STOP στον κατήφορο: σκέψεις με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές

STOP στον κατήφορο: σκέψεις με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές

Της Αντιγόνης Λυμπεράκη

Καθώς καταλαγιάζει η σκόνη των αμερικανικών εκλογών στο καταπόδι του Brexit, εμπεδώνεται η αίσθηση πως είμαστε παγιδευμένοι σε ένα όχημα χωρίς φρένα που έχει πάρει τον κατήφορο. Αυτήν τη γεύση αφήνουν οι εκλογές θυμού που επιβραβεύουν έναν ασυνάρτητο και διχαστικό πολιτικό λόγο. Ένα λόγο που στην περίπτωση του Τραμπ ήταν πασπαλισμένος με ξενοφοβία, διχαστικές γενικεύσεις, εθνικιστικές κορώνες, μισογυνισμό, ομοφοβία, θρησκοληψία. Που άνοιξε με αποφασιστικότητα το Κουτί της Πανδώρας και ειπώθηκαν τα ανείπωτα. Ο θυμός νομιμοποίησε όλα τα υπόλοιπα –που θα τα εισπράττουμε με τόκο.

Πού βρέθηκε τόσος θυμός; Πώς συσσωρεύτηκε τόση οργή για «το σύστημα»; Ο Τραμπ, το Brexit, o Όρμπαν και η Λεπέν δεν είναι προϊόν συνωμοσίας, ούτε παρθενογένεσης. Για την επικράτηση των «κακών» ευθύνονται περισσότεροι οι «καλοί» και πώς πορεύονται εδώ και χρόνια.

Η ερμηνεία που δεν αναζητεί ευθύνες στην παγκοσμιοποίηση, ούτε στις ανισότητες και σε άλλους αντικειμενικούς παράγοντες. Εξετάζει τις ευθύνες που φέρουμε εμείς, οι κατά τεκμήριο καλοί και καλοπροαίρετοι πολιτικοί και πολιτικολογούντες.

Εδώ και δεκαετίες, κυβερνήσεις «προοδευτικές» και «εκσυγχρονιστικές» εφαρμόζουν τις πολιτικές τους ερήμην της κοινωνίας. Και δεν εννοώ πολιτικές σε βάρος της κοινωνίας. Κατά κανόνα, πρόκειται για επιλογές που προάγουν αυτό που είναι «ορθολογικά σωστό» και «κοινωνικά δίκαιο», όπως αυτό προκύπτει από τους κανόνες της επιστήμης. Όμως εφαρμόζονται χωρίς να προσφέρουν αυτοί που τις υλοποιούν πειστική εξήγηση, χωρίς να υπερασπίζονται δημοσίως αυτό που πραγματικά κάνουν. Χωρίς, δηλαδή, οι πολιτικοί να προσπαθήσουν να πείσουν.

Φαίνεται ότι στις σύγχρονες δημοκρατίες έχει εκλείψει ο ρόλος του ιδεολογικού κομισάριου του να «περνάει» τις επιλογές της ηγεσίας στον λαό. Έχει αντικατασταθεί από τον απόφοιτο του Harvard Business School και της τεχνοκρατικής άρτιας προεργασίας ακριβοπληρωμένων συμβούλων...

Έτσι, πολύ συχνά, κυβερνήσεις καλών προθέσεων δεν κάνουν καν προσπάθεια να πείσουν, αλλά προτιμούν άλλα να λένε (τα εύκολα) και άλλα να κάνουν (τα δύσκολα). Παραδίδονται, δηλαδή, στο να κάνουν μεν το σωστό, αλλά να το συνοδεύουν με πολιτικό λόγο με μισόλογα και μισές αλήθειες. Αυτή «η πολιτική της βρεγμένης γάτας» στην Ευρώπη μιλά φωναχτά «αριστερά», αλλά περνά τις «ορθές πολιτικές» «στη ζούλα» –μην μας πάρουν χαμπάρι... Δεν κοντράρεται ευθέως με την αντίθετη άποψη, αλλά προσπαθεί να την περάσει νύχτα κρυμμένη σε τροπολογίες.
Και τούτο περνιέται για «υπεύθυνη» πολιτική, αφού πετυχαίνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, έστω στα μουλωχτά.

Αφήνει όμως την ιδεολογική πρωτοκαθεδρία στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η σχιζοφρένεια του κάνω κάτι / λέω κάτι άλλο αργά ή γρήγορα εκδικείται. Συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα και εξάπτει τυφλές και ασυνάρτητες αντιδράσεις.

Τα κοντινά μας παραδείγματα είναι εύγλωττα: ο κεραυνός του Brexit, το αντίστοιχο δικό μας δημοψήφισμα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αλλά στην Ελλάδα, το κορυφαίο παράδειγμα ήταν η τελικά παταγώδης αποτυχία και ο διαχρονικός δυσφημισμός του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος.

