Ένα από τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα της σημερινής κυβέρνησης είναι… η σύγκρισή της με την προηγούμενη. Συγκρινόμενη με τη χειρότερη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση μετά τον εμφύλιο πόλεμο, σε συνδυασμό με την επιτυχή μέχρι σήμερα διαχείριση της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο διατηρεί αλλά και επαυξάνει καθημερινά το πολιτικό της κεφάλαιο.
Παρά τη φθορά που συνεπάγεται η διαχείριση της εξουσίας και τις εξαιρετικά αντίξοες και προ πανδημίας συνθήκες (προσφυγική κρίση, ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης κ.λπ.), η κυβέρνηση τα έχει πάει αρκετά καλά. Στον τομέα της εκπαίδευσης, όμως, δεν αρκεί να είσαι καλύτερος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά όταν ο υπόλοιπος προηγμένος κόσμος τρέχει, τη στιγμή που εσύ απλώς βαδίζεις γρηγορότερα από πριν.
Μελετώντας τον μέχρι σήμερα απολογισμό της κυβέρνησης στον τομέα της εκπαίδευσης επισημαίνουμε τα εξής:
Οι αλλαγές που έχουν γίνει είναι μεν θετικές (τράπεζα θεμάτων, ενίσχυση προτύπων και πειραματικών κ.λπ.), αλλά οπωσδήποτε όχι αρκετές. Πλησιάζει ένας χρόνος από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και οι κρίσιμες αλλαγές για το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως μεταξύ άλλων η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η αυτονομία της σχολικής μονάδας, η ελεύθερη επιλογή σχολείου και γενικότερα η ενίσχυση της γονεϊκής επιλογής, η άρση των θεσμικών εμποδίων στην ιδιωτική εκπαίδευση κ.ά. μοιάζουν να αναβάλλονται.
Μάλιστα η «κορωνίδα» μιας επιτυχημένης παγκοσμίως εκπαιδευτικής πρακτικής, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, παραπέμπεται στις «καλένδες». Θυμίζω ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ήταν μια από τις βασικές προεκλογικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας, για την οποία ασκήθηκε λυσσαλέα κριτική στον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και μάλιστα όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τους συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ στην εκπαίδευση, καθώς κι από τις δυνάμεις της πιο συντηρητικής Δεξιάς, που χρόνια τώρα αντιτάσσονται σθεναρά σε κάθε σοβαρή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν πολιτικό κόστος και η συναλλαγή με τις συντεχνίες της εκπαίδευσης και τους πλέον αντιδραστικούς κύκλους της σε «προστατεύει» από αυτό. Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι η αναβολή ή -χειρότερα- η ματαίωση των δύσκολων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων θα κάνει κακό, όχι μόνο στην εκπαίδευση αλλά και σε όλους ανεξαιρέτως τους θεσμούς της χώρας.
Στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης η απλοποίηση των διαδικασιών για την επαγγελματική αναγνώριση των πτυχιούχων ξένων πανεπιστημίων και κολεγίων, η κατάργηση του ασύλου, η θεσμοθέτηση ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων και της Εθνική Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι αναμφίβολα θετικά μέτρα. Ακόμα όμως εκκρεμούν βασικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, όπως η επαναφορά των συμβουλίων διοίκησης των ΑΕΙ και η απελευθέρωσή τους από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους.
Είναι οξύμωρο, για παράδειγμα, ενώ επιτρέπεται στα πανεπιστήμια χωρίς την έγκριση του κράτους να ιδρύσουν ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα, να διατηρείται ακόμη ο αναχρονιστικός νόμος ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τον οποίο τα μεταπτυχιακά προγράμματα εγκρίνονται από το υπουργείο Παιδείας. Να επισημανθεί ότι τα πανεπιστήμιά μας ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στην παροχή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης την περίοδο της πανδημίας.
Γιατί να μην έχουν τη δυνατότητα αυτή και ως κανονική επιλογή, τόσο για τα ξενόγλωσσα προπτυχιακά όσο και για τα μεταπτυχιακά τους προγράμματα; Η απελευθέρωση της ίδρυσης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και η μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα ΑΕΙ, η θεσμική διευκόλυνση της προσέλκυσης πόρων πέρα από την κρατική χρηματοδότηση και της καλύτερης διασύνδεσης με την αγορά εργασίας αποτελούν σημαντικές εκκρεμότητες της παρούσας κυβέρνησης.
Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες προκειμένου να μετατραπεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από χρονίζον πρόβλημα σε βασικό πυλώνα της μελλοντικής ανάπτυξης.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 20 Ιουνίου.