Του Στέλιου Διακουλάκη
Με την προεκλογική περίοδο για την ηγεσία της κεντροαριστεράς να έχει μπει στον τελευταίο μήνα, είναι αναμενόμενο να πληθαίνουν οι εντάσεις αλλά και οι αιχμές μεταξύ των υποψηφίων ιδίως προς εκείνους που εμφανίζονται ως φαβορί για την επικράτηση. Ένας από αυτούς είναι ο Γιώργος Καμίνης και μια σταθερή κριτική που δέχεται είναι η πρόθεση του να κρατήσει και το δημαρχιακό θώκο σε περίπτωση που εκλεγεί επικεφαλής της κεντροαριστεράς το Νοέμβριο.
"Εγώ, Γιώργο, δουλεύω 18-20 ώρες καθημερινά για το Ποτάμι, εσύ πώς θα τα καταφέρνεις και με τους δύο ρόλους;" του είπε στο πρόσφατο debate ο κατά τ/ άλλα σοβαρός και μετριόφρων Σταύρος Θεοδωράκης. Κανείς βέβαια δεν γύρισε να του πει πώς ο ίδιος εξηγεί ότι παρά το σχεδόν απάνθρωπο ωράριο εργασίας που έχει επιβάλλει στον εαυτό του, το Ποτάμι διαρκώς συρρικνώνεται και δημοσκοπικά πλέον κινείται γύρω στο 1%. Και φυσικά αυτός δεν θα ήταν ο πάντα ευγενής και καθόλου συγκρουσιακός Καμίνης αλλά σίγουρα η σκέψη πέρασε από το μυαλό των περισσότερων τηλεθεατών.
Σε πρώτη ανάγνωση η αιχμή αυτή προς τον Καμίνη ενδεχόμενα να ακούγεται εύλογη και δικαιολογημένη. Μα όντως πώς θα τα προλαβαίνει; Είναι part-time ενασχόληση ο Δήμος της Αθήνας; Στην εύκολη αυτή πρώτη αντίδραση ποντάρουν και αυτοί που διαρκώς επαναλαμβάνουν την κριτική. Ο στόχος τους δεν είναι άλλος από το να πλήξουν τον Καμίνη και φυσικά δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Στην ουσία της, όμως, η κριτική αυτή είναι λανθασμένη, υποκριτική και στηρίζεται σε μία στρεβλή αντίληψη για την πολιτική και τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων που έχει κυριαρχήσει στην Ελλάδα.
Καταρχήν, το καθοριστικό κριτήριο που πρέπει να τίθεται για να έχει ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο μια συζήτηση περί κατοχής δύο αξιωμάτων δεν είναι φυσικά ο φόρτος εργασίας αλλά η ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων. Στην προκειμένη περίπτωση, και με δεδομένο ότι κανένα τυπικό κώλυμα δεν προκύπτει για τον Καμίνη να κατέχει τους δύο αυτούς ρόλους, η κριτική που του γίνεται αυτομάτως αδυνατίζει και μπαίνει στη σφαίρα της λαϊκίστικης συζήτησης περί «διπλοθεσίας» και πρακτικής ικανότητας ανταπόκρισης στις απαιτήσεις των θέσεων αυτών.
Είναι γνωστό πως στην Ελλάδα ένας πρόεδρος κόμματος νομιμοποιείται να είναι ταυτόχρονα όχι μόνο δήμαρχος αλλά και υπουργός. Κανένα κώλυμα, φυσικά, δεν υφίσταται. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος, για παράδειγμα, διετέλεσε συγχρόνως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, υπουργός εξωτερικών αλλά και αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ. Προφανώς, καμία κριτική δεν του ασκήθηκε για πλημμελή άσκηση των τόσων καθηκόντων του ούτε κανείς τον ρώτησε πόσες ώρες αφιέρωνε σε κάθε γραφείο. Και, προσωπικά, δεν θυμάμαι τον Σταύρο Θεοδωράκη να του θέτει ερωτήματα για το αν προλαβαίνει να κοιμηθεί καθόλου. Αντίστοιχα παραδείγματα έρχονται και από το εξωτερικό, όπως πχ του Ζακ Σιράκ στη Γαλλία που διετέλεσε δήμαρχος στο Παρίσι επί 18 συναπτά έτη, διάστημα κατά το οποίο ήταν επίσης όχι μόνο αρχηγός του δεξιού κόμματος αλλά και πρωθυπουργός της χώρας για 2 χρόνια. Άρα οι ενστάσεις που τίθενται στον Καμίνη για τον ενδεχόμενο διπλό ρόλο «προέδρου και δημάρχου» είναι όχι μόνο εσφαλμένες αλλά και κακόβουλες.
Από την άλλη, η συζήτηση περί κατοχής περισσότερων αξιωμάτων θα αποτελούσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαναφορά στο δημόσιο διάλογο της δέσμευσης που κατά καιρούς εξαγγέλλεται - αλλά ποτέ δεν εφαρμόζεται- για θέσπιση ασυμβίβαστου μεταξύ του υπουργού και του βουλευτή. Δύο αξιώματα που ο κάτοχος τους όχι μόνο πρακτικά δεν μπορεί επαρκώς να φέρει αποτελεσματικά εις πέρας, αλλά κυρίως προκαλούν προφανή σύγκρουση συμφερόντων. Πόσο λοιπόν θα κέρδιζαν οι ίδιοι οι υποψήφιοι της κεντροαριστεράς αλλά και συνολικά ο χώρος αν αντί για χτυπήματα κάτω από τη μέση στο συνυποψήφιό τους δεσμεύονταν συλλογικά για τις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται στα θέματα που έχουν να κάνουν με τον εκλογικό νόμο, τον καθορισμό ασυμβίβαστων, την αντιμετώπιση της διαφθοράς στο πολιτικό σύστημα και τη διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο Metarithmisi.gr