Του Ιωάννη Λογοθέτη*
Διανύοντας τον έβδομο χρόνο μιας ανελέητης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, αποδεικνύεται περίτρανα ότι στο εσωτερικό της χώρας επικρατούν ακραίες μορφές πολιτικής αντιπαράθεσης και κομματικής προπαγάνδας, με τον περιβόητο «κίτρινο» τύπο να αλωνίζει θυμίζοντας το περιβάλλον πόλωσης που επικρατούσε τη δεκαετία του '80 και κορυφώθηκε το «βρώμικο 89». Ήταν τα αξεπέραστα ρομαντικά χρόνια που η τότε κυβέρνηση, η οποία εκλέχθηκε με το περιβόητο προπαγανδιστικό σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», έθετε τα θεμέλια για τη δημιουργία του παρασιτικού, πελατειακού κράτους στο όνομα του Σοσιαλισμού και ασκούσε πλήρη έλεγχο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με τους διάφορους κρατικοδίαιτους Μιντιάρχες να υπηρετούν το έργο της ανελέητης κομματικής προπαγάνδας και παραπληροφόρησης.
Ως καθημερινοί παρατηρητές των τεκταινόμενων που λαμβάνουν χώρα στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας, αντιμετωπίσαμε με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και οργή την ανεκδιήγητη κατηγορία του Πρωθυπουργού -σε μια παράσταση αλαζονείας στην ομιλία του την περασμένη εβδομάδα στην βουλή- περί «fake news» και μηχανισμού προπαγάνδας της αντιπολίτευσης ενάντια στο κυβερνητικό αφήγημα.
Όλα αυτά εν μέσω νέας συρροής διαψεύσεων των κυβερνητικών προκηρύξεων όσον αφορά την πολυπόθητη ''ανάπτυξη'', που εν τέλει μετατράπηκε σε ύφεση όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ, το αφήγημα του Grinvest που ως τώρα παρουσιάζει μόνο νέα εταιρικά λουκέτα και αναβολή ή καθυστέρηση μεγάλων ξένων επενδύσεων μόλις μέσα σε διάστημα ενός μήνα, αλλά και διάφορες άλλες «μυθοπλασίες» που αποσκοπούν στη συσπείρωση του εκλογικού σώματος όσο πλησιάζουν οι επόμενες εθνικές εκλογές.
Εν μέρει, οι αλλεπάλληλες κυβερνητικές αποτυχίες σε ολόκληρο το φάσμα της καταστροφικής πολιτικής που εφαρμόζεται από την πρώτη εκλογική νίκη της συγκυβέρνησης το 2015 ίσως δικαιολογούν έως ένα βαθμό την προσήλωσή της στην κομματική συσπείρωση και στη δημιουργία θετικών εντυπώσεων για την επόμενη μέρα. Παρόλα αυτά, είναι άκρως λυπηρό ότι σαν αντιπολίτευση εξέθρεψε έναν ακραίο λαϊκισμό στο δημόσιο διάλογο και ως κυβέρνηση διατήρησε σταθερά το πρότυπο της διαμάχης των δύο πόλων. Εφηύραν, σαν αντιπολίτευση αρχικά, τον όρο «γερμανοτσολιάδες» ο οποίος επανήλθε στην επικαιρότητα με τον όρο «μένουμε Ευρωπαίοι» ενώ παράλληλα διαμηνύουν ότι εκπροσωπούν δήθεν τις λαϊκές μάζες και μια προοδευτική Ευρώπη χωρίς όμως να υιοθετούν το μεταρρυθμιστικό Πρόγραμμα που πρέπει να υλοποιήσουν δεδομένου του μνημονίου που οι ίδιοι διαπραγματεύτηκαν και νομοθέτησαν. Ταυτόχρονα, δηλώνουν ότι δεν ανήκει στις πεποιθήσεις τους η νεοφιλελεύθερη πολιτική των μνημονίων και της Ευρώπης. Τουτέστιν, μιλάμε για ένα καθαρά εθνικολαϊκίστικο πρότυπο διακυβέρνησης.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει όλα τα προβλήματα της χώρας σαν μια αντιπαράθεση εθνικών ιδεωδών διχάζοντας ανεύθυνα την κοινωνία ενώ υπεραπλουστεύει όλα αυτά τα προβλήματα ώστε να εντάσσονται σε ένα διασπαστικό δίπολο κομματικού χαρακτήρα. Η αντιπαράθεση αυτών των δυο αντιπάλων κόσμων οδηγεί στην κατάλυση κάθε συνεκτικής πολιτικής σκέψης, αντικειμενικής ανάλυσης προβλημάτων ή γενικότερου θετικού συλλογισμού για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων.
