Του Γιάννη Στεφανίδη*
Το καλοκαίρι του 1981 βρέθηκα να συνταξιδεύω με γκρουπ Ελλήνων τουριστών στην Ιταλία. Καθώς σύντομα έληγε η δεύτερη κυβερνητική τετραετία της Νέας Δημοκρατίας, ήταν αναπόφευκτο οι συζητήσεις μεταξύ των συνταξιδιωτών να αγγίξουν και το θέμα των επικείμενων εκλογών.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το ΠΑΣΟΚ αναμενόταν να αναδειχθεί πρώτο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση. Την άποψη αυτή συμμερίζονταν οι περισσότεροι από τους συνταξιδιώτες μου. Ένας, ωστόσο, έσπευσε να μας προειδοποιήσει: «Μη βιάζεστε! Τίποτε στην Ελλάδα δεν γίνεται αν δεν το θέλουν οι Αμερικανοί!»
Όπως αποδείχτηκε, οι Αμερικανοί δεν επιδίωξαν αλλά ούτε και μπορούσαν να ανακόψουν την επέλαση του Ανδρέα προς την εξουσία. Ωστόσο, η εντύπωση της παντοδυναμίας του αμερικανικού παράγοντα, προϊόν ιστορικής εμπειρίας δύο και πλέον δεκαετιών, «δύσκολα πέθαινε», που θα έλεγαν οι Αγγλοσάξονες.
Από τότε, έχει κυλήσει πολύ νερό και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, άνωθεν του οποίου ίπταται ο Έλληνας πρωθυπουργός καθ? οδόν προς την Ουάσιγκτον. Με την αφορμή αυτή, ας συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν των ελληνοαμερικανικών σχέσεων ώστε να αντιληφθούμε τα θεμελιώδη τους στοιχεία.
Η απόφαση της προεδρίας Truman για ενεργό παρέμβαση στα ελληνικά πράγματα το 1947 σηματοδότησε την οριστική ήττα της τάσης του απομονωτισμού (δηλαδή, της σχετικής περιχαράκωσης στο δυτικό ημισφαίριο) και την πλήρη διεθνοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Έκτοτε, η πορεία των ΗΠΑ ως παγκόσμιας υπερδύναμης δείχνει μη αναστρέψιμη.
Το δόγμα Truman διατυπώθηκε με αφορμή τις αμερικανικές ανησυχίες για το μέλλον όχι μόνο της Ελλάδας του Εμφυλίου αλλά και της Τουρκίας, η οποία πρόσφατα είχε βρεθεί αντιμέτωπη με πιέσεις του Στάλιν. Έκτοτε, Ελλάδα και Τουρκία εμφανίζονται σχεδόν αλληλένδετες στην αμερικανική στρατηγική αντίληψη.
Αν η Τουρκία παρείχε γεωγραφική εγγύτητα, πολύτιμο στρατηγικό βάθος και αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, η Ελλάδα αποτελούσε τον φυσικό σύνδεσμο της Τουρκίας με τη Δύση, ενώ το ελληνικό αρχιπέλαγος, ως συνέχεια των Στενών, εξασφάλιζε τον έλεγχο των προσβάσεων από τον Εύξεινο προς τη Μεσόγειο.
Τι ακριβώς προστάτευε ο συνδυασμός Ελλάδος-Τουρκίας από την σκοπιά των ΗΠΑ; Στην εξαγγελία του δόγματος Truman συνέβαλε καθοριστικά η αντίληψη ότι οι δύο γειτονικές χώρες αλλά και το Ιράν αποτελούσαν φυσικό φραγμό ανάμεσα στον (τότε) σοβιετικό κίνδυνο για «τις ζωτικές πετρελαιοπαραγωγές περιοχές και οδούς στρατηγικής επικοινωνίας στη Μέση Ανατολή».
