Του Θεόδωρου Π. Παπαθεοδώρου
Η κληρονομιά που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση στη σημερινή, σε όλους τους τομείς της διαχείρισης του προσφυγικού, είναι βαριά, τραγική και με μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη χώρα.
Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, την περίοδο 2015-2019, από ανικανότητα, ιδεοληπτική εμμονή και μικροϋπολογισμούς κομματικού κόστους-οφέλους, μετέτρεψαν την προσφυγική κρίση σε ανθρωπιστική, αποδέχθηκαν δυσβάστακτους όρους για τη χώρα στην Κοινή Δήλωση Ευρώπης - Τουρκίας, δεν προχώρησαν σε κανέναν σοβαρό σχεδιασμό διασποράς και οργάνωσης των δομών φιλοξενίας προσφύγων, αδιαφόρησαν για τις επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες, προκάλεσαν με την ανερμάτιστη πολιτική τους και τους ανίδεους πειραματισμούς τους μεγάλες καθυστερήσεις στη χορήγηση ασύλου, εγκατέλειψαν τα πέντε νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου στην τύχη τους, μετατρέποντάς τα σε αποθήκες-κολαστήρια ανθρώπων.
Πέρα από αυτά, άφησαν πίσω τους και πολλές σκιές κατασπατάλησης ευρωπαϊκών κονδυλίων, σοβαρών οικονομικών σκανδάλων, στοχευμένης ροής χρήματος σε «ημετέρους» και πολιτικοοικονομικής διαφθοράς. Αυτό το ανήθικο πάρτι των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη διαχείριση του προσφυγικού, το οποίο είχαμε κατ' επανάληψη καταγγείλει την προηγούμενη περίοδο στη Βουλή, που το διερευνά ακόμα ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και για το οποίο η δημοσιογραφική έρευνα φέρνει συνεχώς νέα στοιχεία στο φως, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μίας προανακριτικής επιτροπής από τη νέα Βουλή. Αρκεί να αντικρίσει κάποιος σήμερα τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στα ΚΥΤ της Μόριας και των άλλων νησιών και τις περιορισμένες έως ανύπαρκτες υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και ένταξης στις διάφορες δομές φιλοξενίας για να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και την προκλητικότητα των δηλώσεων στελεχών και πρώην υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα, η διαχείριση του προσφυγικού πρέπει να αλλάξει με σχέδιο, οργάνωση, αναδιάρθρωση των Υπηρεσιών Ασύλου, σωστή και έγκαιρη ανάλυση των γεωπολιτικών δεδομένων και αλλαγών στην περιοχή. Αρχίζοντας από τα βασικά, το ζητούμενο είναι ποια πολιτική θα εφαρμοστεί στο προσφυγικό, ιδιαίτερα κάτω από τα νέα δεδομένα της σχετικής αύξησης των ροών από την Τουρκία.
Η ενεργοποίηση μεγαλύτερων και αποτελεσματικότερων μέσων επιτήρησης των θαλάσσιων συνόρων είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την ανάσχεση των ροών. Η Τουρκία θα συνεχίσει να εκβιάζει -όπως κάνει τώρα- με αιφνίδια αύξηση των ροών, ανάλογα με τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά της. Η Ελλάδα, ως το κράτος-μέλος της Ε.Ε. που επιβαρύνεται δυσανάλογα με την υποδοχή των ροών, οφείλει να ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση ορισμένων όρων της Κοινής Δήλωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας. Τα κλειδιά στην ομαλή διαχείριση του προσφυγικού παραμένουν τόσο η άμεση αποσυμφόρηση των νησιών όσο και η ταχύτερη χορήγηση ή μη ασύλου στους αιτούντες, καθώς και η ενίσχυση των διαδικασιών επαναπροώθησης στις χώρες καταγωγής. Αυτοί οι άξονες, στους οποίους μπορεί να υπάρξει πολιτική συναντίληψη μεταξύ Ν.Δ. και Κινήματος Αλλαγής, πρέπει να αποτελέσουν βασικά στοιχεία της επαναδιαπραγμάτευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ας μην ξεγελιόμαστε, για να απεγκλωβιστεί η χώρα από το σημερινό αδιέξοδο χρειάζεται εθνική στρατηγική.
Για να απεγκλωβιστούν 7.000 έως 10.000 πρόσφυγες από τα νησιά και να ανασάνουν οι τοπικές κοινωνίες χρειάζεται αναμορφωθεί το καθεστώς χορήγησης ασύλου, να χωροθετηθούν και να οργανωθούν δομές φιλοξενίας στην ενδοχώρα σε συνθήκες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προοπτικές ένταξης των προσφύγων. Επίσης, το πρόβλημα της επιτάχυνσης στη χορήγηση ασύλου δεν είναι απλώς η μεταφορά των υποθέσεων απευθείας στα Διοικητικά Δικαστήρια στον δεύτερο βαθμό, αλλά κυρίως η στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών και δικαστηρίων με προσωπικό που θα ασχολείται αποκλειστικά με την εξέταση των αιτήσεων και των προσφυγών, ώστε να καλυφθούν οι μεγάλες καθυστερήσεις του παρελθόντος.
Σήμερα, η χώρα χρειάζεται να ξαναχτίσει την πολιτική τού προσφυγικού από την αρχή, με εθνική στρατηγική, σεβασμό στις αρχές του δημοκρατικού κράτους δικαίου, διοικητική επάρκεια και αποτελεσματικότητα. Αλλά και με επίγνωση ότι, σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που αλλάζει, δεν υπάρχει πια η πολυτέλεια άλλων λαθών και χαμένων ευκαιριών.
* Ο κ. Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 9 Σεπτεμβρίου.