Δυστυχώς, μετά από όλα τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν μέρος τα τελευταία χρόνια, διακρίνεται αδυναμία έστω μερικής σύμπνοιας απόψεων για βασικά ζητήματα που χρίζουν άμεσης αντιμετώπισης, ακόμα και μετά την κατάρρευση της αυταπάτης των τελευταίων ετών περί κατάργησης των μνημονίων. Συνεπώς, βασική επιδίωξη των Σύριζα-Ανελ παραμένει η δημιουργία αντιπαράθεσης με τους «μνημονιακούς», χρησιμοποιώντας ανενδοίαστα διχαστικό λεξιλόγιο με τη βοήθεια μεγάλου μέρους των ΜΜΕ σε μορφή «κίτρινου» τύπου, συνοδευόμενο από στοχευμένες συκοφαντικές και ανόητες ψεύτικες ειδήσεις για πολιτικούς αντιπάλους.
Ο διχασμός είναι κεντρικό στοιχείο της πολιτικής της κυβέρνησης και η διαίρεση των Ελλήνων εξασφαλίζει ηγετική παρουσία στο τμήμα του πληθυσμού που αποδίδει την υστέρηση της χώρας στην ΕΕ και στα ξένα κέντρα εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο τα πραγματικά προβλήματα της χώρας, όπως τα υπέρογκα ασφαλιστικά ελλείμματα, η έλλειψη επενδύσεων, η δημόσια διοικητική ανεπάρκεια και η ανυπαρξία συστηματικού σχεδιασμού για την ανατροπή της αρνητικής πορείας της χώρας, συγκαλύπτονται με ιδεοληψίες και παραπλανητικές αντιπαραθέσεις. Οι παρελκυστικές διαπραγματεύσεις, οι αμφιταλαντεύσεις, τα πισωγυρίσματα και η διάδοση ψεύτικων ειδήσεων είναι μια συνειδητή τακτική που αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της εξουσίας ενισχύοντας την υποτιθέμενη εικόνα μιας κυβέρνησης που μάχεται σκληρά για τις πεποιθήσεις της.
Συνυπολογίζοντας όλα τα προαναφερθέντα, είναι κωμικοτραγικό και λυπηρό να ευτελίζει το αξίωμά του ο πρωθυπουργός κατηγορώντας τους αντιπάλους του για δημιουργία ψευδών ειδήσεων ενώ γνωρίζει ότι ήταν ο ίδιος που δημιούργησε και εξέθρεψε την ανάλγητη προπαγάνδα των εύκολων λύσεων και της ανήθικης συκοφάντησης αντιπάλων.
Η αντιπαράθεση στη δημοκρατία αποτελεί βασικό μοχλό για την εύρωστη λειτουργία της αλλά η ποιότητα καθορίζεται από το μέγεθος και τον τρόπο αυτής. Με μοναδική επιδίωξη την εξόντωση του αντιπάλου, η δημοκρατία υστερεί. Εάν οι πολιτικοί πολιτεύονται ανεύθυνα, διχάζουν και αρνούνται να έρθουν σε ένα κοινό σημείο σύγκλισης ώστε να βελτιώσουν τις ζωές των πολιτών και να καταπολεμήσουν τα προβλήματα της κοινωνίας λόγω εθνικιστικών και λαϊκιστικών ιδεοληψιών, η χώρα αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα θα συνεχίσει να παρασύρεται σε μια δίνη αδυναμίας και παρακμής. Παράλληλα, ακραίες πολιτικές ιδεολογίες και περιθωριακά πρόσωπα θα καταφέρουν να αναρριχηθούν στην εξουσία και να βλάψουν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό την Ελληνική κοινωνία.
*Ο Ιωάννης Λογοθέτης εργάζεται στο City του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικός αναλυτής σε πολυεθνικό όμιλο.