Αυτή τη συνέντευξη τη γύρευα καιρό τώρα. Οσοι έχουν δει την ταινία «F for Fake» του Γουέλς, θα θυμούνται πόσο γοητευτικό είναι να μιλάς με κάποιον του οποίου το ταλέντο βρίσκεται πίσω από «αληθινά» μεγάλα έργα. Εργα, όμως, τα οποία φέρουν την υπογραφή άλλων γνωστών ζωγράφων και που είναι… ψεύτικα. Η αρχική εμμονή για τη συνέντευξη με τον ικανό πλαστογράφο έγινε γνωριμία, που με τον καιρό, όσο μου την αρνιόταν ευγενώς ο «κρυφός» συνομιλητής μου, ξεθώριασε το αρχικό ενδιαφέρον κι απέκτησε τα χαρακτηριστικά μιας σχέσης αρκετά μονόπλευρης. Μιλούσαμε στην ασφάλεια του τηλεφώνου, όπου αυτός έκανε τις ερωτήσεις και συζητούσαμε, συχνά, για πράγματα άσχετα με την τέχνη. Οχι απλώς δεν ήταν αυτό που είχα κατά νου, αλλά συνέβη το εντελώς αντίστροφο. Και χωρίς να περιμένω πια τίποτα από τον συνομιλητή μου, απαντούσα με διάθεση εξομολογητική. Οταν, λοιπόν, κουβεντιάζαμε για την τελευταία περιπέτεια της πανδημίας, με τρόπο φυσικό μου είπε: «τι θες να μάθεις;». Την εξέλιξη αυτής της κουβέντας μεταφέρω στον «Φ». Δεν ξέρω τι ξεσκεπάστηκε, το βέβαιο είναι ότι το ψέμα και η αλήθεια στην τέχνη είναι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά
Πώς βλέπετε τη δουλειά μετά την επιδημία;
Θα επιβιώσει το «επάγγελμα»; Θα έχει δυσκολία για «καλά» πράγματα. Με ποια έννοια: η αγορά θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο, άρα θα κυκλοφορούν έργα. Δεν θα είναι λοιπόν η καλύτερη περίοδος, γιατί όταν υπάρχει ανάπτυξη στην αγορά μένουν λιγοστά αληθινά και εμείς καλύπτουμε αυτό το κενό της ζήτησης. Τι ζητά ο κόσμος; Αυτόν τον ζωγράφο. Τον φτιάχνουμε γιατί αλλιώτικα δεν μπορείς να τον βρεις. Σίγουρα λοιπόν το επάγγελμα θα έχει πρόβλημα, όχι όμως ότι δεν θα συνεχίσει. Διότι έχει αυτό το καλό: γλιτώνει από το κράτος. Δεν έχει να κόψει αποδείξεις σε κανέναν. Ο,τι πουλάει είναι «μαύρο».
Με τι πελατεία, όμως, αν ισοπεδωθεί;
(αμέσως απαντά) Θα κατεβάσει τις τιμές. Αν σε μία δημοπρασία ένα έργο κάνει 10.000, θα πουληθεί 1.000 ευρώ. Είναι πολύ απλό. Αν δεν είναι καλλιτέχνες της πρώτης σειράς, το έργο θα φύγει στο Μοναστηράκι για κάποια κατοστάρικα όπου πηγαίνουν όλοι και βρίσκουν «ευκαιρίες».
Οπως; Ποιες είναι οι ευκαιρίες εκεί;
Μόραλης, Πικάσο, οτιδήποτε. Βέβαια, ο καθένας μπορεί να χτυπήσει ευκαιρία! Διότι κακά τα ψέματα (sic), ο πλαστογράφος πουλάει στην άγνοια και στη μαγκιά του αλλουνού ότι αγοράζει φθηνότερα. Αυτός ξέρει! Λίγα είναι τα πλαστογραφημένα έργα που θα προωθηθούν και θα πουληθούν ακριβά. Η αναλογία είναι πάρα πολύ μικρή. Τα πολλά είναι να τα βρει «ευκαιρία» κάποιος και να πει στον φίλο του: «πω πω, τι βρήκα στο τσούλι στο Μοναστηράκι, στον γύφτο που δεν ξέρει. Μόνο 5 κατοστάρικα!». Ο γύφτος, βέβαια, συνήθως ξέρει περισσότερα. «Κονόμησα έναν Μόραλη» σκέφτεται ευτυχής. Και πάει και τον κρύβει, έχοντας έναν «Μόραλη» σπίτι του.