Έτσι, αν είμαστε ειλικρινείς, σε βάθος χρόνου οι ορθές επιλογές Σημίτη προλειαίνουν το έδαφος για τον ΣΥΡΙΖΑ (μέσω Καραμανλή). Στη Βρετανία ο αυτάρεσκος λονδρέζικος κοσμοπολιτισμός οδήγησε στο Brexit. Στην Αμερική η εγκατάλειψη της «χώρας της καρδιάς» (της κατά Bruce Springsteen Heartland) άνοιξε τον δρόμο στον Τραμπ.

Είμαστε καταδικασμένοι σε τέτοιες επιλογές;

Αν συνεχίσουμε στη σημερινή πορεία με τα καμώματα της βρεγμένης γάτας, αναμφισβήτητα είμαστε. Και αυτό γιατί η συγκατάβαση αυτή υποτιμάει τους ψηφοφόρους και πυροδοτεί ακόμη περισσότερο θυμό και, τελικά, άρνηση του ορθού λόγου. Ίσως επειδή δεν χρειάζεται να είναι κανείς απόφοιτος του Harvard για να αντιληφθεί ότι τον υποτιμούν.

Η αναστροφή πορείας απαιτεί να βρεθεί τρόπος ώστε να μην κρύβεται η τεχνοκρατική ορθότητα, αλλά να μεταγραφεί σε ιδεολογικό αφήγημα.

Όσοι πολιτικοί πιστεύουν σε μεταρρυθμίσεις –πρωτίστως, δηλαδή οι φιλελεύθεροι πολιτικοί– οφείλουν να μιλήσουν καθαρά. Καθαρά για όλα: για τη σύνθετη φύση των προβλημάτων, για τους περιορισμούς που θέτει η συγκυρία και η γεωγραφία, για τις παρενέργειες ακόμα και των πιο ενδεδειγμένων πολιτικών προτάσεων, για το κόστος της ακινησίας και της εσωστρεφούς παραγνώρισης της πραγματικότητας.

Το να μιλήσουν καθαρά σημαίνει να ξεχάσουν τις πονηριές του παρελθόντος. Ποιες ήταν αυτές; Θα αναφέρω τέσσερις:

  1. Η θεωρία του ώριμου φρούτου: μην πεις και μην κάνεις τίποτα όσο είσαι στην αντιπολίτευση. Να μην ενοχλήσεις κανέναν. Θα έρθει η στιγμή να υλοποιήσεις αυτό που χρειάζεται η χώρα όταν βουλιάξουν οι αντίπαλοι.
  2. Η θεωρία του αυτόματου πιλότου: στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν χρειάζεται να κάνεις και πολλά, διότι υπάρχει μια προδιαγεγραμμένη τάση προς την πρόοδο. Όσο λιγότερες αντιπάθειες προκαλείς, τόσο ευκολότερα θα (επαν)εκλεγείς.
  3. Η μετάθεση ευθύνης. Να περνάς το Ασφαλιστικό που ξέρεις ότι έπρεπε να περάσεις προ εικοσαετίας και να λες ότι σε υποχρεώνει η τρόικα.
  4. Η πολιτική σαν επάγγελμα: όλα στο βωμό της ελαχιστοποίησης του πολιτικού κόστους. Τι σημασία έχει να λες το σωστό, αν δεν σε ψηφίσουν; Αυταρέσκεια, τεχνοκρατικά προσαρτήματα άχρωμων (ή πλουμιστών) συμβούλων και «νυν υπέρ πάντων η διατήρηση μέσα στο σύστημα».

Η επικράτηση του χειρότερου υποψήφιου στις αμερικανικές εκλογές αποδεικνύει ότι αυτοί που δεν εγκατέλειψαν την ιδεολογική αντιπαράθεση είναι αυτοί που κερδίζουν τελικά –όσο και αν έχουν ξεκάθαρα άδικο. Παίρνουν μαζί τους θυμωμένους, αφού τους προσφέρουν ταυτόχρονα και ένα αξιακό αφήγημα. Το λάθος αφήγημα αξιολογείται ανώτερο από μια ex cathedra συγκατάβαση.

Τα φαντάσματα του σκότους που μπαίνουν στη δυστοπική «νέα κανονικότητα», δυστυχώς, τα βάλαμε εμείς οι ίδιοι που τα κατακεραυνώνουμε…

Η λύση δεν μπορεί να είναι λιγότερη Δημοκρατία, αλλά περισσότερη και ουσιαστικότερη διαβούλευση. Στο πλαίσιο αυτό, όσοι επιθυμούν τις πραγματικές αλλαγές φέρουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη.