Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η μεθοδευμένη και καλά σχεδιασμένη πτώση της χώρας από το κάστρο της Ευρωζώνης, και συνακόλουθα από το «βασίλειο» της Ευρώπης, στον γκρεμό της αντιδημοκρατικότητας και της ανομίας, θα σήμαινε πολλά πράγματα για τη χώρα: τα επακόλουθα, βαμμένα όλα τους στην απόγνωση και στο αίμα (κατά κυριολεξίαν αίμα, και διόλου μεταφορικά), θα ήταν σαρωτικά και θα βύθιζαν τα πάντα στο χάος, μέχρι την επιβολή μίας ακριβώς στρατιωτικής δικτατορίας. Να με συμπαθάτε για τη σιγουριά, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα: η Ελλάδα δεν θα άντεχε τα κουπόνια στα είδη πρώτης ανάγκης ή τη βενζίνη με δελτίο και μόνο για κάποια μέλη κάποιου κόμματος ή και για τα σώματα Ασφαλείας. Δημοκρατική και ειρηνική Ελλάδα χωρίς ίντερνετ (για να πούμε το απλούστερο) και ηλεκτρικό ρεύμα όλη τη μέρα απλώς δεν υπάρχει. Η ψαλίδα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μας έκοβε τα πόδια στην αρχή, και το κεφάλι στη συνέχεια. Για να μη μιλήσουμε για τις συμμορίες, τις μαφίες και τις πολιτοφυλακές που μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ήταν το πραγματικό κράτος.
Αλλά, μολονότι από την αδιανόητη κατρακύλα δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να γλιτώσει κανείς (ούτε βέβαια αυτοί που την επιδίωκαν: θα καρατομούνταν αυθωρεί — εξ ου και υπαναχώρησαν άλλωστε την τελευταία στιγμή όταν κατάλαβαν ότι κινδύνευαν οι ίδιοι…), μόλο που, ξαναλέω, όλοι μας θα καταστρεφόμασταν, εκείνοι που θα καταστρέφονταν διπλά και πρώτοι-πρώτοι δεν είναι άλλοι από τους ξένους που ζουν εδώ: ένα εκατομμύριο άνθρωποι, οι περισσότεροι οικογενειάρχες.
Δεν μπορούμε, ούτε θέλουμε, να φανταστούμε τι σημαίνει να ζεις σε μια ξένη χώρα, κι ας την αισθάνεσαι πια δική σου, μία χώρα στην οποία ήρθες με χίλιες δυο στερήσεις για να ζήσεις καλύτερα εσύ και τα παιδιά σου, και η χώρα αυτή να αυτοκαταστρέφεται με πάταγο. Να μην μπορεί πια να σε θρέψει. Το μόνο που σου μένει, και καθώς ο λίγο ή πολύ συγκαλυμμένος ρατσισμός των ντόπιων τώρα θα άρχιζε να φτύνει δηλητήριο πάνω στα μούτρα σου, είναι να σηκωθείς και να φύγεις — να φύγεις, να ξεσπιτωθείς, να μεταναστεύσεις ξανά. Για πού; Δεν έχει σημασία. Για την πατρίδα σου, ή για οπουδήποτε αλλού. Αρκεί να μην είσαι εδώ τώρα που όλα καταρρέουν και βρομάνε μπαρούτι. Είσαι (πάντα ήσουν, πόσο δε μάλλον τώρα) ο πιο αδύναμος κρίκος.
Αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, η κυνική αναισθησία απέναντι στους ξένους (για τους δικούς μας, μά τον Θεό, δεν με νοιάζει το ίδιο — ας νοιαστούν άλλοι, εγώ είμαι μόνο με το μέρος όσων θέλουν να δουλεύουν και να καταναλώνουν ωραία πράγματα), η αδιαφορία απέναντι σε τόσες ψυχές, που θα ήταν τα πρώτα θύματα του Grexit, είναι που ποτέ μου δεν πρόκειται να ξεχάσω και να συγχωρήσω στον ΣΥΡΙΖΑ και στους ψηφοφόρους του. Δεν μπορώ να το κάνω: «με ξεπερνά», που λένε. Και γι' αυτό και ο εξομολογητικός τόνος και η εμπλοκή. Δεν γίνεται να ξεπεραστεί κάτι τέτοιο. Είναι καθαρά προσωπικό θέμα.
Δεν είναι καινούργιο όλο αυτό: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακάλυψε, δεν εφηύρε, δεν επινόησε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Ίσα-ίσα που ακολουθεί, όπως κάνει πάντα η Ριζοσπαστική Αριστερά, βήματα που έγιναν πολλές φορές στο παρελθόν — μπροστά στο κόμμα και τις μασέλες του, οι άλλοι δεν έχουν σημασία: δεν υπάρχουν, παρά μόνο σαν ενοχλητικές σκιές. Είναι παράπλευρα θύματα, στατιστικώς δικαιολογημένα από την Ιστορία.
