Του Λευτέρη Δρακόπουλου*
Η επίσημη επίσκεψη του κ. Μακρόν στην Ουάσινγκτον κινητοποίησε το ενδιαφέρον των αναλυτών σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναπτυχθεί, εντός μικρού χρονικού διαστήματος, εκτενής φιλολογία γύρω από τις προθέσεις της γαλλικής κυβέρνησης. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως αυτή τη στιγμή παρουσιάζονται.
Ο κ. Μακρόν έχει αντιληφθεί ότι πέρα από την -φθηνή σε κόστος- ρητορική των Βρυξελλών, οι ΗΠΑ παραμένουν η μόνη δύναμη επαρκώς ικανή και εκ των πραγμάτων διαθέσιμη, για να υπερασπισθεί την ειρήνη επί ευρωπαϊκού εδάφους. Έχει καταστεί πλέον σαφές στις γαλλικές ελίτ ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τον μόνο διαχρονικό εταίρο ασφαλείας της Ευρώπης.
Επικρατούσα είναι η άποψη ότι η γραφειοκρατική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπει την χάραξη κοινής πολιτικής εξωτερικών και άμυνας και για τον λόγο αυτό η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους συγκεκριμένους τομείς. Τελευταία όμως ενισχύεται η εντύπωση ότι αλλιώς αντιλαμβάνεται το Παρίσι την έννοια της ευρωπαϊκής ασφάλειας και αλλιώς το Βερολίνο.
Με άλλο τρόπο αντιδρά η Γερμανία στις προκλήσεις που δέχεται το διεθνές σύστημα και με άλλο τρόπο η Γαλλία. Σε άλλες μεθόδους ανάλυσης βασίζεται η γαλλική πολιτιστική διπλωματία και σε άλλους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων η γερμανική οικονομική διπλωματία. Διαφορετικές αξίες και αρχές χαρακτηρίζουν τα δύο ιστορικά έθνη. Ο κοινός «ευρωπαϊκός» παρανομαστής απουσιάζει.
Από την πλευρά των ΗΠΑ διακρίνει κανείς μια νέα μέθοδο αξιολόγησης των δυνατοτήτων της ανερχόμενης γαλλικής ισχύος. Μετά από τις γνωστές δοκιμασίες που πέρασε η σχέση Γαλλίας-ΗΠΑ, με ευθύνη του ντε Γκωλ, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η συνεργασία ανάμεσα στις δύο δυνάμεις υπήρξε πάντα ικανοποιητική και αμοιβαία ωφέλιμη.
Οι ΗΠΑ αναγνώριζαν τις δυνατότητες που προσέφερε η γαλλική επιρροή στην υπο-Σαχάρα, στη δυτική και κεντρική Αφρική όπως και μεταξύ των κοσμικών καθεστώτων του αραβικού κόσμου και ενίοτε έκαναν διακριτική χρήση της καλής θέλησης των Ιλισίων Πεδίων ώστε να διεξάγουν, με σχετική επιτυχία, επιχειρήσεις σε αυτές τις γεωγραφικές ζώνες. Βέβαια αυτού του είδους η συνεργασία δεν ακυρώνει άλλες σημαντικές διαφορές όπως οι κοινωνικές δομές και η αντίληψη περί ατομικισμού και συλλογικότητας.
Ωστόσο, η πρόθεση του κ. Μακρόν να εισάγει στη χώρα του συστήματα και μεθόδους οικονομικής ανάπτυξης που ήδη έχουν διακριθεί για την αποτελεσματικότητά τους στις ΗΠΑ και αλλού, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να προσεγγίσει η μία κοινωνία την άλλη.
Η υποχώρηση του γιγαντιαίου γαλλικού δημοσίου, η μείωση της αλόγιστης δαπάνης των φορολογικών εσόδων σε κοινωνικά προγράμματα, το άνοιγμα της γαλλικής οικονομίας σε επενδύσεις και η φιλικότερη αντιμετώπιση αμερικανικών επενδυτικών σχημάτων, κρίνονται θετικά από την αμερικανική πλευρά.
Η κατάσταση της διεθνούς σκηνής και ειδικά η κατανομή ισχύος παγκοσμίως, συνηγορεί υπέρ μιας 'εκ των πραγμάτων' απεμπλοκής της Γαλλίας από την αποκαλούμενη κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Ο ρεαλισμός και ως ένα βαθμό ο κυνισμός που συνεπάγεται κάθε ορθής αξιολόγησης των διεθνών συνθηκών, ερμηνεύει την στροφή της Γαλλίας προς τις ΗΠΑ. Συνοπτικά τα δεδομένα που συνηγορούν υπέρ αυτής της απεμπλοκής είναι, μεταξύ πολλών άλλων:
Α) Η επέκταση των αρχών του οικονομικού φιλελευθερισμού στο σύνολο των πρώην σοβιετικών κρατών η οποία συνοδεύεται από ισχυρές φιλο-ατλαντικές και συγκεκριμένα φιλο-αμερικανικές τάσεις κάτι που είναι βέβαιο ότι έχει διαγνώσει η γαλλική διπλωματία.
Β) Η απουσία γαλλικής πολιτιστικής -ή όποιου τύπου- επιρροής στη Νέα Ευρώπη, όπως την είχε ονομάσει η αμερικανική κυβέρνηση των αρχών του 2000, η οποία έχει υιοθετήσει τον αμερικανικό οικονομικό φιλελευθερισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις τον αμερικανικό τρόπο ζωής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις νέες γενιές.
Η Γαλλία έχει ταυτισθεί πλήρως, σε αυτή τη γεωγραφική ενότητα, με την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, την οικονομική στασιμότητα και την λατρεία του παρελθόντος σε τέτοιο βαθμό ώστε η αγγλοσαξονική (όπως την ονομάζουν οι Γάλλοι) επιλογή να αποτελεί για τις ανερχόμενες δυνάμεις νέων επαγγελματιών και νέων επιχειρηματιών, μονόδρομο.
Είναι σαφές ότι αν θέλει η Γαλλία να επεκταθεί οικονομικά στην ανατολική Ευρώπη αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της εκεί επικρατούσας αμερικανικής επιρροής.
Γ) Η προσπάθεια προβολής ισχύος του πρώην Γάλλου προέδρου κ. Ολάντ στη δυτική Αφρική και την υπο-Σαχάρα κατέληξε σε φιάσκο. Αν δεν είχαν αναλάβει δράση οι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις στην καταπολέμηση των ισλαμιστών στις περιοχές αυτές οι γαλλικές δυνάμεις θα είχαν ηττηθεί και το γόητρο της Γαλλίας θα είχε πληγεί.
Δ) Από την εμφάνιση της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης και έπειτα, η επιρροή της Γαλλίας στο Μακρέμπ, στη Βόρειο Αφρική γενικότερα, στο Τσαντ και στη Συρία έχει εξασθενίσει. Είναι τόσο ευδιάκριτη αυτή η εξασθένιση που δεν εκπλήσσει η πρόσφατη συμμετοχή γαλλικών στρατιωτικών μονάδων, υπό αμερικανική επιχειρησιακή ευθύνη, ενάντια στη Συρία, ένα κράτος σύμμαχο της Γαλλίας.
Τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους.
Όμως πρόκειται άραγε για προσωπική επιλογή του κ. Μακρόν να στραφεί προς τις ΗΠΑ και πρόκειται όντως για 'στροφή';
Μάλλον όχι. Οι κινήσεις του κ. Μακρόν αποτελούν πτυχές μιας μεγαλύτερης έκτασης και αρκετά φιλόδοξης εξωτερικής πολιτικής την οποία ο ίδιος δεν εφηύρε.
Η πορεία εξέλιξης της πλέον πρόσφατης γαλλικής εξωτερικής πολιτικής μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους ανάπτυξης:
Η πρώτη περίοδος ξεκινά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και χαρακτηρίζεται από βαθιά πίστη προς τους διεθνείς θεσμούς.
Η δεύτερη ξεκινά μετά από την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ και αποτελεί επιστροφή στο δόγμα των ντε Γκωλ και Μιτεράν. Κατά την διάρκεια αυτής της φάσης η Γαλλία αντιτίθεται σε μονομερείς επεμβάσεις και αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ με ιδιαίτερα κριτικό πνεύμα. Πρόκειται για την πλέον αντι-αμερικανική περίοδο της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής.
Η αλλαγή στη στάση της Γαλλίας συνέπεσε με την δημοσίευση το 2007 της «Λευκής Βίβλου για την Εξωτερική και Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Περίοδο 2008-2020». Η μελέτη πρότεινε την ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του Ευρώ-Ατλαντισμού. Πρότεινε ακόμα και περίοδο προσαρμογής.
Η Τρίτη περίοδος, μέρος της οποίας διανύουμε τώρα, υιοθετεί αυτές τις προτάσεις και ξεκινά την εφαρμογή τους με την προεδρία του κ. Ολάντ. Η Γαλλία ενισχύει την στρατιωτική, διπλωματική και σε λίγες περιπτώσεις την οικονομική της παρουσία σε περιοχές όπου παραδοσιακά διατηρεί μεγάλη επιρροή: την υπο-Σαχάρα, το Μακρέμπ, την Υπερ-Ιορδανία.
Η περίπτωση του Ιράν ανακτά την παλαιά της σημασία για τη Γαλλία και το Παρίσι πρωτοστατεί στην εύρεση λύσης με την Τεχεράνη σχετικά με τη χρήση πυρηνικής τεχνολογίας. Αυτή είναι η περίοδος προσαρμογής. Η πολιτική που σήμερα δείχνει να εγκαινιάζει ο κ. Μακρόν, αποτελεί συνέχεια αυτής του κ. Ολάντ.
Πολύ πριν αναλάβει το επιτελείο του κ. Μακρόν, η Γαλλία είχε πάρει αποστάσεις από την Αραβο-Ισραηλινή διένεξη και είχε ήδη απομακρυνθεί από τα κοσμικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου. Υπό την κάλυψη ενός γάλλο-γερμανικού συμφώνου και με πρόσχημα τη δόμηση μια ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, η Γαλλία επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο ως εγγυήτρια δύναμη της παγκόσμιας ειρήνης.
Η Γαλλία αντιμετώπισε, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προσαρμογής, το εξής δίλλημα: θα εγκατέλειπε την γαλλόφωνη Αφρική αλλά και την για δεκαετίες φίλο-γαλλική Εγγύς και Μέση Ανατολή προς όφελος του Ευρω-Ατλαντισμού ή θα σχοινοβατούσε για κάποια χρόνια μεταξύ των δύο;
Η περίοδος προσαρμογής επεδίωξε να κάνει ακριβώς αυτό: να αμβλύνει τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας και έτσι να σώσει τη συναίνεση αλλά και το γόητρο της La Republique, ενώ ταυτόχρονα διεύρυνε την επιχειρησιακή εμπλοκή γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων σε κοινά αμυντικά σχέδια του ΝΑΤΟ.
Στην πράξη, τα φιλο-γαλλικά καθεστώτα της Εγγύς Ανατολής έχουν εγκαταλειφθεί. Το ζήτημα της δυτικής και μέσης Αφρικής έχει μετασχηματιστεί σε πολιτιστικό θέμα μέσω της ενίσχυσης της Francophonie, μιας ευρύτατης πολιτικής με πολλές πλευρές και στόχο την μακροπρόθεσμη παρουσία της Γαλλίας σε αυτό το μέρος του κόσμου.
Η Κρίση της Κριμαίας, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, έθεσαν τη Γαλλία προ των ευθυνών της, γεννώντας την αναγκαιότητα μιας 'εκ των πραγμάτων' καθαρά δυτικής εξωτερικής πολιτικής. Πρόκειται για αυτή τη φάση εξέλιξης της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής που σήμερα εφαρμόζεται ανοικτά πλέον από τον πρόεδρο Μακρόν.
Ενδεχομένως, λοιπόν, να σφάλλουν όσοι πρόωρα έσπευσαν να αναγνώσουν στην επίσκεψη Μακρόν την ανάληψη εκ μέρους του ενός ρόλου 'ηγέτη της Ευρώπης'. Ο κ. Μακρόν δηλώνει ηγέτης της ανεξάρτητης Γαλλίας με τις γάλλο-ατλαντικές σχέσεις να λαμβάνουν στο εξής την αξία και τη θέση που αρμόζει σε μια διεθνώς ανερχόμενη δύναμη, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς των ατέρμονων συζητήσεων, των ανεξάντλητων ημερησίων διατάξεων, των εκτενών διαβουλεύσεων σε 'επίπεδο κορυφής' και των ωφελιμιστικά αμφίβολων γραφειοκρατικών διαδικασιών των Βρυξελλών.
Ενδιαφέρον θα έχει η επόμενη κίνηση του κ. Μακρόν η οποία αυτή τη φορά θα εκδηλωθεί μάλλον στο ευρύ πλακόστρωτο του Κρεμλίνου.
*Ο Λευτέρης Δρακόπουλος είναι ιστορικός. Διδάσκει στο Πανεπιστημιακό Σύστημα της Πολιτείας του Μέρυλαντ (ΗΠΑ).
Φωτογραφία AP