Των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστο Α. Ιωάννου*
Ο τρόπος με τον οποίο μία κοινωνία οργανώνει την εθνική της άμυνα και την εθνική της ασφάλεια δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτα συναρτημένος με τον τρόπο με τον οποίο διαβιοί, παράγει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Λαμβάνοντας, συνεπώς, υπ΄όψιν τις απειλές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία, τόσο με την μορφή της άμεσης εξωτερικής επιβουλής όσο και με την μορφή της επαπειλούμενης μέσο-μακροπρόθεσμης αποσύνθεσής της για λόγους οικονομικούς, δημογραφικούς και πολιτισμικούς, θα πρέπει κανείς να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η οργάνωση της εθνικής άμυνας θα μπορούσε να συμβάλει και στην αποτροπή των κινδύνων αλλά και στην αλλαγή της αρνητικής πορείας της χώρας.
Στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις όπου οι στρατεύσιμοι πολίτες αναφέρονται ακόμη ως «κληρωτοί» - υποδηλώνοντας σαφώς πόσο ισχυρή επίδραση εξακολουθούν να ασκούν τα κατάλοιπα ενός μακρινού παρελθόντος- είναι γεγονός ότι οι λειτουργίες και οι δυνατότητες δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Ούτε όσον αφορά τις αποτρεπτικές ικανότητες, οι οποίες θα έπρεπε να είναι δια γυμνού οφθαλμού καταστρεπτικής ισχύος για τον οιονδήποτε επίβουλο, αλλά ούτε και για τις κοινωνικές διεργασίες μιας δημοκρατικής ισοπολιτείας, στις οποίες οι Ένοπλες Δυνάμεις θα έπρεπε να συμμετέχουν θετικά και δημιουργικά.
Και αυτό διότι, εκτός από τον στρατιωτικό τους ρόλο, οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες απασχολούν το σύνολο σχεδόν του άρρενος πληθυσμού για μία κρίσιμη περίοδο στην νεανική ηλικία του, θα έπρεπε να αποτελούν και έναν σημαντικό αναβαθμό τόσο στην διαδικασία αγωγής, διάπλασης και εκπαίδευσης των νέων πολιτών, όσο και στην δυναμική της διαμόρφωσης «ανθρώπινου κεφαλαίου» για την οικονομία και την παραγωγή. Πράγμα που σήμερα δεν συμβαίνει.
Η ουσιαστική αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων δεν μπορεί να αφορά μόνο το στελεχιακό δυναμικό τους και το οργανόγραμμά τους. Κυρίως θα πρέπει να στηριχθεί στο περιεχόμενο των καθηκόντων των στρατευσίμων πολιτών- και στις επίδραση των καθηκόντων αυτών με τις όλο και αυξανόμενες αμυντικές ανάγκες της χώρας. Βασική προϋπόθεση για να δημιουργηθούν οι πολιτισμικές και ψυχολογικές προκείμενες μιας ουσιαστική αλλαγής είναι η εισαγωγή της υποχρεωτικής -και όχι προαιρετικής ή επιλεκτικής- θητείας στα 18 έτη, χωρίς εξαιρέσεις και απαλλαγές.
Με διττό σκοπό: από την μία, καθιστώντας την στρατιωτική θητεία βασική παράμετρο της κοινωνικοποίησης των νέων πολιτών και όχι καταναγκαστικό πάρεργο όπως είναι σήμερα, να βελτιώσει το αξιόμαχο του στρατεύματος και να διευκολύνει την προσπάθεια μεταρρύθμισης και αναδιοργάνωσης του σε όλα τα επίπεδα. Από την άλλη, να ολοκληρώσει την διαδικασία μόρφωσης και αγωγής των εφήβων, επιτρέποντας τους να καταστούν το είδος εκείνο του υπεύθυνου και πρόφρωνος πολίτη πού έχει σαφή συνείδηση των αναγκών της κοινωνίας της οποίας είναι μέλος και στην οποία οφείλει και την δική του ύπαρξη.
Όμως η αλλαγή αυτή όσο ριζική και αν φαίνεται, δεν αρκεί. Υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο λησμονείται πολύ συχνά -όσο σημαντικό και αν είναι. Πρόκειται για το γεγονός ότι η κοινωνία μας δεν αποτελείται μόνο από άρρενες∙ είναι μία κοινωνία ισοπολιτείας και -θεωρητικά- ισότητας των δύο φύλων. Ισότητα δε μεταξύ των πολιτών προκύπτει όταν σε κάθε έναν από αυτούς υφίσταται το ίδιο ισοζύγιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι του κοινωνικού συνόλου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει όσο η υποχρέωση της στράτευσης αφορά μόνο τους άρρενες πολίτες της χώρας, παρά το γεγονός ότι η ηθική υποχρέωση της προστασίας της πατρίδας αφορά και πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως φύλου.
