Του Γιώργου Μαυρωτά*
Βγήκαν οι βάσεις εισαγωγής των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και καταρχήν να συγχαρώ όλα τα παιδιά που μόχθησαν και πέτυχαν τους στόχους τους. Υπάρχουν όμως και παιδιά που προσπάθησαν και δεν πέτυχαν αυτό που ήθελαν. Η γνώμη μου είναι ότι το Ελληνικό Πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε παλάτι ούτε ερείπιο. Παντού υπάρχουν θύλακες δημιουργίας και ο καθένας μπορεί να βρει τον δρόμο του σε μια πορεία που δεν τελειώνει τα 4-5 χρόνια των προπτυχιακών σπουδών αλλά έχει στη συνέχεια μεταπτυχιακά, δυνατότητες δια βίου μάθησης που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον να συνδυάσει τις σπουδές με το επάγγελμα.
Το βασικό ζητούμενο είναι να μην σταματήσει να ψάχνεται τα χρόνια των σπουδών, σήμερα που οι δυνατότητες που υπάρχουν και τα ερεθίσματα είναι απεριόριστα. Αυτό που θα έδινα ως συμβουλή λοιπόν είναι «ανοικτές οι κεραίες» και όχι πρακτικές «βολέματος» και ήσσονος προσπάθειας, γιατί όσο περνούν τα χρόνια, δεν θα μετράει μόνο το «χαρτί» όπως τότε που αρκούσε για να διοριστεί κάποιος στο Δημόσιο, αλλά και τα γράμματα που έμαθε ο καθένας, οι δεξιότητες που ανέπτυξε και ο χαρακτήρας που διαμόρφωσε.
Για να γίνουν όμως αυτά χρειάζεται ένα ελάχιστο επίπεδο από την πλευρά των οιονεί φοιτητών και το ανησυχητικό κατά τη γνώμη μου στην όλη διαδικασία είναι ότι έχει κατέβει δραματικά ο πήχης για να σπουδάσει κάποιος. Υπάρχουν τμήματα που είναι ή θα γίνουν πανεπιστημιακά και έχουν βάσεις εισαγωγής 3-4 χιλιάδες μόρια δηλαδή μέσο όρο 3-4/20. Μπορεί να είναι χαμηλής ζήτησης αυτά τα τμήματα, αλλά δεν παύουν να ανήκουν στην ανώτατη εκπαίδευση. Ένας μαθητής Λυκείου που γράφει μέσο όρο 3-4 πώς μπορεί να σπουδάσει σε Πανεπιστημιακό τμήμα και πόσο αξιόπιστο θα είναι το τμήμα αυτό;
Η κατάσταση αυτή βέβαια είναι απότοκος του δόγματος κάθε πόλη και Σχολή κάθε χωριό και Τμήμα που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ (και το συνεχίζει ο ΣΥΡΙΖΑ με τις Πανεπιστημιοποιήσεις των ΤΕΙ), όταν τα ψηφοθηρικά, τοπικιστικά κριτήρια νικούσαν κατά κράτος τα ακαδημαϊκά. Η προσφορά λοιπόν έγινε μεγαλύτερη από την πραγματική ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια λανθάνουσα ζήτηση από παιδιά που έβλεπαν το πανεπιστήμιο απλώς σαν μια ευκαιρία να φύγουν από το σπίτι και να παρατείνουν την παιδική ανεμελιά, ικανοποιώντας παράλληλα την ματαιοδοξία των γονιών ότι «έχουν παιδιά στο Πανεπιστήμιο». Το αποτέλεσμα είναι οι στρατιές αιωνίων φοιτητών ή πτυχιούχων ανέργων που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν αυτό που σπούδασαν. Ποιος κερδίζει από αυτό; Πάντως όχι τα παιδιά και οι οικογένειές τους αλλά μόνο οι τοπικές κοινωνίες και οι τοπάρχες βουλευτές.
Εν κατακλείδι, δεν μπορεί για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση να μην υπάρχει ένα απόλυτο κατώτατο όριο βαθμολογίας. Να το βάζει η πολιτεία; Να το βάζει το κάθε τμήμα; Αυτό να το δούμε. Αλλά δεν μπορεί να συνεχίζουμε να κοροϊδεύουμε την ελληνική κοινωνία ότι όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την προσπάθεια που θα κάνουν, μπορούν να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει να προσπαθούν ώστε να ξεπερνούν ένα κατώφλι, όπως το 10 που είχε βάλει η κ. Γιαννάκου, αλλά δεν άντεξε πολύ. Μπορεί οι εισαγωγικές εξετάσεις να είναι συγκριτικές, αλλά ένα απόλυτο όριο για την Ανώτατη Εκπαίδευση πρέπει να υπάρχει. Ο λαϊκισμός κάποια στιγμή πρέπει να δώσει τη θέση του στον ορθολογισμό. Και αν το εξηγήσουμε αυτό με επιχειρήματα η κοινωνία θα το καταλάβει ότι είναι τελικά προς όφελός της το να μην την κοροϊδεύουν…
* Ο Γιώργος Μαυρωτάς είναι Βουλευτής Αττικής με Το Ποτάμι, Γραμματέας Κοινοβουλευτικού Έργου