Περισσότερο για την άμυνα και λιγότερο για την οικονομία μίλησε από την Θεσσαλονίκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ίσως γιατί η άμυνα είναι και το σημαντικότερο θέμα. Μια χώρα που θα έχει καταφέρει να αποκρούσει την πρωτοφανή επίθεση της Τουρκίας, έχει δυνατότητες να αναπτυχθεί. Μια ηττημένη χώρα είναι καταδικασμένη σε οικονομικό μαρασμό.
Το βέβαιο είναι ότι η οικονομία πέρασε χθες σε δεύτερη μοίρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πακέτο των 7 δισ. ευρώ είναι λίγο. Προφανώς και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για ένα χρόνο, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η επιδότηση 100.000 νέων θέσεων εργασίας, θα αμβλύνουν τον δύσκολο χειμώνα και τους μήνες που ακολουθούν.
Το δια ταύτα ωστόσο είναι άλλο. Από το βήμα της Θεσσαλονίκης όπου οι πρωθυπουργοί εξαγγέλλουν την οικονομική πολιτική της επόμενης χρονιάς, ο Κυρ. Μητσοτάκης προέταξε την άμυνα.
Η ενέργεια του βρισκόταν στα εξοπλιστικά, δεν είναι τυχαίο ότι οι ανακοινώσεις για την αμυντική θωράκιση της χώρας προηγήθηκαν στην ομιλία του εκείνων για την οικονομία.
Αυτά όλα δείχνουν και πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση. Σίγουρα ο πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει ένα τόνο αισιοδοξίας, όμως όλοι γνωρίζουν ότι τα Rafale ναι μεν είναι ετοιμοπαράδοτα, ωστόσο επιχειρησιακά έτοιμα δεν θα είναι άμεσα. Η εκπαίδευση των πιλότων απαιτεί ένα διάστημα 8-12 μήνες, όπως λένε οι ειδικοί. Ετοιμοπαράδοτα είναι επίσης, όπως είπε και ο ίδιος, τα αντιαρματικά όπλα για το Στρατό Ξηράς, οι τορπίλες βαρέως τύπου για το Πολεμικό Ναυτικό και οι κατευθυνόμενοι πύραυλοι για την Πολεμική μας Αεροπορία. Οι φρεγάτες ωστόσο απαιτούν διαφορετική διαδικασία και η απόκτησή τους υπόκειται σε μια άλλη λογική που έχει να κάνει και με την αναζωογόνηση της αμυντικής βιομηχανίας.
Αλλαγή πορείας
Ένα είναι σίγουρο. Η Ελλάδα επιχειρεί να χαράξει μια άλλη πορεία. Ενώ μέχρι χθες, η άμυνα είχε παραμεληθεί, ήταν το αποπαίδι μέσα στην κρίση και επί μια δεκαετία και πλέον ο προϋπολογισμός δεν χρηματοδοτούσε παρά τα απολύτως απαραίτητα, τώρα μετατρέπεται σε ζωτική προτεραιότητα.
Σε αυτό το νέο τοπίο, οι ανακοινώσεις Μητσοτάκη έχουν δύο διαστάσεις. Η μια αφορά αμιγώς την αύξηση της αποτρεπτικής ικανότητας και της συνολικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η δεύτερη διάσταση, το γεγονός ότι κάποιες από τις αμυντικές δαπάνες θα έχουν σαφές αναπτυξιακό στίγμα, όπως έχει κάνει εδώ και δεκαετίες το Ισραήλ. Είτε μέσω ενίσχυσης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, είτε μέσω αποκρατικοποίησης χρεοκοπημένων κρατικών επιχειρήσεων.
Η εδώ και δεκαετίες σε κωματώδη κατάσταση ΕΛΒΟ βαίνει προς ιδιωτικοποίηση, ωστόσο για να μπορέσει να σταθεί στη διεθνή αγορά προσφέροντας ποιοτικά οχήματα σε ανταγωνιστικές τιμές, θα χρειασθεί χρόνος και χρήμα. Τα Ναυπηγεία Ελευσίνας έχουν περάσει σε αμερικανικά κεφάλαια και εφόσον γίνουν σε αυτά μεγάλες επενδύσεις, τότε μόνο θα είναι σε θέση να συνάψουν συμφωνίες με ξένους επενδυτές για την ναυπήγηση πολεμικών σκαφών μεγάλης κλίμακας, όπως αυτά που χρειάζεται το Πολεμικό Ναυτικό. Ερώτημα επίσης αποτελεί το τι θα γίνει με την πρώην ΠΥΡΚΑΛ, την σημερινή ΕΑΣ.
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία αφού δεν πέθανε, τώρα ίσως έχει μια τελευταία ελπίδα να βαδίσει στον 21ο αιώνα. Αλλά θα χρειαστεί καιρός για να αποδώσουν όλα αυτά καρπούς και να μπορεί η Ελλάδα να λέει ότι διαθέτει μια σημαντική αμυντική βιομηχανία. Ένα σύγχρονο οπλικό σύστημα απαιτεί την συμμετοχή πολλών ξένων εξειδικευμένων προμηθευτών. Στην υλοποίησή του μετέχουν δεκάδες εργαστήρια και επιχειρήσεις από πολλές χώρες και απαιτούνται χιλιάδες ώρες εργασίας, προκειμένου να υπάρξει ένα ποιοτικό αποτέλεσμα με γνώμονα φυσικά και το κόστος.
Έστω λοιπόν με καθυστέρηση δεκαετιών μια ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το προφανές. Ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή αγορά για να συντηρήσει τέτοιες βιομηχανίες. Ότι για να είναι βιώσιμες θα πρέπει να ξανοιχτούν στην διεθνή αγορά, να μπουν σε αυτές ιδιώτες επενδυτές, να εισέλθουν σε διεθνή προγράμματα συμπαραγωγής.
Όπως ακριβώς έχουν κάνει άλλες χώρες, για παράδειγμα το Ισραήλ, του οποίου η αμυντική βιομηχανία έχει πάψει προ πολλού να είναι κρατικοδίαιτη, έχουν μπει σε αυτήν ιδιωτικά κεφάλαια και συνεισφέρει με τις εξαγωγές της στο εθνικό ΑΕΠ. Το πόσο γρήγορα θα αποκρατικοποιηθούν οι σημερινές χρεοκοπημένες κρατικές επιχειρήσεις στην άμυνα και το τι θα καταφέρουν οι νέοι τους ιδιοκτήτες, αποτελεί ένα κορυφαίο στοίχημα.
Η πολιτική βούληση πάντως φαίνεται ότι υπάρχει. Στην χώρα αυτή έχουμε πληρώσει πανάκριβα την διαπλοκή της πολιτικής με το επιχειρείν στο κεφάλαιο αμυντική βιομηχανία.