Του Σάκη Μουμτζή
Οι πράξεις των πολιτικών ηγετών πρέπει να είναι ενταγμένες σε μια στρατηγική, ώστε να παράγουν αποτέλεσμα και να έχουν κάποιο νόημα. Αν είναι αποσπασματικές και ευκαιριακές μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα ξεχαστούν, καθώς θα επικαλυφθούν από άλλα γεγονότα.
Κάπως έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους νησιώτες. Δύο ερμηνείες δόθηκαν για τα κίνητρα αυτής της ενέργειας.
Η πρώτη, υποστηρίζει πως η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε αυτές τις παροχές για να εξευμενίσει τους βουλευτές του κόμματος, εν όψει των επερχόμενων οδυνηρών μέτρων.
Η δεύτερη, βλέπει να διαγράφεται η πορεία προς εκλογές, στην οποία ακριβώς εντάσσονται αυτά τα ευεργετικά μέτρα. Τα προβλήματα της δεύτερης αξιολόγησης οδηγούν τον πρωθυπουργό – σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία – στην προσφυγή στις κάλπες, μέσω των οποίων και θα αποδράσει με ένα ευπρεπές ποσοστό.
Συντάσσομαι αναφανδόν με την δεύτερη εκτίμηση. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, νομίζω πως η ερμηνεία του «πολιτικού μασάζ» της κοινοβουλευτικής ομάδας πάσχει, καθώς δεν δίνει την απάντηση στο ερώτημα «και τι θα γίνει αν το κουαρτέτο θεωρήσει την μονομερή αυτή ενέργεια της κυβέρνησης ως αιτία διακοπής των συζητήσεων για την δεύτερη αξιολόγηση;» Και τι θα γίνει αν οι εταίροι – δανειστές επικαλούμενοι τα ασαφή στοιχεία του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος – που θα πιστοποιηθούν τον Απρίλιο του 2017 – ζητήσουν από την Ελληνική κυβέρνηση να μειώσει δραματικά τις οφειλές του Δημοσίου προς του ιδιώτες;
Η απάντηση είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί μια ακόμα ήττα, που δεν θα του αφήσει κανένα περιθώριο ανάκαμψης. Αλλά και τίποτα απ΄όλα αυτά να μην συμβεί, η ψήφιση των μέτρων για τα εργασιακά και τον συνδικαλισμό, θα καλύψει σε μηδενικό χρόνο και θα ξεθωριάσει τις όποιες θετικές εντυπώσεις αυτών των παροχών.
Αν όμως η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει εντάξει αυτά τα μέτρα στην πορεία προς τις εκλογές, τότε όχι μόνον θα αδιαφορήσει για τις αντιδράσεις των εταίρων-δανειστών, αλλά θα τις χρησιμοποιήσει για την δημιουργία κλίματος έντασης και πόλωσης, που είναι τα απαραίτητα στοιχεία για να ευδοκιμήσει η εκλογική στρατηγική του. Η επαναφορά της πολιτικής ως πολεμικής, που παράγει εχθρούς – τρόικα εσωτερικού – αποτελεί δομικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του εθνολαϊκιστικού μορφώματος που μας κυβερνά.
Μέσω αυτής της συγκρουσιακής διαδρομής ελπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανασυγκροτήσει, στο μέτρο του δυνατού, το αντιμνημονιακό μπλοκ και να ανασυνθέσει την συνείδηση του ΟΧΙ, επιδιώκοντας αυτός να είναι ο κύριος εκφραστής της. Εγχείρημα δύσκολο, λόγω των πεπραγμένων του, αλλά είναι η μοναδική του ελπίδα να επανασυσπειρώσει ένα μέρος των ψηφοφόρων του Σεπτεμβρίου 2015.
Το καθοριστικό σημείο είναι τα όρια της σύγκρουσης. Θα χρησιμοποιήσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς για να αποδράσει διατηρώντας τις δυνάμεις του πάνω από το 20%, ή θα βαθύνει την σύγκρουση μέχρι του σημείου να αμφισβητήσει την θέση της χώρας μας στην ευρωζώνη; Βέβαια, στην δεύτερη περίπτωση πιο λογική φαίνεται η προσφυγή σε δημοψήφισμα. Όμως αυτό το χαρτί ο ΣΥΡΙΖΑ το «έκαψε» το 2015. Ουδείς θα τον πάρει στα σοβαρά αυτήν την φορά.
Αυτές οι σκέψεις καταγράφηκαν πάνω στο δεδομένο πως οι άνθρωποι, και κατά συνέπεια και οι πολιτικοί, λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με ορθολογικά κριτήρια. Ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά και εντάσσοντας τις κινήσεις τους σε ένα σχέδιο.
Δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι. Πολλές φορές το θυμικό επικρατεί της λογικής και θολώνει και επηρεάζει την κρίση. Ο θυμός, το μίσος, η αγανάκτηση, η απόγνωση αλλά και η λατρεία, η πίστη, η αφοσίωση, καθοδηγούν σε πολλές περιπτώσεις την σκέψη και τις αποφάσεις των πολιτικών ηγετών αλλά και του λαού. Ο εγκλωβισμός και τα αδιέξοδα οδηγούν μετά βεβαιότητος σε αυτοκτονικές λύσεις. Η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες ανορθολογικές αποφάσεις με ολέθρια αποτελέσματα.
Εκείνο που μένει να δούμε είναι, αν τα 617 εκατομμύρια είναι της απόδρασης ή της απόγνωσης.