκτονία, ενώ είχε εισαγάγει τα «φίλτρα ευαισθητοποίησης» για τις εικόνες που έδειχναν σημεία του σώματος που έφεραν σημάδια από αυτοτραυματισμό. Ο στόχος ήταν να προειδοποιηθεί ο χρήστης, χωρίς να περιοριστεί η ελευθερία έκφρασης στο κοινωνικό δίκτυο. Τώρα, όμως, με την πλήρη απαγόρευση των σχετικών εικόνων, πηγαίνει ένα βήμα μακρύτερα. Πίσω από τις αλλαγές στους κανονισμούς του Instagram, βρίσκεται η ιστορία της 14χρονης Μόλι Ράσελ, η οποία το 2017 έβαλε τέρμα στη ζωή της. Όπως διαπίστωσαν οι γονείς της μετά τον θάνατό της, η έφηβη ακολουθούσε, στο Instagram και το Pinterest, λογαριασμούς με περιεχόμενο σχετικό με μεθόδους
αυτοτραυματισμού και αυτοκτονίας. Ο πατέρας της είχε τότε ανοιχτά κατηγορήσει το Instagram για συνυπευθυνότητα στον θάνατο του παιδιού του.
Πριν από περίπου έναν χρόνο, η Νορβηγίδα δημοσιογράφος Ανεμάρτε Μόλαντ έπεισε τους αρχισυντάκτες της στην κρατική νορβηγική τηλεόραση να τη στείλουν για ρεπορτάζ σε ένα μικρό χωριό, όπου μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν αυτοκτονήσει τρεις έφηβες. Η μία από τις τρεις συνήθιζε να μοιράζεται τις σκέψεις της γύρω από την αυτοκτονία στον λογαριασμό της στο Instagram, όπου είχε γύρω στους 100 followers. Η ρεπόρτερ, όπως και η αστυνομία, δεν είχαν ασχοληθεί περισσότερο με αυτό που έμοιαζε με λεπτομέρεια. Μετά την προβολή του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, μια νεαρή γυναίκα ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογράφο, για να της πει ότι είχαν αυτοκτονήσει τουλάχιστον άλλα δέκα κορίτσια που συμμετείχαν στο ίδιο γκρουπ στο Instagram. Η Ανεμάρτε Μόλαντ συνειδητοποίησε ότι είχε σκοντάψει πάνω σε μια μεγάλη ιστορία.
Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να δοκιμάσει να γίνει μέλος του γκρουπ, φτιάχνοντας ένα ψεύτικο προφίλ κι ανεβάζοντας φωτογραφίες με ζοφερό, αλλά όχι βίαιο, περιεχόμενο. Όπως θα έλεγε μήνες αργότερα στο BBC, έμεινε έκπληκτη όταν ο αλγόριθμος αναγνώρισε τα ενδιαφέροντά της και την έσπρωξε προς σελίδες και γκρουπ που μοιράζονταν υλικό σχετικό με αυτοτραυματισμούς και αυτοκτονίες. Ταυτόχρονα, η Μόλαντ άρχισε να επικοινωνεί με τις οικογένειες των δέκα κοριτσιών για τα οποία είχε μιλήσει η πληροφοριοδότης της. Έτσι επικοινώνησε με μια μητέρα, η οποία της είπε ότι είχε κρατήσει το κινητό τηλέφωνο της κόρης της, αλλά δεν είχε τολμήσει να το χακάρει για να δει τι έγραφε στα κοινωνικά μέσα. Είχαν περάσει δύο χρόνια από την αυτοκτονία της Αντρίνε. Τώρα θα το έκανε. Λίγη ώρα αργότερα, κάλεσε τη Μόλαντ για να της πει ότι η κόρη της είχε ανεβάσει την αυτοκτονία της online, για να τη μοιραστεί με το δίκτυο των φίλων της στο Instagram.
Όταν οι δύο γυναίκες συναντήθηκαν και η δημοσιογράφος απέκτησε πρόσβαση στο τηλέφωνο της Αντρίνε, βρέθηκε να παρακολουθεί σειρά από βίντεο όπου η μικρή έκλαιγε σπαρακτικά και μιλούσε για την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει. Ο λογαριασμός της Αντρίνε στο Instagram ήταν η πύλη για να περάσει η Μόλαντ σε έναν σκοτεινό, νέο κόσμο: μοιρασμένους ανάμεσα σε κλειστά γκρουπ, η δημοσιογράφος κατέγραψε συνολικά 1.000 χρήστες οι οποίοι είχαν λογαριασμούς με περιεχόμενο παρόμοιο με αυτό της νεαρής Νορβηγίδας.