Την τελευταία δεκαετία της κρίσης βγήκανε τέτοια έργα;
Μαζικά! Υπάρχουν ολόκληρες φυλές πλαστογράφων.
Δηλαδή; Ανά ζωγράφο;
Κοίτα, οι πιο οργανωμένοι έχουμε ανθρώπους που δουλεύουν για μας στον χώρο. Στο Κολωνάκι, ας πούμε, ένας έχει ανθρώπους που δουλεύουν ανάλογα με το θέμα κι έχει και «βαποράκια». Ο ίδιος δεν έχει πουλήσει σχεδόν ποτέ απευθείας. Αυτός είναι μάλλον ο πιο πετυχημένος στην αγορά. Οχι απαραίτητα ότι αυτά που κάνει είναι πετυχημένα, γιατί εξαρτάται κι από ζωγράφο με ζωγράφο, δηλαδή ποιος του τα φτιάχνει. Ομως, είναι εξαιρετικός μάνατζερ! Βρίσκει συνήθως «βαποράκια» καλής οικογένειας, να ’χουν ένα «ονοματάκι» και να βγαίνουν και να λένε ότι το έργο είναι από τον πατέρα, τον παππού μου, από τη συλλογή του τάδε. Και πάντα υπάρχουν «θύματα» που θα το δεχτούν αυτό το πράγμα.
Αρα, η δουλειά γίνεται με ένα καλοστημένο δίκτυο από καλές οικογένειες;
Ναι, ξεπεσμένες, αλλά καλές. Αυτοί πουλάνε καλύτερα γιατί σου αναφέρουν και κάνα-δυο ονόματα προέλευσης της «συλλογής». Ερχεται και σου λέει πειστικά «μα ήταν στο πατρικό, από παιδί το έβλεπα κρεμασμένο στο σπίτι, άρα ήταν δώρο του ζωγράφου!». Που δεν είναι φυσικά…
Για ποια ονόματα, κυρίως, μιλάμε;
Νομίζω τα πάντα. Το ζήτημα είναι τι βολεύει ένα χέρι και τι κοινό έχει (ενν. με τον δημιουργό).
Τι «φεύγει» πιο εύκολα;
Ενας Μόραλης σιωπηρώς. Γιατί αν δούνε το έργο άνθρωποι που ξέρουν, ας πούμε η Ζουμπουλάκη, θα βεβαιώσουν ότι είναι πλαστό. Αρα, ο κανόνας λέει ότι αυτός που αγοράζει το ψεύτικο, δεν ρωτάει κάποιον «ειδικό». Ισως είναι και ένας υποσυνείδητος φόβος μήπως του πούνε «την πάτησες!». Δεν μπορεί να την έχει πατήσει όμως, γιατί είναι μάγκας! Ασε που πολλές φορές, στην αγοραπωλησία λένε «κοίταξε, τώρα πεθαίνει αυτός σε λίγο που μου το έδωσε, μη βγει ακόμη στην αγορά. Κράτησέ το λίγο μέσα!». Μετά ο άλλος το συνηθίζει σπίτι και το κρατάει. Ο Βασιλείου «ξεσκίστηκε» αυτά τα χρόνια. Και η κουτσή Μαρία έκανε, δεν σηκώνει άλλο! Γέμισε η αγορά Βασιλείου. Τελευταία γίνανε απόπειρες και με τον Παπαλουκά. Είχε συμβεί και παλιότερα, αλλά τώρα η δουλειά είναι πιο συστηματική. Τον πουλάει ένας εγγονός ενός πολύ γνωστού ονόματος. Μιας ηθοποιού πολύ γνωστής που σκοτώθηκε μετά την κατοχή. Αυτός γυρίζει παντού ως «βαποράκι» κι απ’ ό,τι λένε είναι και επιθετικός. Αν πεις και τίποτα, μπορεί και να σε βρίσει. Προσπαθεί να γεμίσει την αγορά με όσα προέρχονται πάντα από τη μεγάλη παραγωγή του Κολωνακίου.
