Αν επιχειρηθεί να εφαρμοστεί και στα ελληνοτουρκικά, η μέθοδος των Πρεσπών, τότε φοβάμαι ότι θα οδηγηθούμε στην μεγαλύτερη κρίση και συνεπακόλουθη ρήξη στο πολιτικό σύστημα από το 1974», τονίζει στο Liberal.gr ο Κώστας Λάβδας, κάνοντας λόγο για την πιο αυταρχική άσκηση εξωτερικής πολιτικής από τη μεταπολίτευση.
Σχολιάζοντας το κλίμα που καλλιεργείται από βουλευτές και στελέχη της κυβέρνησης «να μπει και η Τουρκία στο ενεργειακό παιχνίδι», ο καθηγητής του Παντείου το χαρακτηρίζει επικίνδυνο, καθώς όπως λέει, «εδώ αναφερόμαστε ουσιαστικά σε τουρκικές απαιτήσεις πέραν των νομίμων, σε πιέσεις για συνεκμετάλλευση και δυνητική συγκυριαρχία στο Αιγαίο, μια στόχευση της Τουρκίας από δεκαετίες».
Εξηγεί με νόημα ότι δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος να βιαζόμαστε να "επιλύσουμε τα όποια ζητήματα τίθενται από την Άγκυρα", και ότι οι δηλώσεις και πρωτοβουλίες των τελευταίων ημερών ξεπερνούν τη διάσταση που πολλοί υπέθεταν ότι είχε η πρόσφατη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν, δηλαδή να πάει η Αθήνα προς τις εκλογές με ηρεμία στα ελληνοτουρκικά.
Σχολιάζοντας μάλιστα την αποκάλυψη ότι ο Αλ.Τσίπρας πρότεινε στον Ερντογάν, η Τουρκία να είναι το 2021 τιμώμενη χώρα στη ΔΕΘ καθώς ολοκληρώνονται 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, μιλά "για μια σταδιακή διαδικασία «μονομερούς ιδεολογικού αφοπλισμού» της ελληνικής κοινωνίας, που έχει επιταχυνθεί εξαιρετικά το τελευταίο οκτάμηνο, και εκφράζεται με ένα λόγο που ενοχοποιεί τον πατριωτισμό".
“Φτάσαμε να αντιμετωπίζουμε το 1821 ως «ταξικό» για κάποιους, «φιλελεύθερο» για άλλους, και όχι ως εμβληματική εθνική ανασυγκρότηση για την ανεξαρτησία της ελληνικής πολιτικής κοινότητας", όπως λέει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Οι εδώ και καιρό δηλώσεις βουλευτών και στελεχών της κυβέρνησης για "λύση α λα Πρέσπες" στα ελληνοτουρκικά, πιστεύετε ότι γίνονται από αφέλεια ή επιχειρείται η προετοιμασία της κοινής γνώμης για την απόπειρα μιας fast track λύσης σε Αιγαίο και Μεσόγειο;
Είναι αξιοπερίεργο, αλλά πρόκειται ουσιαστικά για συνεχή διάνοιξη ευκαιριών για τους ανταγωνιστές στην περιοχή. Είτε με παθητικότητα απέναντι στην μεταχείριση της εθνικής μειονότητας στην Αλβανία και παράλληλη ανοχή απέναντι στις επεκτατικές αντιλήψεις για την «Μεγάλη Αλβανία» είτε με τη συμφωνία που – όπως εξηγήσαμε από τον Ιούνιο – παραδίδει στη Βόρειο Μακεδονία και τη γλώσσα και τον προσδιορισμό «μακεδονικός», με σαφέστατη εθνική υποχώρηση σε σχέση με την πάγια πολιτική της Ελλάδας.
Αυτή η διάνοιξη ευκαιριών για τους πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές περιλαμβάνει δυστυχώς ακόμη και την Τουρκία, που αποτελεί το κύριο και από πολλές πλευρές δομικό πρόβλημα για εμάς στην περιοχή. Ακόμη και την Τουρκία, σε σχέση με την οποία υποτίθεται ότι θα επιτυγχάναμε οφέλη εάν κλείναμε την εκκρεμότητα με τα Σκόπια.
