Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Γράφαμε χθες ότι η εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου έγινε εφικτή χάρις στην κοινωνική συμμαχία πολιτών που δεν θέλουν πλέον η Ελλάδα να είναι η κακώς εννοούμενη εξαίρεση, πολιτών που μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους αλλά επιθυμούν μια ομαλή, αρμονική καθημερινότητα.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων βλέπει πλέον ότι τον καθημερινό βίο δεν γίνεται να τον ρυθμίζουν ιδεοληψίες και αγκυλώσεις και ότι υπάρχει άπλετος χώρος για ιδεολογικές διαφωνίες σε πεδία που η ιδεολογική σύγκρουσηΒ μπορεί να είναι και γόνιμη, όπως στο μέγεθος και τα όρια του κράτους ή άλλες επιλογές στην οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Οι περισσότεροι, πλέον, συμφωνούμε πως η καθημερινότητα πρέπει να μείνει εκτός των ιδεολογιών. Αυτό σημαίνει ότι η απαγόρευση του καπνίσματος θα είναι καθολική και θα ισχύει για όλους, ότι το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στη διαμαρτυρία θα ασκείται με τις απεργίες και τις δημόσιες διαμαρτυρίες αλλά όχι με την ομηρία του πληθυσμού της πρωτεύουσας, ότι τα αυτοκίνητα και κάθε λογής τροχοφόρα δεν θα σκαρφαλώνουν στα πεζοδρόμια κι άλλες τέτοιες μικρές κατακτήσεις.
Δίπλα στην επιθυμία για τη βελτίωση της καθημερινότητας «τρέχουν» ζητήματα όπως το μεταναστευτικό ή η ασφάλεια. Ζητήματα δηλαδή που διχάζουν, που προκαλούν θυμό, που κατακερματίζουν κοινωνία και κόμματα. Αυτό δεν θα ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν δεν είχε προηγηθεί ο τεχνητός διχασμός του αντιμνημονίου και όσα τέρατα, ακόμα και κοινοβουλευτικά, αυτός γέννησε. Όμως, μιλάμε για το πρόσφατο παρελθόν, για το χθες, ένα χθες που για την ώρα τουλάχιστον αρκετοί δεν είναι έτοιμοι να προσπεράσουν, να συγχωρέσουν και να ξεχάσουν. Ένα χθες που συγκρούεται με την επιθυμία της πλειοψηφίας να φύγει μπροστά αφήνοντας πίσω της το παρελθόν.
Μπορεί η ραχοκοκαλιά της νίκης της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του Ιουλίου να ήταν το αίτημα «να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ» αλλά η αυτοδυναμία κατακτήθηκε επειδή επικράτησε η αίσθηση ότι «ο Μητσοτάκης ξέρει και μπορεί να πάει την Ελλάδα μπροστά».
Η συνύπαρξη των νέων και κεντρώων ψηφοφόρων του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας αλλά και όσους «επέστρεψαν» στο δημοκρατικό τόξο μετά από μια μικρή ή μεγάλη θητεία στην Άκρα Δεξιά (κάποιοι και στην εξτρεμιστική της εκδοχή) είναι η κοινωνική συμμαχία που θα κρατήσει την κυβέρνηση και τη χώρα σταθερή.
Για την ώρα η κυβέρνηση και η ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας παράγουν σύμβολα και ρητορική για τα διάφορα κοινά: φιλελεύθερη στην οικονομία, λαϊκή στα κοινωνικά, σκληρή στα ζητήματα τάξης, πατριωτική στα εθνικά. Το πρόβλημα, βέβαια, με αυτή τη συνταγή είναι ότι αναγνωρίζει τις φράξιες και τις τάσεις αφήνοντας χώρο σε ηγετίσκους και δελφίνους που εύκολα και ανέξοδα πολιτεύονται ως δημαγωγοί.
Το στοίχημα για τον Πρωθυπουργό το 2020 είναι να σφυρηλατήσει την κοινωνική συμμαχία που τον έφερε, αυτοδύναμο, στην εξουσία με στόχο να την ενδυναμώσει. Για να το καταφέρει θα πρέπει να επενδύσει πολλά σε όσα ενώνουν τους πολίτες, συνεχίζοντας αλλά με χαμηλότερους τόνους το έργο του σ’ όσα αναπόδραστα διχάζουν. Είναι λιγότερο δύσκολο απ’ όσο, ίσως, δείχνει και σίγουρα αξίζει να το προσπαθήσει.