Τότε πλαστογραφήθηκαν και εν ζωή καλλιτέχνες;
Βέβαια, μαζί με όλο τον ελληνικό 19ο αιώνα. Και μάλιστα από καλούς συναδέλφους που πεινούσαν στην κατοχή. Τα πιο ζητούμενα τότε ονόματα ήταν ο Βολανάκης και ο Γύζης. Αλλά φτιαχνόντουσαν ωραία έργα, με μεγάλη δυσκολία να τα αναγνωρίσεις.
Οταν λέτε «καλοί ζωγράφοι», ποιους εννοείτε;
Πολλοί καλοί και γνωστοί καλλιτέχνες, πριν καταξιωθούν στην αγορά της τέχνης έχουν αντιγράψει άλλους παλαιότερους. Το μεγάλο πάρτι, σου ξαναλέω, έγινε στην κατοχή. Προσπάθησε να δεις τι συμβαίνει: καταρρέει μια κοινωνία ολόκληρη και ανεβαίνουν οι μαυραγορίτες. Πολλοί από αυτούς συνέχισαν την οικονομική ζωή της Ελλάδας. Λόγω του εμφυλίου εντάχθηκαν πλήρως στον αστικό ιστό, ενσωματώθηκαν στα κυβερνώντα κόμματα της εποχής και αγόρασαν τα πάντα. Ξεκινούσαν με ακίνητα και φυσικά πήρανε και πίνακες. Ο Βολανάκης ήταν περισσότερο δημοφιλής γιατί είμαστε ναυτική χώρα. Εκείνη τη στιγμή δούλεψαν καλά χέρια, ειδικά μια παρέα τριών ζωγράφων.
Γνωστή;
Πολύ! Ο ένας είχε ανοίξει και δύο μαγαζιά και πούλαγε∙ οι άλλοι ζωγραφίζανε και υπήρχε μια παραγωγή καταπληκτική. Μετά τον πόλεμο συνεχίζεται, όχι από τους ίδιους γιατί δεν είχαν πλέον ανάγκη βιοπορισμού. Ενας από τους καλύτερούς μας ζωγράφους, στην αρχή της καριέρας του έφτιαξε και «Θεόφιλους». Ακόμη και στο βιβλίο της Εμπορικής για τον Θεόφιλο, έχει δύο εξαιρετικά έργα του. Οταν κάποια στιγμή ρωτήθηκε γι’ αυτά, απάντησε: «τι τα ψάχνεις, πόσο κάνω εγώ και πόσο ένας Θεόφιλος!». Ομως, αυτά είναι οι καλές περιπτώσεις, που είναι έργα τέχνης σε κάποιο επίπεδο. Εγώ τα αγαπώ αυτά τα έργα και έτσι τα αντιμετωπίζω: ως έργα υψηλής τέχνης. Διότι οι περισσότεροι στον χώρο μου είναι μια κατηγορία πιο κάτω, που προσπαθούν να μιμηθούν. Αυτό το μαζικό κενό το κάλυψε ο Ζαχαράκης κάποια στιγμή. Αυτός πούλαγε είτε στις δημοπρασίες που είχε στην Κανάρη, είτε απευθείας, αλλά πούλαγε μαζικά. Ολοι οι γιατροί και οι μηχανικοί της εποχής πήραν έργα από τον Ζαχαράκη.
Ο Ζαχαράκης τι έδινε κυρίως;
Τα πάντα! Και Γύζηδες και…
Παρθένη;
Α, καλά, αυτόν τον έχουν ξεσκίσει! Ρίχνουν πέντε πινελιές για να μοιάζει στα τελευταία του και λέει «Παρθένης». Δεν είναι έτσι τα πράγματα, θέλει περισσότερη δουλειά για να γίνει Παρθένης. Τους τα λέω εγώ, αλλά δεν ακούνε!
Εχουν περαστεί τέτοια έργα στα βιβλία του;
Εχουν περαστεί, όπως έχουν φτιαχτεί τέτοια βιβλία για τον Μπουζιάνη. Με μόνο ψεύτικα μέσα. Εκεί, όμως, με πιάνουν τα διαόλια μου!
