Δεν εννοώ με μεγαλοστελέχη. Αυτά λένε δημοσίως όσα είναι υποχρεωμένα να πουν, ακόμα κι αν κάθε φράση τους είναι ένα χαλικάκι στο παπούτσι της κοινής λογικής. Αναφέρομαι σε απλούς ψηφοφόρους του λεγόμενου σκληρού πυρήνα, που παραμένουν δίπλα στο κόμμα τους και στα εύκολα και στα δύσκολα. Έχει πολλούς τέτοιους ο Σύριζα, κληρονομημένους κατά βάση από το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ.
Συνομιλώ μαζί τους για την πρωτοφανή κατάσταση που ζούμε, προσπαθώντας να αντιληφθώ τι συμβαίνει στα ενδότερα του μυαλού τους. Να καταλάβω πως βιώνουν την πολιτική πλευρά αυτής της πολύπλευρης υγειονομικής και οικονομικής κρίσης που έπεσε πάνω στα κεφάλια μας. Δεν είναι εύκολο να ανοιχτούν, προτιμούν να είναι κουμπωμένοι, κρύβοντας πίσω από υπεκφυγές και μισόλογα όσα πράγματι θα ήθελαν να πουν. Παρά ταύτα, κάτι θαρρώ πως καταλαβαίνω, στο τέλος-τέλος ακόμα και οι σκόρπιες λέξεις κάτι τελικά ξεφανερώνουν για κείνον που τις εκστομίζει.
Το βασικό τους συναίσθημα είναι η έκπληξη. Είναι εντελώς αδύνατο για το μυαλό τους να δεχτεί ότι μια κυβέρνηση της ΝΔ μπορεί να χειριστεί με τόσο υποδειγματικό και επιτυχημένο τρόπο μια κρίση τέτοιου μεγέθους. Έχοντας γαλουχηθεί στην πεποίθηση ότι η ΝΔ δεν είναι μόνο δεξιά αλλά και αδέξια, μένουν τώρα κατάπληκτοι από την αποφασιστικότητα και την ορθότητα της διαχείρισης της. Επ’ αυτού σηκώνουν τα χέρια.
Στην αρχή της κρίσης έλεγαν ότι αυτό δεν επίτευγμα του Κυριάκου, αλλά του Τσιόδρα. Βλέποντας όμως Ιταλούς, Ισπανούς, Βρετανούς και Αμερικανούς ηγέτες να έχουν Τσιόδρες γύρω τους αλλά να τα έχουν κάνει σαλάτα, υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν ότι εν τέλει ο Μητσοτάκης τα κατάφερε. Δεν το λένε, το ξέρουν όμως. Εξ ου και το «Κούλης» μπήκε πια στον κατάλογο των εγκαταλελειμμένων λέξεων.
Τώρα τους δίνει ο Τσιόδρας. Θέλουν να πιστέψουν ότι παίζει πολιτικό παιχνίδι και αναζητούν με αγωνία κάποιο λεκτικό του παραστράτημα για να θεμελιώσουν την άποψη τους. Δεν το βρίσκουν και τρελαίνονται. Κάθε μέρα υποχρεώνονται να αναβάλλουν την «αποκάλυψη» του για την επόμενη . Που και που επαναλαμβάνουν το παραμύθι και για τα «φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης» που «ωραιοποιούν» την κατάσταση, όμως και σ’ αυτό δεν επιμένουν ιδιαίτερα καθώς αυτά που βλέπουν στις τηλεοράσεις τους δεν απέχουν διόλου απ’ αυτά που βλέπουν τα Συριζαϊκά τους ματογυάλια.
Το ίδιο συμβαίνει και με το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής για όλο το μέτωπο της κρίσης. Κάθε μέρα περιμένουν να αποκαλυφθεί ο ακροδεξιός, νεοφιλελεύθερος και αυταρχικός της χαρακτήρας της Δεξιάς διακυβέρνησης και διαρκώς το αναβάλλουν για την επαύριον. «Που θα πάει, κάποια στιγμή θα φανεί ποιοι είναι» λένε, αλλά ως εκεί. Επί του παρόντος άλλα φαίνονται, ακόμα και στο δικό τους δύσπιστο οπτικό πεδίο.
Όσον αφορά τις οικονομικές ενισχύσεις, κυριολεκτικά δεν λένε τίποτα. Καταλαβαίνουν ότι αυτά που δίνονται είναι ήδη πάρα πολλά για τις δυνατότητες της οικονομίας μας και σμίγουν τα φρύδια τους κάθε φορά που διευρύνεται ο κατάλογος των ΚΑΔ. Δεν τους πάει καλά να βλέπουν τον Μητσοτάκη να μοιράζει χρήμα στον κοσμάκη. Κάτι δεν τους ταιριάζει σ’ όλο αυτό, αλλιώς την είχαν την ανάλγητη δεξιά στο κεφάλι τους.
Όσο για τις προτάσεις του Αλέξη Τσίπρα για 50 δις παροχές εμπροσθοβαρώς μάλιστα, δεν άκουσα ούτε έναν δικό του να τις επικαλείται. Είναι πρωτοφανής η απαξία που συνάντησε το «πρόγραμμα» του, ακόμα και στους πιο δικούς του ανθρώπους. Σαν να μην μίλησε διόλου ο Αλέξης. Οι αριθμοί που εκστόμισε έφυγαν δίχως να απασχολήσουν ούτε το 10% των ψηφοφόρων που θα τον ψηφίσουν έτσι κι αλλιώς, φανταστείτε τους υπόλοιπους.
Εν κατακλείδι, το χειρότερο για τον Σύριζα είναι η παγίωση ενός αισθήματος πολιτικής μειονεξίας μέσα και στον πιο σκληρό πυρήνα των ίδιων των οπαδών του. Μια κοινή τους πεποίθηση ότι «τούτος εδώ που μας έτυχε, τελικά δεν παίζεται». Σαν τους οπαδούς μιας ποδοσφαιρικής ομάδας που βλέπουν ότι ο αντίπαλος τους έχει φτιάξει πολύ καλύτερη ομάδα απ’ την δική τους και άρα έχει τα επόμενα πέντε πρωταθλήματα στο τσεπάκι. Κάτι θα πουν βέβαια για τον διαιτητή κατά περίπτωση, κάτι θα ψελλίσουν για φτιαγμένο πρωτάθλημα, αλλά βαθιά μέσα τους περιφρονούν ήδη το δικό τους ρόστερ και αναγνωρίζουν την ανωτερότητα του αντιπάλου. Το «κάποτε θ’ αλλάξει η σημερινή κατάσταση, που θα πάει» είναι η μοναδική παρηγοριά τους. Κάποτε...