Τι σκέφτονται οι παγιδευμένοι οδηγοί μια ημέρα γενικής απεργίας των ΜΜΜ, όπως η σημερινή; Και κυρίως, τι πιστεύουν τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ότι σκέφτονται; Δηλαδή, την ώρα που θα παρελαύνουν με αυτό το αργό, νωχελικό βήμα στην Πανεπιστημίου, επαναλαμβάνοντας τα μακρόσυρτα συνθήματα που θα εκτοξεύει η ντουντούκα, υπάρχει περίπτωση κάποιος από αυτούς να διαισθάνεται ένα κύμα στήριξης να έρχεται από τη μεριά που ακούγονται οι κόρνες των ακινητοποιημένων αυτοκινήτων;
Ή έστω να πιστεύει ότι κατά τη διάρκεια μιας σουρεαλιστικής καραμπόλας, η αγανάκτηση των «ομήρων» τους θα στραφεί κατά της κυβέρνησης που δεν ικανοποιεί τα αιτήματά τους; Ότι δηλαδή οι χιλιάδες ταλαίπωροι θα πάθουν ξαφνικά ένα «σύνδρομο της Στοκχόλμης» και θα συμμαχήσουν με αυτούς που τους βασανίζουν; Ή μήπως ότι θα νοσταλγήσουν την εποχή ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή την εποχή που ακόμα και ο νόμος Κατρούγκαλου – η κατάργηση του οποίου είναι τώρα μέσα στα αιτήματα – δεν δημιουργούσε τέτοιες κινητοποιήσεις;
Ίσως βέβαια να μην τους ενδιαφέρει και τόσο. Γιατί στην πραγματικότητα για τους συνδικαλιστές που αποφάσισαν να νεκρώσουν τις συγκοινωνίες, κάθε ένας από αυτούς τους απεγνωσμένους «μεσοταξίτες» που προσπαθούν να πάνε στην – καθόλου σίγουρη – δουλειά τους, είναι στην πραγματικότητα και ένας εχθρός. Είναι αυτοί που δεν ξαναψήφισαν εκείνους που (σύμφωνα με τον Γιάνη), ήθελαν να ανταλλάξουν τα πλεονάσματα με τα εργασιακά. Δηλαδή προτίμησαν την οικονομική τους επιβίωση. Και καλό θα ήταν να τιμωρηθούν γι’ αυτή τους την επιλογή. Ή τέλος πάντων να καταλάβουν ποιος είναι το αφεντικό.
Στην πραγματικότητα, οι συνδικαλιστές που σήμερα ζητούν την επιστροφή στις «χρυσές εποχές», προφανώς μέσω μιας χωροχρονικής πύλης, είναι ένας ακόμα από τους «αρμούς» της εξουσίας. Σαν αυτούς που ονειρεύεται να αλώσει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μια δύναμη κρούσης επί της καθημερινότητας. Ένας «θεσμός» που έχει μάθει να λειτουργεί ερήμην της κοινωνίας. Μέσα σε μια δική του εσωστρέφεια. Ξέρει να συνομιλεί μόνο με αυτούς που του είναι χρήσιμοι. Με αυτούς που τον καλοπιάνουν. Κι σαν «πελάτες» των κυβερνήσεων, απαιτούν να τους λένε ότι έχουν πάντα δίκιο.
Το μόνο πρόβλημα είναι πως οι εποχές αλλάζουν. Και όσο μια ολόκληρη πόλη βρίσκεται παγιδευμένη και ακινητοποιημένη στα αυτοκίνητα, αρχίζει σιγά σιγά να αναπτύσσεται μια άλλη συσπείρωση. Σιγά-σιγά, οι ενοχές όλων εκείνων που ζητούν μια κανονική καθημερινότητα, μια καθημερινότητα που δεν θα εξαρτάται από ξαφνικές ανακοινώσεις απεργιών (επειδή π.χ. χρειάστηκε κάποιοι να μετακινηθούν στα εκδοτήρια), θα αρχίσουν να υποχωρούν. Και στη θέση τους θα έρθει ένα αίσθημα αλληλεγγύης. Από τους πραγματικούς «κολασμένους». Τους κολασμένους του μποτιλιαρίσματος.