Η στράτευση των γυναικών, συνεπώς, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί εν πρώτοις ως ένα βήμα για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και για την ενδυνάμωση (empowerment) των γυναικών στην ελληνική κοινωνία. Οι αναπτυγμένες προοδευμένες και χειραφετημένες κοινωνίες -και αυτό φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού- ξεχωρίζουν από τις οπισθοδρομικές καθυστερημένες και πολυπροβληματικές κοινωνίες για σχετικά ευαρίθμητους λόγους ο κυριότερος από τους οποίους δεν είναι άλλος από την σχετική θέση και το εύρος των δικαιωμάτων της γυναίκας στο εσωτερικό τους.
Οι προοδευμένες δημοκρατικές κοινωνίες του υστερονεωτερικού πολιτισμού μας είναι εκείνες στις οποίες τα δικαιώματα, οι δυνατότητες αλλά και οι υποχρεώσεις των γυναικών τείνουν να εξισωθούν με εκείνα των ανδρών. Αντίθετα, καθόλου τυχαία, καθυστερημένες δυσλειτουργικές και αυταρχικές κοινωνίες είναι εκείνες κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η δυσμενής θέση της γυναίκας έναντι του άντρα.
Η Ελλάδα μία κοινωνία η οποία βρίσκεται σε μία μεταιχμιακή περιοχή αλλά και σε μία μεταβατική κατάσταση θα πρέπει να επιδιώξει και να προωθήσει την ισότητα των δύο φύλων με πραγματικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και όχι με ψευδεπίγραφες προσπάθειες και προσχηματικές ρυθμίσεις (όπως η ποσόστωση κλπ).
Η στράτευση των γυναικών θα αποτελέσει ένα τεράστιο βήμα στην πορεία της χειραφέτησης τους και της ουσιαστικής εξίσωσης τους με τους άντρες, ενεργοποιώντας και επιφέροντας πολλαπλούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς, που θα είναι, για παράδειγμα, σε μεταγενέστερο στάδιο, η θραύση της «γυάλινης οροφής» που αντιμετωπίζουν στον επαγγελματικό τομέα οι γυναίκες, ή η είσοδος μεγαλύτερου αριθμού γυναικών στην αγορά εργασίας. Αυτό το τελευταίο ειδικά είναι κάτι που θα έχει σημαντικά ευεργετικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή προσπάθεια και στο εγχείρημα αλλαγής εισοδηματικού επιπέδου για την Ελλάδα.
Επίσης κάτι που μπορεί να μην είναι άμεσα ορατό στις στατιστικές αλλά σίγουρα θα είναι πάρα πολύ σημαντικό αφορά τις επιπτώσεις στις κυρίαρχες συλλογικές νοοτροπίες και στα επικρατούντα ψυχολογικά στερεότυπα. Η καθολική στράτευση των γυναικών θα λειτουργήσει καταλυτικά για την υπέρβαση παρωχημένων -προνεωτερικών- ιδεολογικών προτύπων που λειτουργούν με διαβρωτικό τρόπο στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα η οποία, είτε το θέλουμε είτε όχι, υπερκαθορίζεται από τις δυναμικές της παγκοσμιοποίησης και της ύστερης νεωτερικότητας, στις οποίες και θα πρέπει να συντονιστεί προκειμένου να επιβιώσει.
Η ισότιμη με τους άντρες συμμετοχή των γυναικών στις ανάγκες της εθνικής άμυνας, παρωθώντας, από την μία πλευρά, στην αποδυνάμωση στοιχείων της συλλογικής ψυχοσύνθεσης που συνεργούν ακόμη και σήμερα, υποστηρικτικά, στην διατήρηση παρωχημένων και νοσηρών κοινωνικών πρακτικών όπως ο παρασιτικός βίος και το πελατειακό κράτος, και, ενισχύοντας, από την άλλη πλευρά, στοιχεία που χαρακτηρίζουν όσους καλούνται να συμμετάσχουν ως ενεργητικοί δρώντες σε ό,τι αφορά την μοίρα τους, αντί να παραμένουν ως παθητικοί αποδέκτες των εξελίξεων, δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά να κατατείνει στην ενδυνάμωση μίας δημοκρατικής ισοπολιτείας.
Ειδικότερα όσον αφορά την αγορά εργασίας, -η οποία πέραν πάσης αμφιβολίας θα επηρεαστεί θετικά από την στράτευση των γυναικών- θα πρέπει κανείς να θυμίσει ότι, σε αντίθεση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρακτηριστικό της Ελλάδας είναι πως το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και -κατά συνέπεια και- το ποσοστό απασχόλησης του γενικού πληθυσμού, είναι εξαιρετικά χαμηλά. Ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2019 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ήταν 67,3% στην Ελλάδα ήταν το χαμηλότερο όλων: 51,3%.