Ανάμεσά τους, υπήρχαν πολλές έφηβες και νεαρές γυναίκες από είκοσι διαφορετικές χώρες. Αρκετές ομολογούσαν ότι είχαν αναζητήσει βοήθεια από επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Άλλες περνούσαν απλώς μια δύσκολη περίοδο ή έδιναν την εντύπωση ότι πάσχουν από κατάθλιψη. Ανάμεσα στις αναρτήσεις τους όπου αντάλλασσαν εικόνες από αυτοτραυματισμούς, υπήρχαν κι ένα σωρό εικόνες και βίντεο απολύτως αναμενόμενα από κορίτσια στην εφηβεία, όπου χορεύουν ή ζητούν μια γνώμη για κάποιο ρούχο. Σε αυτά τα κλειστά γκρουπ, τα κορίτσια προσπαθούσαν να βοηθήσουν η μία την άλλη, προσφέροντας λόγια υποστήριξης και αλληλεγγύης. Όμως, όλες χρειάζονταν βοήθεια. Και όπως διαπίστωσε η Μόλαντ, άθελά τους έσπρωχναν η μία την άλλη στα άκρα. Απ'' ό,τι κατάφερε να επιβεβαιώσει κάνοντας έρευνα επί έναν χρόνο, είχαν αυτοκτονήσει συνολικά 15 Νορβηγίδες από το γκρουπ που παρακολουθούσε. Η δημοσιογράφος πιστεύει ότι είναι περισσότερες. «Παίζουν με τη ζωή τους», λέει στο BBC.
Αλλά ποιος είναι ο τρόπος να εντοπίσει κανείς το υλικό που διακινούν αυτές οι ομάδες μεταξύ τους και να προστατεύσει τις ανήλικες έστω χρήστριες; Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Instagram συνέπεσαν με την επίσκεψη του πατέρα της Μόλι, Ιαν Ράσελ, στη Σίλικον Βάλεϊ. Ο Ράσελ, ο οποίος μετά την αυτοκτονία της κόρης του έχει ξεκινήσει καμπάνια ευαισθητοποίησης για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ευάλωτοι έφηβοι στα κοινωνικά δίκτυα, αναγνωρίζει ότι από τον Φεβρουάριο έχουν γίνει κάποια βήματα. Για παράδειγμα, ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Ιούνιο του 2019, το Instagram απομάκρυνε 834.000 κομμάτια περιεχόμενου που σχετίζονταν με αυτοτραυματισμούς και αυτοκτονίες. Το 77% από αυτά, τα εντόπισε χάρη στις αναφορές που έκαναν οι ίδιοι οι χρήστες.
Όμως, όσο το Instagram σκληραίνει τον κανονισμό για το περιεχόμενο τόσο οι χρήστες βρίσκουν τρόπους να κρυφτούν καλύτερα, συνεχίζοντας να ανεβάζουν το υλικό που θέλουν. Είναι αναπόφευκτο. Βρίσκονται ένα βήμα μπροστά. Και η αλήθεια είναι ότι ο αλγόριθμος συνεχίζει να τις κατευθύνει τη μία προς την άλλη, όπως επιβεβαίωσε, ξανά και ξανά, η Ανεμάρτε Μόλαντ.
Ευθύνεται, όμως, το υλικό που μοιράζονταν, για την αυτοχειρία αυτών των κοριτσιών; Οι γονείς τους, πάντως, πιστεύουν ότι η ατμόσφαιρα στα κλειστά αυτά γκρουπ συνέβαλε στην απόφαση των παιδιών τους, σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους. Την ίδια γνώμη έχει και η 22χρονη Ιγκεμποργκ Μπλίντχαϊμ, η οποία υπήρξε μέλος ενός τέτοιου δικτύου στο Instagram και εμφανίστηκε πρόσφατα σε ρεπορτάζ του BBC. Η Μπλίντχαϊμ, η οποία στην εφηβεία της υπέφερε από διατροφική διαταραχή, παρακολουθούσε στα κοινωνικά μέσα λογαριασμούς ανθρώπων που ανέβαζαν φωτογραφίες στις οποίες αυτοτραυματίζονταν. Η Μπλίντχαϊμ αφηγείται πόσο την είχε συγκινήσει η αποδοχή και η κατανόηση που έβρισκαν αυτοί οι άνθρωποι online. Και όσο πιο σκληρές, όσο πιο σοκαριστικές ήταν οι εικόνες, τόσο περισσότερα ήταν τα like, τόσο μεγαλύτερη η προσοχή.
Μετά την αυτοκτονία μιας καλής φίλης της, όμως, η μικρή συγκλονίστηκε. Σήμερα είναι γνωστή ως «η ναυαγοσώστρια», λόγω της δουλειάς που κάνει online, προσπαθώντας να αποτρέψει εφήβους από την αυτοκτονία. Πού βλέπει η ίδια την ευθύνη αυτών των κλειστών γκρουπ στα κοινωνικά δίκτυα; «Νομίζω ότι οι κοινότητες αυτές κάνουν τους ανθρώπους ακόμη χειρότερα, γιατί δίνουν ιδέες για πώς μπορείς να αυτοκτονήσεις, πώς μπορείς να πεθάνεις από ασιτία ή πώς να ξεφορτωθείς το φαγητό που έφαγες, αλλά και πώς να κρύψεις την ασθένεια», εξηγεί.