Η πραγματικότητα και οι Σύμμαχοί μας απέτρεψαν το καλά οργανωμένο σχέδιο, και η χώρα, παρά την τρομακτική ύφεση στην οποία τη βύθισε η καταστρεπτική διακυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ και το αδελφό του, επίσης εθνικιστικό και λαϊκιστικό, κόμμα, τους ΑΝΕΛ, συνεχίζει να υπάρχει, με όλους τους ανθρώπους της (έστω: πλην όσων «πτυχίων» έφυγαν άρον-άρον για να ζήσουν τη ζωή τους και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, «να κυνηγήσουν την ευτυχία», σε ασφαλή κράτη), και βέβαια με τους ξένους της — αυτούς που με τη δουλειά τους την τελευταία εικοσαετία έχτισαν όλα της τα μεγάλα έργα και κρατούν ακόμη ζωντανό το Ασφαλιστικό της σύστημα, μεταξύ άλλων.
Όμως η φρικώδης αυτή κυβέρνηση δεν σταμάτησε εκεί. Τώρα πια είχε να τα βάλει με τους ικέτες των πολέμων και της ακραίας φτώχειας, αυτούς που θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο, όχι για μια καλύτερη ζωή, αλλά απλώς για να επιβιώσουν.
Η στάση της απέναντι στους οικονομικούς λαθρομετανάστες και τους πρόσφυγες, από την πρώτη στιγμή που πήρε την εξουσία μέχρι και σήμερα, είναι αισχρή, ποταπή και δολοφονική: είναι απάνθρωπη και ντροπιαστική για όλους μας. Οι ίδιοι π αυτοί ου έβγαζαν κροκοδείλιους δεκάρικους για το «κολαστήριο της Αμυγδαλέζας», οι ίδιοι εκείνοι πολιτευτές που μιλούσαν με τερατώδη ξεδιαντροπιά για ανοιχτά σύνορα, για θάλασσες χωρίς σύνορα, για «ανθρωπισμό», «διεθνισμό» και «αλληλεγγύη» (ή απλώς για άδειασμα τζιχαντιστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση…), οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο τους μετανάστες, τους έπαιξαν στη ρουλέτα των διαπραγματεύσεων, τους «εργαλειοποίησαν», τους χρησιμοποίησαν για να εκβιάσουν ή απλώς για να πάρουν χαρτζιλίκι, τους έκλεψαν και τους βασάνισαν — και εξακολουθούν να τους βασανίζουν. Ξεδιάντροπα. Ελεεινά. Και χωρίς να κοκκινίζουν, ή ΕΣΤΩ να ζητήσουν μία συγγνώμη.
Σήμερα, το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης προσφύγων της Μόριας έχει κριθεί ακατάλληλο και επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, που δίνει προθεσμία 30 ημερών στο αρμόδιο υπουργείο για την αποκατάσταση όλων των σχετικών προβλημάτων. Η ζωή των ξένων μας εκεί είναι μία διαρκής ΚΟΛΑΣΗ. Οι άνθρωποι, νέοι, ενήλικες, παιδιά, στοιβάζονται σαν ζώα μέσα σε παραπήγματα που τα τρώνε τα λύματα και τα ποντίκια.
Αλλά αυτό βέβαια ουδόλως κάνει το αυτί των κυβερνώντων μας να ιδρώνει. Δεν τους νοιάζει. Τους νοιάζει μόνο να τρενάρουν άλλους δυο-τρεις μήνες τις εκλογές (στις οποίες ασφαλώς και θα καταβυθιστούν) για να μοιραστούν ακόμα «λίγα» από τα οφέλη του καπιταλισμού: λεφτά, δύναμη, εξουσία — δουλίτσες, εν ολίγοις.
Έχουμε πει, σε άλλο σημείωμα, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί εύκολα να συγκριθεί με ένα εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του προηγούμενου αιώνα. Όμως η αγάπη του για τον απολυταρχισμό, το βρυχώμενο μίσος του για την Ελευθερία του Τύπου και η σοκαριστική απέχθειά του για τους ξένους —κι ας μην κοροϊδεύουν τον εαυτό τους οι φίλοι του, κάποιοι από αυτούς είναι και σοβαροί άνθρωποι— σήμερα μόνο έναν άλλο ξένο ηγέτη φέρνει στο μυαλό, μόνο με έναν άλλο Ευρωπαίο μπορεί να ταυτιστεί: με τον Βίκτορ Όρμπαν.