Πρόκειται για κάτι το οποίο εξηγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού (ΕΕ-27 73,1%, Ελλάδα 61,2%) το οποίο με τη σειρά του εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και την χαμηλότερη μέση παραγωγικότητα ανά Έλληνα πολίτη σε σχέση με τους πολίτες της ΕΕ. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η Ελλάδα είναι πιο φτωχή από τις «παλιές» χώρες της ΕΕ σε τελική ανάλυση οφείλεται και στο γεγονός ότι η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια προτιμάει να κρατάει την γυναίκα στο σπίτι, ενώ παράλληλα και το παραδοσιακό ελληνικό πελατειακό κράτος προτιμάει να διαθέτει τους πόρους του στις πελατειακές συντεχνίες παρά στο να δημιουργεί κοινωνικές δομές και θεσμούς που θα επιτρέψουν στις γυναίκες την έξοδο και την παραμονή στην αγορά εργασίας και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η έξοδος της γυναίκας από τα δεσμά της παραδοσιακής οικογένειας για να συνεισφέρει την οφειλή της στην άμυνα της πατρίδας θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην περαιτέρω πορεία της ζωής της, καθιστώντας την περισσότερο αυτόνομη και δημιουργώντας μεγαλύτερες ροπές για την είσοδό της στην αγορά εργασίας. Αυτό δευτερευόντως μπορεί να έχει, και πρέπει να έχει, πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην κυρίαρχη ιδεολογία της Ελλάδας η οποία, εξαιτίας του σημαντικού ρόλου που θα διαδραματίζουν πλέον οι νέοι άνθρωποι και οι γυναίκες, ενδεχομένως να μετατεθεί από την παροχή επιδαψιλεύσεων στο πελατειακό κράτος, το οποίο συνήθως στελεχώνουν οι μέσες ηλικίες, στην ικανοποίηση των αναγκών των νεότερων -πιο παραγωγικών και πιο δημιουργικών- ηλικιών, δηλαδή στην δημιουργία ενός πραγματικά κοινωνικού κράτους που σήμερα δεν υφίσταται.
Οι νεότερες γενεές γυναικών που πλέον έχουν συστηματικά υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους άνδρες, εμποδίζονται στην είσοδο τους και την παραμονή τους στην αγορά εργασίας λόγω και της συστηματικής έλλειψης προσιτής, λειτουργικής και ποιοτικής φροντίδας παιδιών, όπου πλέον θα πρέπει να ικανοποιείται συστηματικά το 100% των αναγκών τους. Εμποδίζεται, επίσης, και από την άνιση μεταχείριση της μητρότητας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, όπου τα δικαιώματα αδειών και παροχών θα πρέπει να εξισωθούν και το κόστος τους να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό (με αναπροσανατολισμό δαπανών, π.χ. από πρόωρες συντάξεις και από άλλες σπατάλες του πελατειακού κράτους προς τις γυναίκες που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα).
Και βέβαια η στράτευση των γυναικών, χωρίς καμία αμφιβολία, θα επιτρέψει την ταχύτατη αύξηση της αποτελεσματικότητας και της λειτουργικότητας του στρατεύματος όχι μόνο διπλασιάζοντας εξ αντικειμένου τον αριθμό των στρατευσίμων αλλά και φέρνοντας νέα στοιχεία πνευματικής, ψυχολογικής και λειτουργικής λειτουργικότητας σε αυτό.
Η στράτευση των γυναικών, συνεπώς, θα πρέπει να θεσπιστεί, και άμεσα μάλιστα, για τρεις λόγους Διότι οι γυναίκες ως Ελληνίδες πολίτες έχουν υποχρέωση και αυτές να συμβάλλουν στην Εθνική Άμυνα και στο καθήκον της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας της χώρας. Διότι οι γυναίκες ως Ελληνίδες πολίτες έχουν και πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άρρενες συμπολίτες τους, όχι μόνο θεσμικά άλλα και ουσιαστικά. Και τέλος, διότι η καθολική στράτευση των γυναικών θα αυξήσει σημαντικά τις επιχειρησιακές ικανότητες και τις αποτρεπτικές δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων.
Είναι σαφές ότι η αναγγελία και μόνο ενός παρόμοιου μέτρου θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών από όλους τους εκπροσώπους της καθυστέρησης και της παρακμής, είτε πρόκειται για ψευδώνυμες φεμινίστριες, είτε προμάχους του διεθνιστικού εθνομηδενισμού, είτε για εθναμύντορες υποστηρικτές των «παραδοσιακών αξιών». Αυτοί όμως ούτως ή άλλως είναι οι αντίπαλοι που θα έχει κάθε θετική απόπειρα μεταρρύθμισης όσο απαραίτητο και αν είναι να λάβει χώρα για να αντιμετωπιστούν οι θανάσιμοι κίνδυνοι που μας απειλούν ως έθνος. Δεν πρέπει να αποτρέψουν μία μεταρρύθμιση η οποία εάν υλοποιηθεί θα έχει μακροχρόνια θετικότατη επίδραση στην πορεία του έθνους.
Για μία κοινωνία σαν την ελληνική η οποία αντιμετωπίζει θανάσιμους υπαρξιακούς κινδύνους, εξωτερικούς και εσωτερικούς, το μέτρο της στράτευσης ανδρών και γυναικών, νέων και νεανίδων, στα 18 τους, μπορεί να είναι ένα μέτρο με εξαιρετικά ευεργετικές επιπτώσεις στην προσπάθεια για εθνική ανάταξη.
* Οι Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι