Τον Δεκέμβριο του 1958, έπειτα από την πέμπτη, κατά σειρά, έντονη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για το Κυπριακό, ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φατίν Ζορλού πήρε την πρωτοβουλία να προτείνει στον Έλληνα ομόλογό του Ευάγγελο Αβέρωφ διμερή διάλογο για την άρση του αδιεξόδου.
Έτσι, δρομολογήθηκε η διαπραγμάτευση της Ζυρίχης και του Λονδίνου με απόληξη την ίδρυση ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Επρόκειτο για έναν συμβιβασμό, με αμοιβαία πάρε-δώσε από όλες της πλευρές.
Και τότε και αργότερα μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ερμήνευσε τη διευθέτηση εκείνη ως απαράδεκτη υποχώρηση από πάγιες «κόκκινες γραμμές», ως απεμπόληση «εθνικών δικαίων» – δηλ. της ένωσης της μεγαλονήσου με τη μητέρα Ελλάδα – και, πάντως, ως οδυνηρό συμβιβασμό.
Η εντύπωση αυτή επικράτησε σε τέτοιο βαθμό, ώστε Έλληνες πολιτικοί να διστάζουν μπροστά στη λήψη αποφάσεων στο Κυπριακό και άλλα ζητήματα προκειμένου να αποφύγουν να επωμιστούν το άχθος μιας «δεύτερης Ζυρίχης».
Αυτό που παραβλέπουν όσοι τότε καταδίκαζαν και αργότερα ελεεινολογούσαν τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου είναι οι θεμελιώδεις όροι διεξαγωγής της εξωτερικής πολιτικής.
Η εξωτερική πολιτική διεξάγεται με δύο, κατά βάση τρόπους: είτε με τη χρήση ή την απειλή βίας, είτε με ειρηνικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν αρκετές επιλογές, από τη διμερή διπλωματία έως την προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Επειδή πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων, η μόνη μέθοδος που εγγυάται την πλήρη δικαίωση της μιας πλευράς είναι ένας πόλεμος με έκβαση τη συντριβή ενός αβοήθητου αντιπάλου.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης σύγκρουσης χωρίς αποφασιστική έκβαση, η κατάληξη μπορεί να είναι είτε μία νέα de facto κατάσταση σε βάρος της μιας πλευράς, είτε μια de jure διευθέτηση.
Η de facto κατάσταση συνήθως εγκυμονεί μία νέα κρίση, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν. Η de jure διευθέτηση συνήθως έχει μονιμότερο χαρακτήρα, αφού εκείνος που θα επιχειρήσει να την αναθεωρήσει θα πρέπει να λάβει υπόψη του (και) τις διεθνείς αντιδράσεις.
Αν λοιπόν η χρήση βίας κρίνεται απευκταία (ιδίως για το ασθενέστερο μέρος), τότε η όποια ειρηνική διευθέτηση αναπόφευκτα ενέχει το στοιχείο του συμβιβασμού. Η λέξη ξενίζει την πλειονότητα των πολιτών, στον βαθμό που έχουν γαλουχηθεί με την αντίληψη ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας τους (οφείλει να) απηχεί απαράγραπτα εθνικά δίκαια, τα οποία, σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία, υπαγορεύουν «κόκκινες γραμμές».
Και δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές, θα ρωτήσει κάποιος, πέρα από τις οποίες καμιά κυβέρνηση δεν δικαιούται να υποχωρήσει;
Ασφαλώς και υπάρχουν όρια στους ελιγμούς της εξωτερικής πολιτικής, όρια που θέτουν η διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, αλλά και η περιφρούρηση της βιωσιμότητας και της ευημερίας μιας χώρας, ιδίως σε ειρηνική περίοδο.
Χρέος μιας υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας είναι να χαράξει την εξωτερική πολιτική της και να την εξηγήσει επαρκώς στους πολίτες. Κυρίως, να αποφύγει να καταστεί δέσμια ενός μαξιμαλισμού που καλλιεργεί αβάσιμες προσδοκίες στο εγχώριο ακροατήριο, λειτουργεί ως τροχοπέδη στους αναγκαίους διπλωματικούς χειρισμούς, και αφήνει την ηγεσία εκτεθειμένη σε κατηγορίες περί προδοσίας, όταν (όπως συνήθως συμβαίνει) διαψευστούν οι προσδοκίες.
Στα ελληνοτουρκικά, η ελληνική κυβέρνηση θα έχει απέναντί της έναν συνομιλητή αυταρχικό, ανασφαλή και επιρρεπή στην επίδειξη ισχύος (περίπου όπως συνέβαινε το 1958). Σήμερα η Τουρκία είναι μια βαθιά διαιρεμένη χώρα (όπως και το 1958), με μέτριες έως κακές σχέσεις με όλους τους γείτονές της (όπως και το 1958, με μια σημαντική εξαίρεση, όμως, τη «λυκοφιλία», τολμώ να πω, Ερντογάν-Πούτιν).
Η Ελλάδα με δυσκολία αντέχει τον αντίκτυπο των ελληνοτουρκικών διαφορών στην οικονομία της (όπως και το 1958), διαθέτει όμως μια κυβέρνηση με σημαντική αποδοχή εντός της χώρας (όπως και το 1958) και διεθνή ερείσματα (ισχυρότερα από ό,τι το 1958).
Διαπιστώνοντας ότι δεν έχει νόημα να αναμένει την εμφάνιση ιδεώδους συνομιλητή από την άλλη όχθη του Αιγαίου, η κυβέρνησή μας δικαιούται να επιμείνει στη συζήτηση/διαπραγμάτευση μόνο του αλληλένδετου θέματος προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας/αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.
Θα πρέπει, παράλληλα, η κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει ότι η διευθέτησή του κατά πάσα πιθανότητα θα είναι προϊόν συμβιβασμού των εκατέρωθεν θέσεων. Αν αυτό γίνει, μπορεί κανείς να προσδοκά ότι η βελτίωση του κλίματος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας ενδέχεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση και άλλων ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της «μήτρας» των ελληνοτουρκικών διαφορών, του Κυπριακού.
Αυτή είναι μια αισιόδοξη άποψη. Για να έχει προοπτικές επιτυχίας, πλην της εντατικής διπλωματικής προσπάθειας, απαιτείται και η «διαπαιδαγώγηση» της κοινής γνώμης. Αυτό το διατύπωσε άριστα ο αρχιτέκτονας του πρώτου ελληνοτουρκικού συμβιβασμού, το 1930, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν, απευθυνόμενος κυρίως στους βουλευτές της συμπολίτευσης, έλεγε:
«Την κοινήν γνώμην αν δεν την έχω σύμφωνον, εννοώ να την διαπαιδαγωγήσω και όχι να παρασύρωμαι από αυτήν».
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.