Γιατί;
Γιατί ένας κακός πλαστογράφος πιάνει τον Μπουζιάνη, θεωρώντας ότι είναι μια μουτζούρα. Φτιάχνουν μια καρικατούρα, τη μουτζουρώνουν από πάνω, ενώ το πράγμα θέλει μελέτη! Κάτσε, λίγος σεβασμός εδώ.
Τώρα μου λέτε ότι «συνάδελφοί» σας δεν σέβονται τον Μπουζιάνη! Θα με τρελάνετε, αλλά πάει καλά.
Ακουσε. Υπάρχει μια κατηγορία καλών, που καταλαβαίνουμε το έργο αυτών που ζωγραφίζουμε, άρα μπορούμε να κατακτήσουμε τον «τρόπο» κι εκεί, κατά κανόνα, αγοράζει ο κόσμος. Τα έργα αυτά περνιούνται σε βιβλία, σε εκθέσεις, µέσα στην κοινωνία. Η µεγάλη όµως κατηγορία είναι της αρπαχτής. Οι άνθρωποι αυτοί είναι αµόρφωτοι. Φτιάχνουν πράγµατα που εύκολα αναγνωρίζονται από όσους καταλαβαίνουν.
Θυµάµαι από συνέντευξη της Μαργαρίτας Πουρνάρα, ότι πολλοί «συνάδελφοι» είναι από το εξωτερικό.
∆εν νοµίζω, όχι απόλυτα τουλάχιστον. Στην Ελλάδα για µεγάλο διάστηµα δούλεψε ένας Γερµανός. Τώρα έχει αποσυρθεί. Αυτός µάλιστα, δούλεψε πολύ καλά έργα! Θεόφιλο έκανε πολύ, αλλά και όλους τους εν ζωή ζωγράφους τότε, όπως τον Γαΐτη. Πούλησε καλά!
Αυτόν τον παραδέχεστε!
Βεβαίως! Γενικά κράτησε ένα ζωγραφικό επίπεδο και γέµισε όλες τις γκαλερί του Κολωνακίου. ∆εν ξέφτισε δηλαδή ώστε τα πλαστά του να πέσουν στο Μοναστηράκι και να φθηνύνουν. Πήρε καλά λεφτά - και δικαίως. Επίσης, αυτά που έχουµε δει στις δηµοπρασίες, για παράδειγµα της Αγγλίας ή της Γερµανίας, συνήθως είναι Ελληνες που τα τοποθετούν εκεί. Εχω ακούσει και για κάποιον που ζούσε στη Γερµανία κι έκανε, κυρίως, Ακριθάκη. Αλλά είναι Γερµανός, όχι Ελληνας. Αυτά όµως δεν τα έριχναν στις δηµοπρασίες της Γερµανίας, αλλά τα στέλνανε για πούληµα στην Ελλάδα. Πολύ καλά έργα!
Τα ζηλεύετε;
Ναι! Αυτός πρέπει να αντέγραφε πίνακες που περνούσαν από τις δηµοπρασίες εκεί. Αρα, τα είχε ζωντανά µπροστά του και τα έβλεπε. Είχε τέτοια ακρίβεια, που δεν δικαιολογείται αλλιώς. Συνήθως, αν βλέπεις το έργο που θέλεις να αντιγράψεις από φωτογραφία ή από βιβλίο, ούτε χρωµατικά θα το πετύχεις, αλλά είναι και εντελώς σε άλλη διάσταση. Θα σου φύγουνε γραµµές. Αρα, έγκειται µόνο στη δεξιοτεχνία του χεριού που το κάνει για να καλύψει αυτά τα κενά. Μπαίνει, λοιπόν, ο προσωπικός χαρακτήρας. Ο δικός µας. Εκεί εγώ υποκλίνοµαι!
Ο Ακριθάκης αυτή τη στιγµή είναι δηµοφιλής και πολύ ψηλά στην αγορά. Είναι πολλά αυτά τα έργα;
Πάρα πολλά δεν ήταν, αλλά ήταν αρκετά. Είχανε όµως υψηλό επίπεδο και πληρώθηκαν και ακριβά! Πληρώθηκαν ως γνήσια από ανθρώπους που κυνηγούσαν Ακριθάκη. ∆εν είναι ότι βρήκαν «ευκαιρία» στο Μοναστηράκι και το πήραν.
