Είμαι βέβαιος πως η λέξη «γεροντοκορισμός» που προέρχεται από τη λέξη «γεροντοκόρη» θα προκαλέσει τους πολιτικορθάκηδες, αλλά καλώς ή κακώς θεωρείται πως εκφράζει ανθρώπους που είναι ιδιότροποι, κακομούτσουνοι, μίζεροι, γρουσούζηδες.
Ανθρώπους που εκ πεποιθήσεως βλέπουν το ποτήρι μονίμως μισοάδειο. Σταθερή αξία γι΄αυτούς το ένδοξο παρελθόν είτε αφορά την προσωπική τους διαδρομή είτε τη διαδρομή της κοινωνίας. Με απλά λόγια είναι «νεκροί» και δεν το ξέρουν.
Άκουγα όλες αυτές τις μέρες τις κραυγές απελπισίας που συνέκριναν τον Ρίτσο, τον Ελύτη και τον Σεφέρη με έναν ράπερ που στην καλύτερη περίπτωση έκανε το κέφι του, στη χειρότερη βρισκόταν σε εντεταλμένη κομματική υπηρεσία. Αδιάφορο. Αλλά προς Θεού, για να τον αποδομήσω ή να τον προσπεράσω δεν θα καταφύγω στην διανόηση της δεκαετίας του 50 και του 60. Έλεος!
Και βέβαια, εξαιτίας αυτού του ράπερ γράφτηκαν δεκάδες κοινωνιολογικές αναλύσεις που οι περισσότερες κατέληγαν στο «πού πάμε, πού βαδίζουμε;» Ε, λοιπόν μια χαρά πάμε και μια χαρά βαδίζουμε.
Και το κυριότερο έχουμε μια νεολαία που θέλει να μορφωθεί και να κερδίσει την ζωή της. Γιατί η νεολαία μας δεν είναι οι 5.000 μπαχαλάκηδες που το μόνο που ξέρουν είναι να καταστρέφουν και να βεβηλώνουν. Είναι τα εκατοντάδες χιλιάδες νέα παιδιά που ζουν στην δική τους εποχή. Αν εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, δεν φταίνε αυτά. Δικό μας το φταίξιμο.
Και ο δικός μου ο πατέρας, κλασικός αστός, έφριττε με τον ήχο των Beatles και των Rolling Stones, με την καμπάνα—παντελόνι και το μακρύ μαλλί. Ήθελε να ακούω τα κονσέρτα για βιολί και ορχήστρα. Δεν γινόταν όμως.
Σήμερα, οι πιτσιρικάδες έχουν κρατήσει και τα δικά μας τα ακούσματα. Τους παρακολουθώ στις συναυλίες. Εικοσάχρονα και εικοσιπεντάχρονα παιδιά ξέρουν όλα τα τραγούδια του Καζαντζίδη, του Χιώτη, του Μητσάκη, παρ΄όλο που τους χωρίζουν πάνω από δύο γενιές.
Μπορεί να μην γνωρίζουν τον Σκαλκώτα ή τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ, αλλά μπορούν να σου λύσουν το πρόβλημα που έχει το κινητό σου ή ο υπολογιστής σου μέσα σε ένα λεπτό, μονολογώντας ακατάληπτες για εμάς ορολογίες.
Το χάσμα των γενεών υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Το ζητούμενο είναι πώς το αντιμετωπίζουμε. Το αποδεχόμαστε και χαιρόμαστε τα παιδιά μας γι΄αυτό που είναι ή πέφτουμε στην μιζέρια και στην γκρίνια γιατί δεν έγιναν όπως εμείς τα θέλαμε; Απλά πράγματα.
Στην πρώτη περίπτωση και δίαυλοι επικοινωνίας θα υπάρξουν και το κυριότερο θα κατανοήσουμε πώς σκέφτονται, ώστε να αντιληφθούμε τα ρεύματα της κοινωνίας. Γιατί τα νέα παιδιά διαμορφώνουν τα κοινωνικά ρεύματα.
Στην δεύτερη περίπτωση θα κλειστούμε στον εαυτό μας και θα αναπολούμε την δεκαετία του 70 ή του 80, μεγεθύνοντας την συμβολή μας στο «κοινωνικό προτσές», όπως λέγαμε τότε στα αμφιθέατρα. Είναι θέμα ψυχανάλυσης να διαπιστώσουμε αν αναπολούμε καταστάσεις και γεγονότα ή απλά την νιότη μας που έφυγε.
Συνεπώς, ας αφήσουμε τους πιτσιρικάδες να απολαύσουν αυτό που θέλουν, ας τους δείξουμε εμπιστοσύνη γιατί η συντριπτική πλειοψηφία τους θέλει να δημιουργήσει. Να προοδεύσει.
Και προς Θεού, αφήστε ήσυχο τον Ρίτσο και τον Ελύτη.