Του Κώστα Χρυσόγονου*
Η αποχώρηση της Σοσιαλιστικής Τάσης από τον ΣΥΡΙΖΑ σχολιάσθηκε ποικιλότροπα από διάφορες πλευρές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μερικά από τα πιο επιθετικά σχόλια προήλθαν όχι από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά από εκείνη της αντιπολίτευσης. «Ποντίκια που εγκαταλείπουν το καράβι που βουλιάζει» μας αποκάλεσε ένας βουλευτής μικρού κόμματος της αντιπολίτευσης, «πολιτικάντηδες της καρέκλας» κάποιος άλλος, ενώ τη «δημόσια σκληρή αυτοκριτική» μας επειδή συμβάλαμε στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία απαίτησε, σε πιο πολιτισμένο ύφος, γνωστός δημοσιογράφος.
Όλα αυτά όχι μόνο απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, αλλά αναδεικνύουν και τη νοσηρότητα του δημόσιου βίου στη χώρα μας. Το πολιτικό κλίμα είναι τόσο φορτισμένο, ώστε πολλοί από τους «διαμορφωτές γνώμης» (opinion leaders) να εκδηλώνουν έναν οιονεί θρησκευτικό ζήλο, αντιμετωπίζοντας τους «άλλους» ως άπιστους αρνητές της ορθοδοξίας και όσους αποχωρούν από έναν πολιτικό χώρο περίπου ως εξωμότες. Η πολιτική συζήτηση καταλήγει έτσι να προσωποποιείται, να υποβαθμίζεται σε μια διαρκή αναζήτηση ταπεινών κινήτρων στη συμπεριφορά του «άλλου» και τελικά να απογυμνώνεται από την ουσία της, δηλ. την εξεύρεση λύσεων για τα προβλήματα της χώρας, τα οποία έτσι επιδεινώνονται διαρκώς.
Κάθε στοιχειωδώς ψύχραιμος πολιτικός αναλυτής αντιλαμβάνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν είναι «καράβι που βουλιάζει», αλλά έχει σταθεροποιηθεί δημοσκοπικά στα ίδια ποσοστά εδώ και περισσότερο από ένα έτος, ενδεχομένως μάλιστα και με ελαφρά αυξητική τάση, ενώ καμία απολύτως δημοσκόπηση δεν του αμφισβητεί έστω και μακρόθεν την κατάληψη της δεύτερης θέσης, εφόσον γίνονταν αύριο εκλογές (άρα και την προοπτική επανόδου στην εξουσία στο μέλλον, εάν και εφόσον θα μπορούσε να επωφεληθεί από τη μελλοντική φθορά μιας άλλης κυβέρνησης). Είναι φανερό επομένως ότι όσοι αποχώρησαν τώρα, και συγκεκριμένα η Σοσιαλιστική Τάση, δεν το έπραξαν λόγω βραχυπρόθεσμων και υστερόβουλων πολιτικών υπολογισμών, αλλά επειδή υπήρχαν από καιρό πολιτικές και οργανωτικές διαφωνίες με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον η υπομονή τους εξαντλήθηκε. Τις διαφωνίες αυτές είχαμε εκδηλώσει δημόσια, π.χ. σε ό,τι με αφορά με την από 19.3.2015 επιστολή μου προς τον Αλέξη Τσίπρα που δημοσιοποίησα στις 29.6.2015, με το κείμενο των 14 θέσεων τον Σεπτέμβριο του 2016 ενόψει τότε του 2ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, πιο πρόσφατα με την από 8 Αυγούστου 2017 δήλωση-έκκληση της εκλεγμένης Γραμματείας της Σοσιαλιστικής Τάσης κ.ο.κ.
Πρόκειται για διαφωνίες αρχής, πάνω σε κατά κυριολεξία πολιτικά ζητήματα που ήταν και είναι κρίσιμα για το μέλλον του τόπου, και όχι πολιτικαντισμούς, όπως νομίζουν κάποιοι κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Όσο για την αυτοκριτική, αυτή είναι επιβεβλημένη για τα δικά μας σφάλματα και τέτοια διαπράττουμε κατά καιρούς όλοι μας. Δεν νοείται όμως αυτοκριτική για σφάλματα άλλων και ειδικότερα για αποφάσεις που έλαβε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να ρωτήσει τα αρμόδια συλλογικά όργανα του κόμματος, όπως τεκμηριώνεται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2017 εισήγηση της Γραμματείας της Σοσιαλιστικής Τάσης προς τα μέλη της, που έγινε αποδεκτή με πλειοψηφία 82,6 % στην ψηφοφορία της 5ης Οκτωβρίου 2017.
Εμείς που αποχωρήσαμε στις 5 Οκτωβρίου 2017 δεν είχαμε προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ιδρυτικό συνέδριο του 2013, από ξαφνικό θαυμασμό για τον Αλέξη Τσίπρα ή τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Συγκροτήσαμε μια από τις ιδρυτικές συνιστώσες του νέου κόμματος, επειδή τότε μας είχαν υποσχεθεί ένα κόμμα «μαζικό και δημοκρατικό, ανοιχτό στην κοινωνία», όπως έλεγε η ιδρυτική διακήρυξη και το προοίμιο του καταστατικού. Μαζικός βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δεν ήταν με τα 30.000 μέλη και δεν έχει γίνει έως σήμερα, που αυτά είναι στην πράξη ακόμα λιγότερα. Ήταν όμως περισσότερο δημοκρατικός και πολυφωνικός τότε στην εσωτερική του λειτουργία από όλα τα άλλα κόμματα της εποχής εκείνης και τούτο μας έδινε την ελπίδα ότι, εφόσον πραγματοποιούνταν το υπεσχημένο άνοιγμα στην κοινωνία, οι δικές μας θέσεις θα μπορούσαν να βρουν απήχηση σε συλλογικά όργανα εκλεγμένα από μια διευρυμένη κομματική βάση και να επηρεάσουν αποφασιστικά την πορεία του κόμματος. Σταδιακά οι ελπίδες μας εκείνες διαψεύδονταν ολοένα και περισσότερο, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ γινόταν ολοένα και πιο αρχηγοκεντρικός, εωσότου ο κόμπος έφτασε στο χτένι.
Το κρίσιμο ζητούμενο πάντως σήμερα δεν είναι η παρελθοντολογία, αλλά το πώς θα μπορέσουμε να δρομολογήσουμε ισχυρή και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη για τη χώρα, ώστε να υπάρξει μέλλον σ' αυτή για τα παιδιά μας. Προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι η αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου, ώστε αυτός να επικεντρωθεί στα πραγματικά προβλήματα και όχι στις προσωπικές αντεγκλήσεις, και η επίτευξη προγραμματικών συγκλίσεων ανάμεσα στις δυνάμεις που θέλουν να οικοδομήσουν το αύριο χωρίς στείρες προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, αποδομώντας το πελατειακό σύστημα και αναδομώντας το κράτος σε πιο ρεαλιστικές και ορθολογικές βάσεις. Και η (πρώην) Σοσιαλιστική Τάση, της οποίας επίκειται η μετονομασία και η συγκρότηση σε αυτόνομη πολιτική κίνηση, ανήκει στις δυνάμεις αυτές.
* Ο κ. Κώστας Χρυσόγονος είναι Ανεξάρτητος Βουλευτής.
Φωτογραφία: Sooc