Ακούγεται περίεργο γιατί ο Ακριθάκης είναι «κοντινός» µας και υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν καλά το έργο του. Πώς δεν εντόπισαν αυτό που λέτε;
Παιδάκι µου, τώρα ασχολούνται πολλοί µε το έργο του Ακριθάκη. Την εποχή που γινόντουσαν αυτά -µια εικοσαετία πριν-, κανένας δεν είχε ασχοληθεί συστηµατικά. Ηταν κάποιοι ιστορικοί τέχνης, αλλά δεν ξέρω πόσο σοβαρά το πήραν. Τώρα το σινάφι σου είναι ο παράδεισος του πλαστογράφου.
Δηλαδή;
Κατά κανόνα είστε άσχετοι µε την τέχνη. Ενα διδακτορικό σε ένα ΤΕΙ ή δεν ξέρω πού και βγαίνεις ειδικός. Πού βρίσκεται η πραγµατική εµπειρία; Αρκεί η ακαδηµαϊκή εµπειρία µέσα από τα βιβλία; Πολλοί δεν έχουν πιάσει καν πίνακα. Και µάλιστα, όσοι παραµυθιάζονται, γίνονται η ιδανική κάλυψη για να παρουσιαστεί ένα έργο, να χωθεί σε µία έκθεση και να πάρει τον δρόµο του ως γνήσιο.
Γιατί θυµώσατε;
∆εν θύµωσα καθόλου. Απλώς το ψέµα έχει πολλά ποδάρια και σ’ αυτό το παιχνίδι οι παίχτες είναι πολλοί. Πριν από µερικά χρόνια, δεν ξέρω ποιος το έχει φτιάξει, ήταν ένας πάρα πολύ ωραίος Παρθένης. Φτιάξανε, λοιπόν, µια κόπια εξαιρετική και εκτέθηκε σε γκαλερί για να πουληθεί. Εκεί, λοιπόν, ο ιστορικός τέχνης ή δεν ξέρει ή αδιαφορεί. Είναι και µια άλλη γνωστή κυρία, που µε ένα 500άρικο σου δίνει πιστοποιητικό για ό,τι θες. Αλλος καθηγητής πανεπιστηµίου έδινε µε 500 ευρώ ό,τι πιστοποιητικό ήθελες. Φτιάχναµε τον Μαλέα, του πηγαίναµε πιστοποιητικό και γινόταν Μαλέας. Είναι πάρα πολύ απλά τα πράγµατα. Γι’ αυτό λέω: οι ιστορικοί τέχνης χρησιµεύουν, συνήθως, για να «σπρώχνουν» και να καλύπτουν, εν µέρει, την πλαστογραφία.
Αποδίδετε µόνο οικονοµικά κίνητρα;
Οχι. Αλλά σίγουρα θέλει κάτι παραπάνω για να αναγνωρίσεις ένα γνήσιο έργο. Και θεωρώ ότι ο ιστορικός τέχνης το κάνει µε ελαφρά τη καρδία αυτό το πράγµα, διότι ξέρει ότι δεν ξέρει και δεν καταλαβαίνει, άσχετα αν έχει γράψει ένα βιβλίο. Οπότε, δεν ενδιαφέρεται από κει και πέρα. Παίρνει απλώς το 500άρικο και δίνει το πιστοποιητικό.
Σήµερα ποιοι φεύγουν µε ευκολία;
Υπάρχει τεράστια ζήτηση για Μόραλη. Ε, θα τους φτιάξουµε Μόραλη! Κατά καιρούς είναι και «µόδες». Κάποτε, ας πούµε, και η κουτσή Μαρία έφτιαχνε Μαλέα. Τώρα έχει πέσει, δεν τραβάει. Κάποτε φτιαχνόταν µαζικά ο Βασιλείου, τώρα έπαψε. ∆εν συµφέρει δηλαδή τον άλλο να δουλέψει για να φτιάξει Βασιλείου. Κυκλοφορούν πάρα πολλοί, οι οποίοι µε τον καιρό θα ξεραστούνε σιγά σιγά.
