Του Σάκη Μουμτζή
Εδώ και πολλά χρόνια πολιτικοί και επικοινωνιολόγοι, πιστεύουν πως η επικοινωνία μπορεί να αντικαταστήσει ή να επικαλύψει την πολιτική. Είναι γνωστός ο ισχυρισμός: «χάσαμε, γιατί δεν προβάλαμε το έργο μας».
Λες και ο πολίτης, αν βίωνε τα αποτελέσματα αυτού του έργου θα είχε ανάγκη και την προβολή του για να κρίνει θετικά μια κυβέρνηση. Απλώς, επικοινωνία χωρίς πολιτική δεν υφίσταται. Μήνυμα χωρίς περιεχόμενο, είναι κενός λόγος. Το πιο καλόγουστο κουτί με τον πιο εντυπωσιακό φιόγκο μόλις το πάρουμε στα χέρια μας καταλαβαίνουμε αν είναι άδειο ή όχι.
Σήμερα το μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει κάνει πολλά βήματα πίσω. Άφησε την εποχή της επικοινωνίας και επέστρεψε στην εποχή της προπαγάνδας. Στην επικοινωνία προβάλλουμε όσο πιο επιτυχημένα μπορούμε τα πεπραγμένα μιας κυβέρνησης. Με την προπαγάνδα αναδεικνύουμε ανύπαρκτες καταστάσεις, που τις έχουμε εξιδανικεύσει με λόγο απλοϊκό και χοντροκομμένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, προσπαθεί να συγκροτήσει ως αφήγημα μια φανταστική κατάσταση, που μοιάζει με παραμύθι και στην συνέχεια να το «πουλήσει» στο κοινό του. Όμως το success story που προσπαθεί να συγκροτήσει, δεν έχει κοινό. Δεν έχει ακροατές, γιατί απλούστατα δεν αγγίζει τους ψηφοφόρους και την κοινωνική βάση του κόμματος. Το δυνητικό ακροατήριο αυτού του παραμυθιού, εφ΄όσον μετατραπεί σε συνεκτικό αφήγημα, είναι αυτοί που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη, για τις επενδύσεις, για την επιχειρηματικότητα, για το κέρδος.
Αλλά αυτοί δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, καθώς πιστεύουν πως οι « άλλοι» θα κάνουν καλύτερα αυτήν την δουλειά, που την έχουν στο DNA τους. Η κοινωνική βάση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποτελείται κατά βάση, από τους «χαμένους» λόγω της κρίσης, από τους αποκλεισμένους της ζωής, από όλους αυτούς που πιστεύουν πως μας ψεκάζουν, τους «ψεκασμένους», και από τους Πασόκους που βρήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ τον χαμένο παράδεισο της δεκαετίας του 80. Ή νομίζουν πως τον βρήκαν.
Από όλους αυτούς κανένας δεν ενδιαφέρεται για το αν θα βγούμε στις αγορές, για το αν θα ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, πού βρίσκονται τα spreads , ή πόσο θα αναβαθμίσουν την χώρα μας οι οίκοι αξιολόγησης, τους οποίους βέβαια, στις καλές αντιμνημονιακές εποχές, οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είχαν δαιμονοποιήσει.
Τα αποτελέσματα της οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης όλων των παραπάνω, θα εμφανισθούν όχι άμεσα στην Ελληνική οικονομία και στις τσέπες των πολιτών, αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Πολύ απλά, αν υπάρξουν θετικά αποτελέσματα, δεν θα προλάβει να τα εισπράξει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς για τους δικούς του λόγους καθυστέρησε υπέρμετρα την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.
Έτσι, ο Α.Τσίπρας έπεσε στην παγίδα της δικής του πολιτικής και των δικών του ιδεολογικών αγκυλώσεων. Η άποψη πως « αυτοί που έχουν καταθέσεις δεν είναι ψηφοφόροι μας» ή « οι επενδυτές δεν είναι ψηφοφόροι μας», γίνεται μπούμεραγκ στην προκειμένη περίπτωση, γιατί τώρα σε αυτούς θα πρέπει να απευθυνθεί. Τον δικό τους λόγο εκφέρει.
Η κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, διαπαιδαγωγημένη με τα παχιά αντιμνημονιακά λόγια και με το μίσος για την ιδιωτική πρωτοβουλία, μένει ασυγκίνητη με το success story των αγορών και των spreads.
Αυτό που πονά τους εναπομείναντες ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ—και όλον τον λαό—είναι η βιωμένη καθημερινότητα της υπερφορολόγησης και των περικοπών.
Και σε αυτό μπροστά δεν αντέχει κανένα παραμύθι, όσο όμορφα ειπωμένο και να είναι.