Για την υπόθεση της λύσης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου των ταχυδιανομέων μιας εταιρείας διανομής έτοιμων γευμάτων και την πρόταση για συμμετοχή των πρώην εργαζομένων της, σε σχήμα συνεργασίας freelancing, έχουν γραφεί πολλά. Από άρθρα καταγγελίας όχι μόνο για την εταιρεία, αλλά και για την κυβέρνηση, μέχρι και άρθρα υπεράσπισης των πρακτικών της εταιρείας. Σκοπός μας σήμερα, είναι η απλή, κατανοητή και ψύχραιμη ανάλυση τους συμβάντος.
Η εταιρεία πρότεινε στους διανομείς που παρουσιάζουν χαμηλή αξιολόγηση σύμφωνα με τα κριτήρια παραγωγικότητας της εταιρείας, να αλλάξουν τον τρόπο συνεργασίας τους με την εταιρεία. Από υπάλληλοι να γίνουν freelancers, δηλαδή συνεργάτες. Σύμφωνα δε με τις καταγγελίες που γίνονται, η κίνηση αυτή της εταιρείας βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα του νέου εργασιακού νόμου της κυβέρνησης, του γνωστού και ως νόμου Χατζηδάκη. Επιπλέον αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ διακινεί και τη θέση, ότι «η αλλαγή της σχέσης εργασίας των ντελιβεράδων της εταιρείας έγινε με το νόμο Χατζηδάκη».
Επομένως, δύο είναι τα σημεία πού χρήζουν αναλύσεων και απαντήσεων.
Το πρώτο είναι αν η εταιρεία ακολουθεί το γράμμα του νόμου και το δεύτερο είναι αν ο νόμος Χατζηδάκη καλύπτει νομικά αυτές τις ενέργειες.
Ας δούμε ποια είναι η σημερινή κατάσταση στην εταιρεία. Η εταιρεία έχει 3.700 υπαλλήλους, εκ των οποίων οι 3.000 είναι διανομείς και η πρόταση για την αλλαγή του τρόπου συνεργασίας με την εταιρεία προτάθηκε σε 115 διανομείς, των οποίων η σύμβαση λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.
Η συνεργασία της εταιρείας με τους διανομείς γίνεται είτε μέσω εξηρτημένης εργασίας, δηλαδή, μέσω συμβάσεων αορίστου η ορισμένου χρόνου ή μέσω ανεξάρτητης συνεργασίας.
Στη σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι διανομείς λαμβάνουν τις αποδοχές τους, προσαυξήσεις σε ημέρες και ώρες που προβλέπονται, ασφαλιστικές εισφορές, μηνιαίο bonus απόδοσης, μηνιαία παροχή σε κάρτα καυσίμων, ιδιωτική ασφάλεια, αποζημίωση δικύκλου, πλήρη επαγγελματικό εξοπλισμό, εκπαίδευση και ευκαιρίες εξέλιξης.
Στη σχέση ανεξάρτητης συνεργασίας (freelancer), οι διανομείς λαμβάνουν υψηλότερες αποδοχές, αμοιβή ανά παραγγελία, πρόσθετη αμοιβή ανάλογα με τις χιλιομετρικές αποστάσεις, παροχή επαγγελματικού εξοπλισμού, προσωπικό προγραμματισμό στις ώρες και ημέρες εργασίας, απόλυτο έλεγχο των αποδοχών τους και εκπαίδευση. Και φυσικά δεν είναι «ελεύθεροι επαγγελματίες» σαν αυτούς που έχουμε συνηθίσει, διότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με τον τρόπο που γνωρίζουμε στην ελεύθερη αγορά.
Τα έσοδα της συγκεκριμένης εταιρείας, προέρχονται από τις χρεώσεις που κάνει προς τα συνεργαζόμενα καταστήματα εστίασης που ανέρχονται σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από 16% έως 25% μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Προφανώς και υπάρχουν διαδρομές, περιοχές, καταστήματα εστίασης και διανομείς που προσφέρουν σημαντικά έσοδα στην εταιρεία, αλλά και άλλες που οδηγούν σε ζημίες. Είναι προφανές ότι η εταιρεία θέλησε «να απαλλαγεί», από διανομείς που σαν ξεχωριστά «κέντρα κέρδους», δεν προσέφεραν τα αναμενόμενα.
