Του Κώστα Τρομπούκη*
Τον Ιανουάριο του 1996 η Ελλάδα και η Τουρκία έφθασαν στα πρόθυρα του πολέμου. Επίλεκτες δυνάμεις από τις δύο χώρες αποβιβάστηκαν στην καθεμιά από τις δύο βραχονησίδες Ίμια και η Ελλάδα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη δυσκολότερη ίσως κρίση μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974. Η Τουρκία δημιούργησε ένα σκηνικό πολεμικής σύρραξης εκμεταλλευόμενη την πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα, κάτι άλλωστε που παραδοσιακά πράττει. Στην ελληνική πλευρά δεν υπήρξε αποτελεσματική συνεργασία, ενώ κυριάρχησαν προσωπικές έριδες και η καχυποψία.
Σήμερα, το ίδιο σκηνικό φαίνεται πως επαναλαμβάνεται. Το 2017 έκλεισε με τον υψηλότερο αριθμό παραβιάσεων εθνικών χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου των τελευταίων 15 ετών. Από τις αρχές του έτους η συμπεριφορά αυτή έλαβε ακόμη πιο ανησυχητική μορφή με πληθώρα περιστατικών. Πρόσφατα, ο ίδιος ο Υπουργός Άμυνας με χαρακτηριστική επιπολαιότητα και ανευθυνότητα, χωρίς την επαρκή προετοιμασία, επιδιώκοντας να καπηλευθεί την επέτειο των Ιμίων έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να ταπεινώσει χωρίς κόστος τη Χώρα και να ξαναθέσει την απαράδεκτη και αντίθετη προς στο Διεθνές Δίκαιο θεωρία των γκρίζων ζωνών.
Μετά από 22 χρόνια, η Κυβέρνηση πραγματοποιεί μία ακόμη οπισθοχώρηση στο θέμα των Ιμίων ανεχόμενη τον μαξιμαλιστικό, βίαιο και προκλητικό τρόπο με τον οποίο η Τουρκία προβάλει διαχρονικά τις επιδιώξεις της. Την ώρα που η Τουρκία δε διστάζει να κλιμακώσει τις απειλές της στην κυπριακή ΑΟΖ και το Αιγαίο με τον εμβολισμό σκάφους του Λιμενικού στα χωρικά μας ύδατα και στη συνέχεια με τις απειλές Ερντογάν, η Χώρα, με ευθύνη της Κυβέρνησης έχει βυθιστεί στην εσωστρέφεια και σε ένα κλίμα διχασμού και πόλωσης. Η μακιαβελική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έχει κάνει το ολέθριο λάθος να ανοίξει όλα τα εθνικά θέματα, η Χώρα να βρίσκεται σημαντικά αποδυναμωμένη και παράλληλα να έχει δημιουργήσει συνθήκες βαθέως διχασμού στο εσωτερικό.
Η επιθετική πολιτική της Τουρκίας είναι, λίγο έως πολύ, γνωστή. Μπορεί μεν, προς το παρόν, να μην είναι ορατός ο κίνδυνος μια μεγάλης κλίμακας ξαφνικής επίθεσης, ωστόσο είναι ορατός ο στόχος της επίτευξης μιας σειράς ενδιάμεσων επιδιώξεων στα εθνικά ζητήματα, των οποίων το σωρευτικό αποτέλεσμα, θα είναι ισοδύναμο με το αποτέλεσμα μιας εθνικής ήττας.
Η Τουρκία σήμερα προχωρά με σχεδιασμό σε μια σειρά ενεργειών κλιμάκωσης της έντασης μεταφέροντας το δίλημμα στη δική μας πλευρά. Το ότι επιτυγχάνεται -όπως φαίνεται- μια αποκλιμάκωση της έντασης, αυτό γίνεται με τους όρους που θέτει το γειτονικό κράτος και η όποια επίλυση στο μέλλον θα επιδιωχθεί από πλευράς Τουρκίας σε ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης και στη βάση αμοιβαίων δεσμεύσεων για την de facto αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής. Το γεγονός αυτό συνιστά εθνική οπισθοχώρηση.
Η Κυβέρνηση του κ. Τσίπρα ο οποίος είχε εκφράσει την εθνικά επικίνδυνη απορία «έχει σύνορα η θάλασσα και δεν το ξέρω;» πρέπει να αντιληφθεί ότι μόνο μια σταθερή και αποφασιστική στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους και σκοπούς που προβλέπει την αναβάθμιση των αντιδράσεών της σε επόμενο στάδιο για την εξουδετέρωση των τουρκικών ενεργειών, μπορεί να αποδώσει. Διότι όσο εξασθενεί η αποτρεπτική στρατηγική μας, τόσο περισσότερος χώρος θα δίδεται στη γείτονα για να ανατρέψει την ισορροπία ισχύος και να παγιώσει τις διεκδικήσεις της.
Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις και η πρόταξη του κομματικού έναντι του εθνικού συμφέροντος εγκλωβίζουν τη στρατηγική και οδηγούν σε ήττες, πολιτικές και διπλωματικές.
*Ο κ. Κώστας Τρομπούκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.