Ο κόσµος θα συνεχίσει ν’ αγοράζει και µετά την πανδηµία;
Και βέβαια θα συνεχίσει, είναι φυσική ανάγκη η αγορά. ∆εν µπορεί ν’ αντισταθεί για να αποκτήσει κάτι. Μόλις περάσει η κρίση, µια κατηγορία ανθρώπων θα βγάλει στεναγµό ανακούφισης και θα πει «ζήσαµε»! Τι θα κάνουν λοιπόν για να το επιβεβαιώσουν; Θα αγοράσουν κάτι. Αν δεν βρουν άµεσα κάτι στην αγορά, αυτό το κενό θα το καλύψουµε εµείς, καλοί και κακοί, δεν έχει σηµασία.
Το παρουσιάζετε σαν «προσφορά». Να υποθέσω ότι αισθάνεστε καλά µε αυτό.
Μα και βέβαια, γιατί σου κάνει εντύπωση; Εµείς επιτελούµε κοινωνικό έργο.
Δεν έχετε ενοχές;
Φυσικά καµία! Πρέπει να καταλάβεις κάτι πάρα πολύ απλό: για τους περισσότερους, τους πιο συστηµατικούς ή µανιακούς αγοραστές, γενικά για τους συλλέκτες, η αγορά λειτουργεί σαν «ψυχίατρος». Γιατί να πετάξει τα λεφτά του σε έναν ψυχίατρο και να µην αγοράσει κάτι που θα το βλέπει και θα χαίρεται η ψυχούλα του; Όταν δεν βρίσκει αυτό που θέλει, ερχόµαστε εµείς και καλύπτουµε αυτή την ανάγκη. Συνήθως, όχι εν γνώσει του. ∆ιότι µόλις ο αγοραστής καταλάβει κάποια στιγµή ότι πήρε ψεύτικο, δεν το γυρίζει ποτέ πίσω. ∆εν θα πει ποτέ «εγώ την πάτησα!». Προσπαθεί να το δώσει παρακάτω. Αρα, γίνεται ο ίδιος προωθητής του πλαστού έργου. ∆εν θα χάσει τα λεφτά του, τουλάχιστον όλα, γιατί µπορεί το έργο να φύγει µισοτιµής, αλλά πάντως θα βρει θύµα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι είναι πολλοί οι παίχτες! Είναι µια ολόκληρη αλυσίδα.
Να τολµήσω κι αυτό. Χαίρεστε να βλέπετε έργο σας κάπου;
∆εν έχω ανάγκη, τα βλέπω κρεµασµένα παντού. Αλλά δεν είµαι µόνο εγώ. Ασε τις ιδιωτικές συλλογές, µην πάµε µακριά. Μπορεί να πας στην... (αναφέρει κρατικό ίδρυµα) και να βρεις, όχι µόνο από τη συλλογή (αναφέρει γνωστή συλλογή που έγινε δωρεά στο ίδρυµα), η οποία είχε πολλά ψεύτικα, αλλά και ένα σωρό άλλα πράγµατα στο ντεπό της. Το θέµα είναι ότι όταν ένα πλαστό έργο φτάσει σε έναν επίσηµο φορέα -µουσείο ή πινακοθήκη- έχει νοµιµοποιηθεί πλήρως, γιατί εκεί πλέον δεν υπάρχει οικονοµικός δόλος. Ο έµπορος είναι πάντα ύποπτος γι’ αυτό που πουλάει. Βγάζει κέρδος. Οταν όµως αυτό πάει σε ένα ίδρυµα, και έχει βγάλει κι ο επιµελητής τη µίζα του, νοµιµοποιείται το έργο.
Τώρα µιλάτε για µια άλλη, «επίσηµη» πλαστογραφία.
Ακριβώς! Εδώ έχουµε ένα ψεύτικο έργο που γίνεται αληθινό. Κι αν στην αρχή δεν γνώριζαν οι υπεύθυνοι, κάποιος στην πορεία θα τους το πει. Το θέµα είναι ξεκρεµάστηκε ποτέ; Οχι, δεν ξεκρεµιέται. Γιατί; ∆ιότι πλέον έχουν κοπεί παράβολα και, κυρίως, γιατί δεν µπορεί να αµφισβητηθεί η κρατική γνώση! Αυτό βέβαια ισχύει παντού και εµείς δεν αποτελούµε εξαίρεση.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 17 Μαρτίου