Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*
Στο πρωτοποριακό του έργο για την πολιτική επικοινωνία και γλώσσα των εκλογικών αναμετρήσεων The People's Choice: How The Voter Makes Up His Mind in a Presidential Election (1944), ο Paul Lazarsfeld και οι συνεργάτες του - έχοντας μελετήσει τη φιλοσοφία και τις προεκλογικές τακτικές διαφόρων κρατών, λαών και πολιτισμών στο θέμα της επικοινωνίας του πολιτικού μηνύματος - καταλήγουν για τους ψηφοφόρους:
«Οι πραγματικοί αμφισβητίες του συστήματος, οι ανοιχτόμυαλοι, αυτοί που καταβάλλουν ειλικρινή προσπάθεια να ζυγίσουν τα υπέρ και τα κατά των επιχειρημάτων των πολιτικών για να αντλήσουν συμπεράσματα για το καλό της πατρίδας, ζουν μόνο στα προπαγανδιστικά κείμενα, στα σχολικά εγχειρίδια αγωγής του πολίτη, στις ταινίες και στο μυαλό μερικών ιδεολόγων. Στην πραγματική ζωή, τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν ελάχιστοι…»
Οι προεκλογικές εκστρατείες άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο έρευνας από τη στιγμή που οι άνθρωποι μετατόπισαν το ενδιαφέρον τους από τα παραδοσιακά, προκατ κόμματα – τα sur mesure δημιουργήματα ενός αρχηγού που μιλάει από το βάθρο - και στράφηκαν σε ομάδες και συστήματα. Η μορφή, η παρουσία και οι δυνατότητες ενός κεντρικού πρωταγωνιστή αποτελούσαν πάντα θέμα επιβεβαίωσης ή αποδοκιμασίας από τους ψηφοφόρους αλλά το παιχνίδι της επιρροής εμπλουτίζουν σήμερα δυνάμεις που ξεκινούν από και καταλήγουν σε ανθρωποδίκτυα. Με την απομυθοποίηση «ανδρός σοφού» ήρθε και ο κατακερματισμός του πολιτικού μηνύματος που τώρα χρειάζεται να είναι φτιαγμένο με τρόπο που να απαντά στις πολλαπλές ανάγκες μιας κοινωνίας που συνήθισε στην άμεση ικανοποίηση των αιτημάτων της, στην αυτοματοποιημένη αντίδραση των σλόγκαν, στην ανθρωποφαγία, στις γρήγορες εναλλαγές των εικόνων και στην μασημένη τροφή.
Η ικανότητα σωστής διαχείρισης της πληροφορίας επομένως, αφορά στον βαθμό που το μήνυμα θα περάσει επιτυχώς ή θα απορριφθεί από ένα ήδη επιβαρυμένο με αντιφατικά μηνύματα πληθυσμό. Από την άλλη, η επικοινωνία δεν βασίζεται μόνο στη χρήση λόγου αλλά και στο κατά πόσο ο αποδέκτης ενός μηνύματος αντιλαμβάνεται ότι είναι μέρος της κουλτούρας που αντιπροσωπεύει ο πολιτικός, ακολουθώντας την βασική αρχή του ότι «σημασία δεν έχει τι λες, αλλά τι ακούν οι άλλοι», με έμφαση στην χρήση της συναισθηματικής νοημοσύνης στην πολιτική. Όλα αυτά ως διαδικασίες φτιάχνουν μια σύγχρονη μορφή τέχνης.
Στην Ελλάδα, η παραπάνω πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή με τον πιο αργό και αμφισβητούμενο τρόπο. Αν τα κόμματα και οι εκπρόσωποί τους είναι αδύνατο να αναλυθούν στο μυαλό των ψηφοφόρων με τρόπο που να αποδίδει απόλυτη ισορροπία και δικαιοσύνη σε προθέσεις, το πολιτικό μήνυμα στην χώρα μας είναι εξ ορισμού συμπαγές, δεν αντανακλά πάντα την ποικιλομορφία του εκλογικού σώματος και φτιαγμένο για να αποθαρρύνει κόσμο αντί να επηρεάζει τους ψηφοφόρους προς την κατεύθυνση της παράταξης ενώ ενισχύει περισσότερο τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία από τις συνεργασίες και τη διεύρυνση, λες και απευθύνεται σε οπαδούς και κολεκτίβες που δεν έχουν πραγματική επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι κρατάει το εκλογικό σώμα σε ένα καθεστώς διαρκών αλληλοσυγκρούσεων που ωφελούν τη διατήρηση του συστήματος, φτιάχνει τεμπέλικες εκστρατείες και καταλήγει να βάζει τους καλύτερους υποψηφίους του να απολογούνται για τις αστοχίες του συνόλου. Τελικά, ο καθένας διατηρεί το μαγαζί του, με τις εκλογές να είναι ένα παιχνίδι από το οποίο ως πολίτες βγαίνουμε χαμένοι, συνήθως επειδή «δεν καταλάβαμε καλά».
*Η κ. Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος, Σύμβουλος Ομάδων σε θέματα Διομαδικών Διεργασιών και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.