Ο κορυφαίος ιστορικός της εκπαίδευσης Αλέξης Δημαράς υποστήριζε συχνά ότι η ιδεολογική συζήτηση επισκιάζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα εκπαιδευτικά θέματα. Το να επιδιώκεις λοιπόν τη μέγιστη δυνατή συναίνεση των πολιτικών κομμάτων σε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ο πιο εύκολος τρόπος για να μη γίνει ποτέ. Το παράδειγμα του «νόμου Διαμαντοπούλου» είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά. Η τότε υπουργός Παιδείας επιδίωξε και πέτυχε τη μέγιστη δυνατή συναίνεση στην ψήφιση του νόμου της. Ο χρόνος όμως που χάθηκε για να επιτευχθεί αυτή η κοινοβουλευτική συναίνεση ήταν υπερπολύτιμος για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Το κατεστημένο των πανεπιστημίων, αριστερό και δεξιό, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, μόλις αποχώρησε από το υπουργείο Παιδείας η Διαμαντοπούλου, συνασπίστηκε και κατάφερε με μεθοδικές κινήσεις να ακυρώσει τις βασικές πρόνοιες του νόμου. Μια χαμένη μεταρρύθμιση στο όνομα της συναίνεσης.
Στην εκπαίδευση αρκούν απλώς «χειρουργικές» επεμβάσεις σε επιλεγμένους στρατηγικά τομείς για να επιτευχθούν μονιμότερα αποτελέσματα. Πάρτε για παράδειγμα τον νόμο του παμπόνηρου Γαβρόγλου σχετικά με την αναβάθμιση των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια. Ποιος θα τολμήσει να τον ακυρώσει χωρίς να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων και κινητοποιήσεων από τους καθηγητές των ΤΕΙ, που αναβαθμίστηκαν εν μια νυκτί, αλλά και από τους ίδιους τους σπουδαστές και τους γονείς τους;
Αληθινές μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση θα συναντήσουν λοιπόν μεγάλες αντιδράσεις από τα εγκατεστημένα σ' αυτήν πάσης φύσεως αντιδραστικά συμφέροντα. Εάν η κυβέρνηση πιστεύει τις μεταρρυθμίσεις και θέλει να τις εφαρμόσει δεν είναι δυνατόν να επιδιώκει τη χίμαιρα της συναίνεσης σ' αυτές όσων θίγονται. Απλώς, δεν θα γίνουν ποτέ. Κι αν έχει αμφιβολία για το ποιες μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες να γίνουν στην παιδεία, δεν έχει παρά να διαβάσει τις ανακοινώσεις των συνδικαλιστών ΟΛΜΕ, ΔΟΕ κοκ. Ο,τι καταγγέλλουν οι συνδικαλιστές ως κακό, αυτό πρέπει να θεσπίσει χωρίς καθυστέρηση μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση (αξιολόγηση εκπαιδευτικών, σχολική επιλογή, αυτονομία κ.λπ.). Είναι αλήθεια ότι τα «λαγωνικά» των συντεχνιών της εκπαίδευσης μυρίστηκαν στην τρέχουσα πανδημία του κορονοϊού έναν τεράστιο κίνδυνο να απειλεί τα συμφέροντά τους. Έγινε σε όλους μας σαφές ότι ένα διαφορετικό είδος εκπαίδευσης περισσότερο εξατομικευμένο και μαθητοκεντρικό, μακριά από το μονολιθικό σχολείο του 19ου αιώνα, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και εδώ.
Πάρτε για παράδειγμα τις αντιδράσεις στην από απόσταση εκπαίδευση. Στην επιτυχία του μέτρου διείδαν οι συνδικαλιστές τον «κίνδυνο», αυτό να γίνει μέρος της εκπαιδευτικής μας κανονικότητας. Και όχι μόνο. Για σκεφτείτε να είχαμε τη δυνατότητα να συνδυάσουμε επιλογές που παρακάμπτουν το παραδοσιακό σχολείο. Για σκεφτείτε, για παράδειγμα, μια ομάδα γονέων ή εκπαιδευτικών να έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει το δικό της ψηφιακό σχολείο, όπου θα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει πρωτοποριακές διδακτικές μεθόδους και ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με σημαντικές αποκλίσεις από το κεντρικά καθορισμένο, προσαρμοσμένο όμως στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής.
Τα μαθήματα θα διεξάγονται από απόσταση, οι γονείς των μαθητών θα μπορούν να τα παρακολουθήσουν όποτε το θελήσουν και να αξιολογήσουν επίσης, όποτε το θελήσουν, τους διδάσκοντες και την όλη εκπαιδευτική διαδικασία. Για σκεφτείτε, ακόμη, τη θεσμοθέτηση της κατ' οίκον διδασκαλίας ενός ή περισσότερων μαθητών οργανωμένη από έναν ή περισσότερους γονείς με δασκάλους της επιλογής τους, όχι ως εξαίρεση, αλλά ως μια απόλυτα νόμιμη επιλογή αντί του παραδοσιακού σχολείου.
Σας έχω ξαναγράψει ότι η πανδημία, μας προσφέρει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε, ότι πράγματα που νομίζαμε ότι δεν μπορούσαν να συμβούν, μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε όλοι και πρώτη από όλους η κυβέρνηση, ότι η λύση του εκπαιδευτικού μας προβλήματος δεν περνά από τη συναίνεση και την αναβολή των μεταρρυθμίσεων αλλά από την ποικιλομορφία και την ελεύθερη σχολική επιλογή.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε το Σαββατοκύριακο 27 - 28 Ιουνίου