Άλλωστε η περίοδος των παχέων αγελάδων για τις εταιρείες διανομής έτοιμων γευμάτων από το lockdown, πρόσκαιρα έχει περάσει, αφού επιστρέφουμε στην προ Covid κανονικότητα, όσον αφορά στην κοινωνική ζωή μας. Επομένως, η απόφαση της εταιρείας που προφανώς ελήφθη με καθαρά κριτήρια βιωσιμότητας, ανάπτυξης και κερδοφορίας, ήταν πιθανόν και είναι ορθή με επιχειρηματικούς όρους.
Όμως δεν αρκεί μια απόφαση να είναι ορθή επιχειρηματικά. Θα πρέπει να ακολουθεί τους νόμους του κράτους. Και έτσι τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:
Οι 115 διανομείς, ως μισθωτοί, για πόσα χρόνια εργάζονταν στην εταιρεία; Πόσες φορές είχαν ανανεώσει τις συμβάσεις τους με την εταιρεία; Διότι εάν εργάζονταν πάνω από τρία χρόνια ή αν είχαν ανανεώσει τις συμβάσεις τους πάνω από τρις φορές, τότε είναι κατά τεκμήριο εργαζόμενοι αορίστου χρόνου, άρα η μη ανανέωση της σύμβασής τους, σημαίνει απόλυση. Μάλιστα όπως αναφέρει ο νομικός Αθανάσιος Τσούρας, εάν η απόλυση ξεπερνά το 5% των εργαζομένων ή πάνω από 30 εργαζομένους σε επιχείρηση που απασχολεί πάνω από 150 εργαζομένους, τότε είναι ομαδικές απολύσεις και γίνονται με την ειδική διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για τις ομαδικές απολύσεις.
Επίσης, οι πάροχοι ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου, δηλαδή οι freelancers, έχουν πολύ συγκεκριμένα δικαιώματα, όπως να αρνούνται συγκεκριμένες παραγγελίες, να συνδέονται στην πλατφόρμα και να αποσυνδέονται από αυτήν όταν θέλουν και να δουλεύουν ακόμα και για ανταγωνιστές της εταιρείας. Και αν δεν συμβαίνουν όλα αυτά, τότε και πάλι θεωρούνται μισθωτοί, ανεξάρτητα τη «ονομασίας» της σύμβασης τους. Κι αυτό είναι κάτι που προβλέπεται από τον λεγόμενο νόμο Χατζηδάκη, τον περίφημο ν. 4808/2021. Πού αποσκοπεί λοιπόν εργασιακά, η εταιρεία με την πρόταση που κάνει;
Μπορεί η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, να επιθυμεί να ξεσηκώσει τον κόσμο, με αφορμή τα ανωτέρω γεγονότα, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να εμπλέκει την οικογένεια του πρωθυπουργού στη μετοχική βάση της συγκεκριμένης εταιρείας. Όμως ο νόμος που επιτρέπει τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στον συγκεκριμένο χώρο, είναι παλαιός, εφαρμόζεται σε όλη την ΕΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση ούτε τον κατάργησε, ούτε τον αντικατέστησε, ενώ είχε τη δυνατότητα αυτή επί τέσσερα χρόνια.
Η συγκεκριμένη απόφαση, που θα κριθεί στα δικαστήρια για τη νομιμότητα της, δεν έχει καμία σχέση με το νόμο Χατζηδάκη. Ίσα – ίσα που τα δικαιώματα των εργαζομένων στις «πλατφόρμες», μέσω του νόμου Χατζηδάκη, ενισχύθηκαν από τον συγκεκριμένο νόμο που επέβαλε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την κάλυψη του εξοπλισμού τους και τη δυνατότητα τους να συνδικαλιστούν.
Ωστόσο, η αντιπολίτευση αντί να εστιάσει στην παραβατικότητα της εταιρείας, στην κατάχρηση των διατάξεων του εργασιακού νόμου και να περιμένει να επιβάλλουν οι αρμόδιες εποπτικές τις προβλεπόμενες κυρώσεις, προσπαθεί να παρουσιάσει την ενέργεια της εταιρείας ως σύννομη και σύμφωνη με το νόμο Χατζηδάκη. Ενώ γνωρίζει καλά ότι ο συγκεκριμένος νόμος δεν έχει την παραμικρή σχέση με την κίνηση της εταιρείας, διαστρεβλώνοντας το περιεχόμενο του, που ενισχύει τα δικαιώματα των εργαζομένων στο συγκεκριμένο εργασιακό χώρο και όχι μόνο.
Σχετικά με το νόμο Χατζηδάκη μπορείτε να ανατρέξετε στα άρθρα «Το ψηφιακό εργασιακό περιβάλλον και το υπουργείο Εργασίας» και «Η εργασία στον 21ο ψηφιακό αιώνα και τα φουγάρα του Λίβερπουλ».