- Πώς εκλάβατε τη δήλωση Κοτζιά από τους Δελφούς που αναφερόμενος στις ανακαλύψεις κοιτασμάτων στην Κυπριακή ΑΟΖ, είπε "δεν πρέπει να φαίνεσαι μοναχοφάης και να λες είναι όλα δικά μου"; Τι μπορεί να εξυπηρετεί μια τέτοια δήλωση, ότι πρέπει να προσφερθεί προοπτική συμμετοχής της Τουρκίας στις ενεργειακές ανακαλύψεις της Μεσογείου, όταν η Άγκυρα αμφισβητεί το δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες του Καστελόριζου, της Κύπρου, ακόμη και της Κρήτης;
Αντιλαμβάνομαι την επιθυμία της Αθήνας να πάει σε προεκλογική περίοδο με ηρεμία στα εξωτερικά. Εύλογα υπέθεσαν πολλοί ότι εκεί εντασσόταν και η νέα συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν. Όμως οι δηλώσεις και οι πρωτοβουλίες των τελευταίων ημερών ξεπερνούν αυτή τη διάσταση.
Π.χ. η άποψη «να μπει και η Τουρκία στο ενεργειακό παιχνίδι» μοιάζει λογική και ακίνδυνη αλλά δεν είναι. Πρώτον διότι η Τουρκία είναι ήδη στο ενεργειακό παιχνίδι, όπως άλλωστε και η Κύπρος και η Βουλγαρία και η Ιταλία και η Αίγυπτος και το Ισραήλ, εμείς αντιθέτως έχουμε καθυστερήσεις και αμφιταλαντεύσεις.
Και δεύτερον διότι εδώ αναφερόμαστε σε απαιτήσεις της Τουρκίας πέραν των νόμιμων, εδώ αναφερόμαστε ουσιαστικά σε πιέσεις για συνεκμετάλλευση και δυνητική συγκυριαρχία στο Αιγαίο, μια στόχευση της Τουρκίας από δεκαετίες.
Με την Τουρκία έχουμε μια ανοικτή διμερή διαφορά, αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα. Βεβαίως προκύπτουν ζητήματα μεταξύ γειτόνων και δη συμμάχων γειτόνων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς έχουμε κάποιο λόγο να βιαζόμαστε να «επιλύσουμε» τα όποια ζητήματα τίθενται από την Άγκυρα.
Άλλωστε, το γεγονός ότι είμαστε και σύμμαχοι εντός του ΝΑΤΟ σημαίνει ότι έχουμε κάθε λόγο καταρχήν να δηλώνουμε ότι θεωρούμε ότι τα ζητήματα δεν μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση. Οπότε, προς τι η βιασύνη στα ελληνοτουρκικά; Πρέπει να αντιληφθούμε εκ νέου την ξεχασμένη αξία της εκκρεμότητας, σε ορισμένα περιβάλλοντα και συγκυρίες. Η Αθήνα δεν πρέπει να συρθεί σε διαπραγμάτευση-πακέτο, κάτι που πάντοτε επιθυμούσε η Άγκυρα.
Εκτός εάν η εμμονή με την «επίλυση» των προβλημάτων και στα ελληνοτουρκικά οφείλεται σε τυχόν συμφωνία με τους εταίρους το φθινόπωρο του 2015 για επιστροφή σε μια σχετική κανονικότητα εντός της Ευρώπης (μετά το μνημειώδες φιάσκο της διαπραγμάτευσης και του ψευδο-δημοψηφίσματος) με όρους που περιλάμβαναν, εκτός από την «επίλυση» του Μακεδονικού, και την «ομαλοποίηση» των σχέσεων Τουρκίας – Ελλάδας και Τουρκίας – Ευρώπης.
- Πώς σχολιάζετε την αποκάλυψη ότι ο Α. Τσίπρας πρότεινε στον Ερντογάν να αποτελέσει η Τουρκία τιμώμενη χώρα στη ΔΕΘ του 2021, καθώς συμπίπτει με τη συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821;
Θα έπρεπε να είναι κυριολεκτικά αδιανόητη. Αλλά δυστυχώς δεν είναι, εξαιτίας παραγόντων που ανάγονται στα χαρακτηριστικά της σημερινής κυβέρνησης αλλά και σε κάποια περισσότερο μακροχρόνια στοιχεία της πολιτικής κουλτούρας της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών.
Όπως είχα γράψει προ ετών, παρακολουθούμε μια σταδιακή διαδικασία «μονομερούς ιδεολογικού αφοπλισμού» της ελληνικής πολιτείας και της ελληνικής κοινωνίας. Η διαδικασία αυτή δεν σχετίζεται με την αναζήτηση όλων μας για ειρηνική συνύπαρξη που προϋποθέτει αμοιβαία οφέλη και σεβασμό.
Εκφράζεται με μονομερή υποχωρητικότητα και βασίζεται σε μια συνεχή διάβρωση της αντίληψης περί εθνικού συμφέροντος παράλληλα με την επικράτηση στη δημοσιότητα, τα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια, ενός λόγου που ενοχοποιεί τον πατριωτισμό. Και αυτό σε ένα γεωγραφικό περιβάλλον που δυστυχώς κάθε άλλο παρά μοιράζεται τέτοιες αντιλήψεις.
