«Η εργασία απελευθερώνει». Arbeit macht frei. Αυτή την επιγραφή έβλεπαν οι αμέτρητοι Εβραίοι, αλλά και οι αντιφασίστες και οι κομμουνιστές και οι τσιγγάνοι και οι ομοφυλόφιλοι πριν μπουν στο Άουσβιτς. Στην καγκελόπορτα εισόδου, όπου άφηναν κάθε ελπίδα. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε αυτό το στρατόπεδο του θανάτου και αμέτρητοι έχασαν την ψυχή τους. Συνολικά, έξι εκατομμύρια χάθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, έξι εκατομμύρια αθώων δολοφονήθηκαν. Η κορυφαία φρίκη του 20ού αιώνα.
Camp Auschwitz Work brings freedom έγραφε στη μπλούζα του ένας από τους ανεγκέφαλους που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον. Η Πρόεδρος της Βουλής Νάνσυ Πελόζι έγινε με το δίκιο της έξαλλη και με σφοδρότητα εξέφρασε τον θυμό της. «Είδαμε πολλές αηδιαστικές εικόνες, αλλά αυτή η φιγούρα του άντρα με τη μπλούζα [που έγραφε για] το Άουσβιτς πάνω του – το Άουσβιτς! -με οδήγησε στην αναθεώρηση των απόψεών μου περί της εισβολής.» Προς το χειρότερο.
Προφανώς στην Εφημερίδα των Συντακτών δεν φρικιούν με το σύμβολο του κακού, την καγκελόπορτα της κόλασης. Το θεωρούν ωραίο brand name και hashtag μη σας πω ώστε να δείξεις τη διαφωνία σου για κάτι που σε βρίσκει κάθετα αντίθετο. Έτσι, για δεύτερη φορά, τη χρησιμοποίησαν ελαφρά τη καρδία σε σκίτσο με σκοπό να καταγγείλουν τη θεσμοθέτηση υπηρεσίας φύλαξης πανεπιστημίων. «Οι σπουδές απελευθερώνουν» είναι το σύνθημα που ανέγραψαν. Επειδή και καλά τα Πανεπιστήμια θα αστυνομοκρατούνται, θα μετατραπούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης δηλαδή.
Τι συγκρίνουν μέσα στο κεφάλι τους; Συγκρίνουν τον φασισμό, τη βία, την απώτατη φρίκη, τους βασανισμούς, την καθυποταγή, τον φόβο και εν τέλει τον θάνατο, κυριολεκτικό ή ψυχικό με την ελευθερία της πανεπιστημιακής κοινότητας; Εχουν καμιά σχέση τα μεγέθη, έχουν καμιά συνάφεια ο ασύλληπτος τρόμος και η απώλεια κάθε έννοιας προστασίας του Ανθρώπου, της Ζωής, με τη δυνατότητα να ζουν φοιτητές και καθηγητές χωρίς πανεπιστημιακή αστυνομία μέσα στα πόδια τους; Ποιος νους μπορεί να παραλληλίσει ή να συγκρίνει κάτι τέτοιο; Ποιος μπορεί να συσχετίσει το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με κάποια μέτρα, έστω και μη δημοφιλή ανάμεσα στους φοιτητές;
Δεν θα σταθώ στο ποια «ελευθερία» επαγγέλλονται οι διαμαρτυρόμενοι. Στην ελευθερία να χτίζονται πόρτες πρυτάνεων; Να κρεμιούνται στον λαιμό εκπαιδευτικών εξευτελιστικές πινακίδες; Να αναρτώνται στα πανεπιστήμια πανό όχι απλώς υπέρ Κουφοντίνα αλλά και ειρωνικά για τον δολοφονημένο από τη 17Ν Παύλο Μπακογιάννη; Να δέρνονται καθηγητές; Στην ελευθερία να γίνεται μέσα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα βανδαλισμοί και διακίνηση ναρκωτικών; Και μη μου πείτε πως πρέπει να υπάρχει ελευθερία διακίνησης ιδεών γιατί τόσα χρόνια δεν είδα αυτούς που αντιδρούν να έχουν και σπουδαίες ιδέες ή έστω ιδέες, σκέτα, ώστε να τις διακινήσουν με επιτυχία. Μόνο καταστροφές έχω δει, ήδη από την (παλαιότατη εκείνη) εποχή οπότε ήμουν φοιτήτρια. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, ας σημειώσω.
Θα πάω όμως και πάλι στο Αουσβιτς, επειδή στο τέλος θα καταστραφεί ολόκληρη η υφήλιος διότι ξεχνάει πολύ εύκολα, «παραδομένη στη σφίκα και στο ξυνόχορτο» όπως θα έλεγε ο ποιητής. Και θα σας πω την ιστορία ενός ανθρώπου που στα 16 του ήταν ο Ισαάκ Μιζάν και έμενε στη γενέτειρά του Αρτα και μέσα σε ελάχιστες μέρες έγινε ένα απλό νούμερο: 182641. Αυτό του χάραξαν το 1944, όταν τον συνέλαβαν επειδή ήταν Εβραίος και τον μετέφεραν στο Αουσβιτς.
