Του Σπύρου Βλαχόπουλου*
Η συζήτηση του τελευταίου χρονικού διαστήματος για τα fake news επανέφερε με ιδιαίτερη ένταση το ερώτημα εάν υπάρχουν όρια στην εκφορά του δημόσιου λόγου. Το Σύνταγμά μας στο άρθρο 14 παρ. 1 κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης και την ανεμπόδιστη διάδοση στοχασμών, ιδεών και πληροφοριών, υπό την προϋπόθεση τήρησης των νόμων του κράτους.
Ομοίως, το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατοχυρώνει την ελευθερία της κάθε είδους έκφρασης, ταυτόχρονα όμως κατοχυρώνει τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων περιορισμών σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Τα ανωτέρω βέβαια δεν σημαίνει ότι μπορούν να επιβληθούν αδιακρίτως και χωρίς προϋποθέσεις περιορισμοί στον δημόσιο λόγο. Λόγω της σημασίας που έχει για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας ο δημόσιος διάλογος, ο κανόνας είναι η ανεμπόδιστη έκφραση κάθε γνώμης -ακόμη και της πιο ακραίας και της πιο ανατρεπτικής και της πιο προκλητικής- και η απόλυτη εξαίρεση ο περιορισμός της.
Περαιτέρω και επειδή μηχανισμοί λογοκρισίας οποιουδήποτε είδους δεν είναι συμβατοί με το φιλελεύθερο κράτος, δεν επιτρέπεται η εκ των προτέρων (προληπτική) παρεμπόδιση της δημόσιας έκφρασης, παρά μόνον η εκ των υστέρων επιβολή κυρώσεων, κυρίως αποζημιωτικού χαρακτήρα γι' αυτόν που έχει θιγεί στην προσωπικότητά του.
Και πάλι όμως αυτές οι κατασταλτικές κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται με ιδιαίτερη φειδώ και πάντοτε με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, αφού υπάρχει ο κίνδυνος και η απειλή ακόμη επιβολής εκ των υστέρων κυρώσεων να λειτουργήσει προληπτικά και να οδηγήσει σε ένα είδος «chilling effect», στην αυτολογοκρισία δηλαδή αυτού που θέλει να εκφραστεί δημόσια και στη φίμωση της ελεύθερης έκφρασης σε δημόσια θέματα, σε βάρος τελικά της ίδιας της δημοκρατίας.
Η κρίσιμη πάντως διάκριση είναι αυτή που έχει γίνει πολλές φορές στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ήτοι η διάκριση μεταξύ αξιολογικών κρίσεων και διάδοσης αναληθών γεγονότων. Οι αξιολογικές κρίσεις και οι χαρακτηρισμοί, τουλάχιστον για τα δημόσια πρόσωπα που κατέχουν πολιτειακά αξιώματα, είναι καταρχήν απεριόριστες και μπορούν να θεμελιώσουν την επιβολή κυρώσεων μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου ο δημόσιος λόγος συνιστά έμπρακτη προσβολή της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ).
Τελείως διαφορετική είναι η περίπτωση όπου κάποιος δημόσια διαδίδει αναληθείς ισχυρισμούς ως προς το εάν συνέβη ή δεν συνέβη κάτι, θίγοντας την προσωπικότητα κάποιων προσώπων. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τόσο τα fake news όσο και η συκοφαντική δυσφήμηση, η διάδοση δηλαδή αναληθών ισχυρισμών εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Η επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατή, αφού το Σύνταγμα προστατεύει την ελευθερία του λόγου και όχι το ψέμα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η μοναδική περίπτωση που το Σύνταγμά μας (άρθρο 61) επιτρέπει την ποινική δίωξη βουλευτή για γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είναι αυτή της συκοφαντικής δυσφήμησης.
*Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευή 24 Αυγούστου