Του Σάκη Μουμτζή
Η «Μαύρη Δευτέρα» για τον ΣΥΡΙΖΑ πέρασε, αφήνοντας πίσω της τρία πολιτικά πτώματα—το γνωστό ζεύγος και την υπόθεση Novartis λόγω FBI—και τρεις πολυτραυματίες, τους επιδοματούχους υπουργούς της συγκυβέρνησης.
Έτσι, ο πρωθυπουργός βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα, αν θα κάνει ανασχηματισμό ή απλή αναπλήρωση του παραιτηθέντος ζεύγους.
Η εύκολη λύση είναι η δεύτερη. Θα βρει δύο στελέχη του και θα τα κάνει υπουργούς. Και η ζωή συνεχίζεται.
Αν όμως επιλέξει την λύση του ανασχηματισμού, γιατί θα θέλει να απομακρύνει και άλλους από την κυβέρνηση του, τότε θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα: ανασχηματισμός ρουτίνας ή ανασχηματισμός με πολιτικές προεκτάσεις;
Στην πρώτη περίπτωση, θα έχουμε την γνωστή ανακύκλωση προσώπων, την τήρηση εσωκομματικών και ενδοκυβερνητικών ισορροπιών και τελικό αποτέλεσμα: μηδέν εις το πηλίκον.
Στην περίπτωση όμως που ο Α.Τσίπρας επιλέξει έναν ανασχηματισμό, που θα σηματοδοτήσει αλλαγή πορείας της κυβέρνησης, ανοίγματα σε πρόσωπα και σε πολιτικούς χώρους, τότε αυτή η προσπάθεια του θα προσκρούσει σε εμπόδια που ο ίδιος έβαλε.
Το ζητούμενο για την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ηγεμονία της στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Η εγγενής αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει τις δυνάμεις του, παρέχει προς το παρόν μιαν ασφάλεια στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πάντα ο επαναπατρισμός έστω και ενός μικρού κομματιού του προς το γενέθλιο κόμμα, μπορεί να αποβεί σημαντική για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Έτσι την διεύρυνση, σε κυβερνητικό επίπεδο, προς τον χώρο της Κεντροαριστεράς, ο Α. Τσίπρας δεν την επιθυμεί για να κλέψει και άλλους ψηφοφόρους από αυτήν.
Ο,τι της έχει απομείνει είναι βαθύτατα αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μετακινείται με τίποτα.
Ο Α.Τσίπρας επιδιώκει υπουργοποιώντας στελέχη του Κεντροαριστερού χώρου, να σφραγίσει τον δικό του χώρο. Να αποτρέψει τυχόν διαρροές –έστω μικρές—προς το ΠΑΣΟΚ. Αυτό τον ενδιαφέρει.
Όμως έχει δημιουργήσει ο ίδιος ένα πνιγηρό κλίμα με την γνωστή σκευωρία, έχει προκαλέσει μια πολωτική κατάσταση, που δύσκολα θα πείσει αυτά τα στελέχη με τα οποία συνομιλεί να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση του.
Άλλωστε, ποιος σοβαρός πολιτικός, θα γινόταν υπουργός σε μια παραπαίουσα κυβέρνηση; Ή ποιος θα ήθελε να συμμετέχει στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο με τον κάθε Πολάκη; Ή ποιος θα ήθελε οι πράξεις του να πρέπει να τυγχάνουν της εγκρίσεως της «εφημερίδας της κυβερνήσεως;»
Η οποιαδήποτε απόπειρα σοσιαλδημοκρατικοποιήσεως του ΣΥΡΙΖΑ είναι εξ αρχής υπονομευμένη. Ριζοσπαστική Αριστερά και σοσιαλδημοκρατία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες νεόκοπων προξενητάδων, δεν μπορούν να συμβαδίσουν.
Μάλιστα, είναι απορίας άξιον, πώς η κυρία Φ.Γεννηματά, που βλέπει πρωτοκλασάτα στελέχη του κόμματος της να έχουν στοχοποιηθεί με την γνωστή σκευωρία, δεν θέτει θέμα αποπομπής του ΣΥΡΙΖΑ από την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομάδα, έστω και υπό την μορφή του παρατηρητή με την οποία παρίσταται.
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τον δρόμο της πόλωσης και της ρήξης, κάτι που θα το βρίσκει από εδώ και εμπρός συνεχώς μπροστά της. Ο ανασχηματισμός είναι το μικρότερο πρόβλημα.
Πολύ σύντομα θα κληθεί να διαχειρισθεί την επίλυση του Σκοπιανού, την Τουρκική επιθετικότητα και τις Ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Θα μπορέσει να αντεπεξέλθει έχοντας σύσσωμη την συνταγματική αντιπολίτευση απέναντι της;
Όπου έστρωσε, εκεί θα κοιμηθεί.