Ο ίδιος έχει εξιστορήσει τις τρομακτικές περιπέτειες της οικογένειάς του: «Οι Γερμανοί συνέλαβαν τους γονείς μου και τις τέσσερις αδελφές μου, αλλά και τον αδελφό μου που κρυβόταν στην Αθήνα. Από αυτούς επιζήσαμε εγώ και η μία μου αδελφή». Τους μετέφεραν «σαν ζώα» από το Ρουφ με τρένο. Μέσα σε κάθε βαγόνι στοίβαζαν 60- 70 άτομα.
»Όταν φτάσαμε στο Άουσβιτς και κατεβήκαμε από τα τρένα, ξεκίνησε η διαλογή των ικανών και μη ικανών προς εργασία, κάτι που βέβαια είχε άμεση σχέση με την ηλικία του καθενός» θυμάται και προσθέτει: «Υπήρχε ένας γερμανός γιατρός για να κάνει αυτήν την διαλογή. Εμείς μπήκαμε στις σειρές. Στην αρχή οι σειρές ήταν δύο, άντρες και γυναίκες. Στην συνέχεια, οι σειρές γίνανε τέσσερις. Τους μη ικανούς προς εργασία τους βάλανε στα φορτηγά και τους οδήγησαν στα κρεματόρια» συνεχίζει. «Μετά μας πήγαν στο Μπίργκενάου. Μείναμε γυμνοί και όρθιοι ένα ολόκληρο βράδυ και το πρωί μας κούρεψαν και μας ξύρισαν, μας κάνανε το τατουάζ και μας έδωσαν ένα σώβρακο, μια φανέλα και μια στολή ριγωτή. Μετά μας μετέφεραν στους θαλάμους. Τα κρεβάτια ήταν τρίπατα και κοιμόμασταν 6-7 άτομα μαζί».
«Δουλεύαμε σκληρά, ώρες ατέλειωτες στα αεροπλάνα, στα χωράφια, παντού. Πολλά ξαδέρφια μου ήταν κρατούμενοι-νεκροκομιστές του Ζόντερ Κομάντο. Δηλαδή ήταν αυτοί που έπαιρναν τα πτώματα και τα ανέβαζαν στους φούρνους επάνω. Φρίκη! Όσοι ήταν να μπουν στους θαλάμους αερίων, τους έδιναν σαπούνι και τους έλεγαν «πάρτε το για να πλυθείτε, για να κάνετε μπάνιο». Όταν μπαίνανε μέσα, δύο Γερμανοί από τον φωταγωγό που υπήρχε επάνω έριχναν το αέριο: Κυκλώνιο Β’. Όταν άνοιγαν οι πόρτες τα πτώματα ήταν ποδοπατημένα. Οι μεν μανάδες πέταγαν τα παιδιά τους, τα μωρά, προς τα πάνω, μήπως μπορέσουν να αναπνεύσουν και επιζήσουν και οι δε νεότεροι πατούσαν τους γηραιότερους μήπως και επιβιώσουν» τονίζει.
Το καλοκαίρι του 1944, έφτασε ένα τρένο γεμάτο Εβραίους, αλλά δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεματόρια. «Ανοιξαν λάκκους, τους ντουφέκιζαν και στην συνέχεια τους πέταγαν μέσα. Πολλοί εξ αυτών ήταν ακόμα ζωντανοί, τραυματίες. Στην συνέχεια έβαλαν φωτιά, με τις φλόγες να φτάνουν ως τον ουρανό. Το διανοείστε; Μετά με πήγαν στο στρατόπεδο του Όρντουφ, ενώ μετά με μετέφεραν στο Μπέρκεν-Μπέρσεν, άλλο φριχτό στρατόπεδο θανάτου. Να φανταστείτε πως εκεί βάζαμε τα πτώματα για μαξιλάρια. Εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα για εμένα».
Δικαίως λοιπόν διαμαρτύρεται το Κεντρικό Ισραηλίτικο Συμβούλιο Ελλάδος σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα: «Η πύλη του Άουσβιτς: Μόλις 76 χρόνια πριν, στις 27 Ιανουαρίου 1945, Σοβιετικοί στρατιώτες αντίκρυσαν σκελετωμένα κορμιά, μύρισαν τη καμένη σάρκα, ο ουρανός σκοτεινός από τον καπνό των φούρνων, αποκαλύφθηκε στην ανθρωπότητα η απανθρωπιά του ανθρώπου. Και ήταν μόνον η αρχή της αποκάλυψης της Σοά, του Ολοκαυτώματος 6 εκατομμυρίων Εβραίων και της εξόντωσης εκατοντάδων χιλιάδων άλλων "διαφορετικών" από τους Ναζί. Η περιβόητη επιγραφή «Η εργασία απελευθερώνει», που επινοήθηκε για να εξαπατήσει όχι μόνον τα θύματα, αλλά και τον κόσμο όλον, είναι το σύμβολο του πιο φρικαλέου εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Ο ευτελισμός του και η σχετικοποίησή του συνιστούν νομιμοποίηση της λήθης και της άρνησης του Ολοκαυτώματος.»
Ευτελισμός και σχετικοποίηση. Να ρίξουμε τα σύμβολα στα Τάρταρα, επειδή εκεί βρίσκεται το δικό μας ύψος. Ας πάνε να τα πούνε οι «αριστεροί» στις οικογένειες των συντρόφων τους που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου. Να δούμε δεν θα τους φτύσουν;