Τις παραμονές της από κοινού ένταξης Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το πετρέλαιο εθεωρείτο ως «ο ασυγκρίτως πιο σημαντικός παράγων» για τη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής. Έκτοτε, η προστασία των ενεργειακών συμφερόντων των ΗΠΑ και των εταίρων τους παραμένει ο κορυφαίος στόχος της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή μας.
Βέβαια, η φύση της ενδεχόμενης απειλής έχει μεταβληθεί. Αν ο σοβιετικός κίνδυνος έχει προ πολλού εκλείψει, η ενδημική αστάθεια στη Μέση Ανατολή, το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν, και, ιδίως, η ανάδυση ακραίων ισλαμικών κινημάτων με έντονα αντιδυτικό χαρακτήρα εξακολουθούν να απειλούν την απρόσκοπτη πρόσβαση των ΗΠΑ και των εταίρων τους στα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε μια εικόνα υποτίμησης του ελληνικού παράγοντα για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Την εντύπωση αυτή ενίσχυσε η πρωτοβουλία των Αμερικανών να κλείσουν τις περισσότερες βάσεις τους («εκπληρώνοντας» διακαή πόθο της ελληνικής Αριστεράς), και ακολούθως να απομακρύνουν όλες τις πυρηνικές κεφαλές που διέθεταν σε ελληνικό έδαφος. Ωστόσο, διατηρήθηκε η Σούδα ως αναντικατάστατο αγκυροβόλιο του αμερικανικού Έκτου Στόλου.
Ταυτόχρονα, ενισχύθηκε η αίσθηση της αναβάθμισης του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας, στο μέτρο που οι προκλήσεις για τα δυτικά συμφέροντα οφείλονταν σε ενδογενείς παράγοντες της Μέσης Ανατολής, στις παρυφές της τουρκικής επικράτειας.
Την τελευταία δεκαετία, καθώς η Ελλάδα βυθιζόταν στην κρίση και την πλήρη εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό για την επιβίωσή της, η Τουρκία πραγματοποίησε οικονομικό άλμα και αξιώνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε περιφερειακό επίπεδο.
Σήμερα, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου για απρόσκοπτη (και σε λογικές τιμές) πρόσβαση στα ενεργειακά αποθέματα της Μέσης Ανατολής παραμένει κορυφαίο στοιχείο που διαμορφώνει τη στάση τους. Έπονται η ανησυχία για την «εξαγωγή» του ακραίου Ισλάμ, την τρομοκρατική απειλή, τις ροές προσφύγων και μεταναστών ή την επανεμφάνιση της ρωσικής άρκτου στην περιοχή.
Η στρατηγική αξία της Τουρκίας επίσης παραμένει αδιαμφισβήτητη, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες του Ερντογάν να φανεί δυσάρεστος έναντι των δυτικών (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ).
Θα ήταν μάταιο η Ελλάδα να επιχειρήσει σήμερα να υποκαταστήσει την Τουρκία ως ακρογωνιαίος λίθος της δυτικής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και, ιδίως, στη Μέση Ανατολή, εφόσον η Άγκυρα δεν απεμπολεί τους δεσμούς της με τη Δύση.
Η χώρα μας, όμως, παραμένει αναπόσπαστος κρίκος στην αλυσίδα που συνδέει την Τουρκία αλλά και το Ισραήλ και άλλες φιλοδυτικές χώρες της περιοχής με το δυτικό σύστημα ασφάλειας (αμυντικό, εν δυνάμει ενεργειακό, αλλά ως ασπίδα απέναντι σε ανεξέλεγκτες πληθυσμιακές ροές).
Πρόκειται για κοινότητα συμφερόντων (πέρα από την κοινότητα αξιών, όπως τη θέλει η ρητορεία των επίσημων δείπνων), η οποία θα συνεχίσει να καθορίζει την πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων για όσο διάστημα η ειρήνη και η σταθερότητα παραμένουν ζητούμενο στην αφροασιατική γειτονιά μας.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.