H αύξηση που παρουσιάζεται στις τιμές τόσο των νωπών, των κατεψυγμένων, όσο και των επεξεργασμένων τροφίμων, σαν αποτέλεσμα της διατάραξης της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας και των έντονων κλιματικών φαινομένων, που έπληξαν και πλήττουν την παγκόσμια αγροτική παραγωγή, επανέφερε στην ημερήσια διάταξη το ενδεχόμενο μιας ευρείας επισιτιστικής κρίσης, καθώς και τις προσπάθειες για την αποφυγή της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα του UN Food and Agriculture Organization, περισσότεροι από 800 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο ζουν υπό το καθεστώς πείνας και έλλειψης βασικών ειδών διατροφής. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, αθροιστικά πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι τροφίμων είτε χάνονται κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, της αποθήκευσης και της μεταφοράς μέχρι το πιάτο στο τραπέζι, είτε πετιούνται χωρίς να καταναλώνονται. Για να αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος των απωλειών από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, το βάρος των τροφίμων που δεν καταναλώνονται, παρομοιάζεται με το βάρος 217 εκατομμυρίων ελεφάντων.
Και αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί κάποιες χώρες – παρίες, του πλανήτη. Σύμφωνα με στοιχεία του οργανισμού Feeding America, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περισσότεροι από 50 εκατομμύρια κάτοικοι, δυσκολεύονται στο να έχουν απρόσκοπτη καθημερινή πρόσβαση σε προσιτά και υγιεινά γεύματα.
Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή τροφίμων είναι μεγαλύτερη από τις επισιτιστικές ανάγκες του συνολικού πληθυσμού της Γης. Τι συμβαίνει τότε; Τι πάει στραβά και η παραγωγή δεν καταλήγει στο πιάτο των πολιτών; Πού οφείλονται οι απώλειες;
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες της McKinsey, το 11% της παραγωγής προϊόντων δεν είναι εκμεταλλεύσιμο, διότι οι συνολικές ποσότητες που παράγονται είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν από τους παραγωγούς. Και αυτό συμβαίνει, διότι είτε οι αγρότες δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν τη σοδειά τους, είτε οι καρποί σαπίζουν στα χωράφια λόγω της ταχύτερης ωρίμανσης τους ή της καταστροφής τους κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, από καιρικά ή άλλα φαινόμενα.
Απώλειες της τάξης του 8% της παραγωγής, οφείλονται στη μη ασφαλή μεταφορά και αποθήκευση από το χωράφι μέχρι την αλυσίδα της βιομηχανικής επεξεργασίας, ή μέχρι τη μεταφορά στις ανοικτές αγορές νωπών τροφίμων.
Η διαδικασία της επεξεργασίας των τροφίμων, όπως είναι η κατάψυξη τους, η κονσερβοποίηση τους, η συσκευασία τους και η μετατροπή τους σε άλλα τελικά προϊόντα, επιφέρει και αυτή περαιτέρω απώλειες της τάξης του 1%.
Οι απώλειες στους χώρους πώλησης τροφίμων ανέρχονται στο 10% της παραγωγής. Για παράδειγμα, μπορεί το κατάστημα να παραγγείλει μεγαλύτερο όγκο τροφίμων από τον αντίστοιχο, που θα αγοράσουν οι καταναλωτές, μπορεί να υπερβούν την ημερομηνία λήξης κάποιες συσκευασίες και μπορεί κάποιες κατηγορίες οπωροκηπευτικών να υποστούν αλλοιώσεις.
Φτάνοντας στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, δηλαδή στον τελικό καταναλωτή, που μπορεί να είναι είτε ένα εστιατόριο ή ένα νοικοκυριό, οι επιπλέον απώλειες προσεγγίζουν κι εδώ το 10%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός της αγοράς περισσότερων τροφίμων από αυτά που καταναλώνονται, της αγοράς τροφίμων για δοκιμή γεύσεων και συνταγών που αποτυγχάνει, καθώς και της υπέρβασης των ημερομηνιών κατανάλωσης που αναγράφονται στις συσκευασίες.
Αν αποπειραθούμε να αθροίσουμε τις προαναφερθείσες απώλειες, θα δούμε ότι από το 100% της παραγωγής τροφίμων, καταναλώνεται τελικά μόλις το 64%. Δηλαδή, περισσότερο από το 1/3 της παραγωγής τροφίμων δεν καταλήγει εκεί που πρέπει, ώστε να ικανοποιηθούν οι διατροφικές απαιτήσεις του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η λύση στην αλυσίδα προβλημάτων έρχεται μέσα από τη βιοτεχνολογία, την ψηφιακή τεχνολογία και ρομποτική, καθώς και μέσα από την τεχνητή νοημοσύνη. Η βιοτεχνολογία θα δώσει λύσεις στη βελτιστοποίηση της παραγωγής, βελτιώνοντας το χώμα, χαμηλώνοντας της κατανάλωση νερού, δημιουργώντας λιγότερο ευάλωτα φυτά και καρπούς. Η ψηφιακή τεχνολογία και η ρομποτική θα δώσουν λύσεις από τη συλλογή των καρπών, μέχρι το διάλεγμα τους και από τη μεταφορά μέχρι την αποθήκευση. Και ακολούθως η τεχνητή νοημοσύνη και η επιστήμη της ανάλυσης δεδομένων θα προσφέρει λύσεις στο χώρο της διαχείρισης παραγγελιών, της παρακολούθησης της καταναλωτικής συμπεριφοράς, καθώς και των αλλαγών των καταναλωτικών προτιμήσεων.