Φτάσαμε να αντιμετωπίζουμε το 1821 ως «ταξικό» για κάποιους, «φιλελεύθερο» για άλλους. Και όχι ως εμβληματική εθνική ανασυγκρότηση για την ανεξαρτησία της ελληνικής πολιτικής κοινότητας. Αυτή όμως η διαδικασία μονομερούς ιδεολογικού αφοπλισμού στην οποία αναφέρθηκα έχει επιταχυνθεί εξαιρετικά το τελευταίο οκτάμηνο, με αποτέλεσμα ακόμη και η αμήχανη ελληνική κοινωνία να αφυπνίζεται επιλεκτικά και να αρχίζει να προβληματίζεται.
- Τα ρωτώ όλ'' αυτά γιατί διαφαίνεται πως καταβάλλεται προσπάθεια όχι απλώς για μια "οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης", ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά για κάτι παραπάνω, και μάλιστα σε μια εποχή που οι ΗΠΑ στηρίζουν απόλυτα τις κινήσεις Τσίπρα στο παιχνίδι της διπλωματίας και των γεωπολιτικών συσχετισμών, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών...
Τα λεγόμενα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ) είναι παλιά υπόθεση η οποία αξιοποιείται κατά καιρούς σε διάφορα πεδία και με διαφορετικά αποτελέσματα. Οι ΗΠΑ ως σύμμαχος και των δυο πλευρών σωστά ενθαρρύνει την μείωση της έντασης μέσω – μεταξύ άλλων – την επέκταση των ΜΟΕ.
Το ζήτημα όμως για εμάς σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία έχει δυο διαστάσεις. Η πρώτη είναι ότι τα ΜΟΕ πρέπει να εξομαλύνουν και όχι να συγκαλύπτουν. Εάν π.χ. η επέκταση των ΜΟΕ γίνεται παράλληλα με διαβουλεύσεις σε άλλα, όντως κρίσιμα πεδία, τότε πρόκειται για προπέτασμα καπνού. Δεύτερον, η Ελλάδα βρίσκεται σε περίοδο πριν τις εθνικές εκλογές και η σημερινή κυβέρνηση δεν θα πρέπει να δεσμεύσει τη διάδοχο της «λύσεις» που θα αντανακλούν τα χαρακτηριστικά και τις αδυναμίες της σημερινής συγκυρίας.
- Εν κατακλείδι πιστεύετε ότι ο Αλ.Τσίπρας θεωρεί ότι έχει μια ευκαιρία να λύσει όλα τα εκκρεμή εθνικά θέματα μέσα από την δική του διεθνιστική αντίληψη των πραγμάτων και δεν θέλει αυτή την ευκαιρία να την αφήσει να πάει χαμένη;
Πρόκειται για την πιο αυταρχική μέθοδο άσκησης εξωτερικής πολιτικής από το 1974. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η μέθοδος που ακολουθήθηκε έκλεισε εκτός εξωτερικής πολιτικής τόσο την αντιπολίτευση όσο και συνολικά την ελληνική κοινωνία, της οποίας μάλιστα οι περιορισμένες αντιδράσεις κατακεραυνώθηκαν από ορισμένους ως εθνικιστικές και λαϊκιστικές.
Η κυβέρνηση αντί να διαβουλευθεί, ενισχύοντας έτσι και τη συνοχή της κοινότητας και τον πλουραλισμό των προσεγγίσεων, επέλεξε την αλαζονεία της μονοσήμαντης ανταπόκρισης σε εξωτερικά κελεύσματα. Έτσι και τα εθνικά συμφέροντα αγνόησε και την ελληνική κοινωνία δίχασε.
Παρότι τα συμπτώματα είναι πολύ ανησυχητικά, δεν θέλω να πιστέψω ότι ως προς την Τουρκία υφίσταται σήμερα κάτι περισσότερο από την επιθυμία για μια ήρεμη προεκλογική περίοδο.
Σε πρακτικό όμως επίπεδο, θα πρέπει να παρακολουθήσουμε με ιδιαίτερη προσοχή την εξωτερική πολιτική της Αθήνας σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά από τώρα μέχρι τις εθνικές εκλογές. Εάν η μέθοδος των Πρεσπών επιχειρηθεί πράγματι να εφαρμοστεί στα ελληνοτουρκικά, η άποψη μου είναι ότι θα οδηγηθούμε στην μεγαλύτερη κρίση και συνεπακόλουθη ρήξη στο πολιτικό σύστημα από το 1974.