Η Υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε την αναπλήρωση όλων των χαμένων ωρών διδασκαλίας από τις καταλήψεις καθώς και τη χρήση της υποχρεωτικής τηλεκπαίδευσης σε σχολεία που τελούν υπό κατάληψη. Η παρέμβαση αυτή είναι αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση δεδομένου των πολυδιάστατων συνεπειών του φαινομένου που διογκώνονται σε μια κρίσιμη περίοδο όπου διδακτικές ώρες κινδυνεύουν ούτως ή άλλως να χαθούν εξαιτίας της πανδημίας.
Όντως, σε πρόσφατη μελέτη, o ΟΟΣΑ εκτίμησε ως ιδιαίτερα υψηλές τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των κλειστών σχολείων ειδικά στο πεδίο της οικονομίας. Ενδεικτικά, οι απώλειες ενδέχεται να φθάσουν τις 1.5 ετήσιες ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για το υπόλοιπο του αιώνα στις χώρες υπό μελέτη. Σε ατομικό επίπεδο, οι απώλειες είναι πιθανό να φτάσουν κατά μέσο όρο το 3% του ετήσιου εισοδήματος. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι οι δεξιότητες των ατόμων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα και την ποσότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν κατά τη διάρκεια του σχολικού βίου τους και είναι πολύ χρήσιμες στο ότι μας δίνουν μια αίσθηση της τάξης μεγέθους των απωλειών που προκύπτουν όταν χάνονται διδακτικές ώρες στα σχολεία.
Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα των χαμένων ωρών έχει και μια «ταξική» διάσταση που συχνά υποτιμάται στο δημόσιο διάλογο. Όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη, οι αναμενόμενες επιπτώσεις είναι μεγαλύτερες στους μαθητές που προέρχονται από οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες. Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με την εκπαιδευτική έρευνα αντιλαμβάνεται εύκολα τους λόγους. Οικογένειες με σημαντικό απόθεμα ανθρώπινου ή οικονομικού κεφαλαίου μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία να αναπτύσσουν στρατηγικές κάλυψης των μαθησιακών κενών (π.χ. προσλαμβάνουν δασκάλους, εγγράφουν τα παιδιά σε ιδιωτικά σχολεία ή ακόμα καλύπτουν οι ίδιοι οι γονείς τα κενά). Αντίθετα, παιδιά από κοινωνικοοικονομικά ασθενέστερες ομάδες εξαρτώνται περισσότερο από το σχολείο και την εύρυθμη λειτουργία του.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι το αποτέλεσμα των χαμένων ωρών από τις καταλήψεις (που δυστυχώς λειτουργεί συνδυαστικά με τις ώρες που ήδη έχουν χαθεί ή αναμένεται να χαθούν λόγω της επιδημίας) απειλούσε να γίνει δυσθεώρητο και ως εκ τούτου η παρέμβαση του υπουργείου ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη.
Μένει να δούμε την αποδοχή από την εκπαιδευτική κοινότητα, την εφαρμογή και εν τέλει την αποτελεσματικότητα της νέας παρέμβασης. Διότι μπορεί να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση όμως δεν παύει να αποκλίνει από το ιδεατό (που πολύ απλά συνίσταται στο να μην διαταράσσεται η σχολική ζωή), ενώ η εξ αποστάσεως εκπαίδευση παρότι είναι αναμφίβολα έξυπνη λύση, θα πρέπει να προσέξουμε να μην καταλήξει και σε εύκολη λύση.
Το σημαντικό στην παρούσα φάση είναι να ανατραπεί η παγιωμένη αντίληψη που αντιμετωπίζει την κατάληψη του σχολείου ως ένα φυσιολογικό εργαλείο διαμαρτυρίας για πλειάδα ετερογενών και πολλές φορές άσχετων με τη σχολική ζωή θεμάτων. Τέλος, η προσπάθεια του υπουργείου, ανεξαρτήτως αν θα στεφθεί από επιτυχία ή όχι, αποτελεί μια καλοδεχούμενη απόκλιση από την πάγια τακτική πολλών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών που πρακτικά συνίστατο στο να αφήνουν το πρόβλημα να «λυθεί» από μόνο του (δηλαδή να επέλθει η απαιτούμενη πλήξη στους διαμαρτυρόμενους μαθητές που τους οδηγεί πίσω στα θρανία).
* Ο Χρήστος Κουτσαμπέλας είναι Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.