Πλησιάζει η επέτειος της ημέρας κατά την οποία, πριν από 73 χρόνια, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ, διακήρυξε την πρόθεση της κυβέρνησής του να βοηθήσει τις χώρες της γηραιάς ηπείρου, που είχαν υποφέρει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να σταθούν στα πόδια τους.
Μιλώντας σε νέους απόφοιτους του Πανεπιστημίου Πρίνστον, ο Μάρσαλ σκιαγράφησε ένα τετραετές πρόγραμμα εξωτερικής βοήθειας, το οποίο θα χρηματοδοτούσε η Ουάσιγκτον με την (ετήσια) έγκριση του Κογκρέσου, αλλά θα συνδιαμόρφωναν η αμερικανική μαζί με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες καλούνταν να συνεργαστούν υπό αυστηρή αμερικανική εποπτεία.
Τα κίνητρα της αμερικανικής πρωτοβουλίας αμφισβητήθηκαν έκτοτε, όπως αμφισβητήθηκε και η συμβολή του Σχεδίου Μάρσαλ (όπως επικράτησε να αποκαλείται το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης) στην οικονομική ανάρρωση της Ευρώπης.
Ως προς τα κίνητρα, είναι ανεδαφικό να αναμένει κάποιος από την όποια κυβέρνηση να ενεργεί με βάση αλτρουιστικά και μόνο κίνητρα. Η υψηλότερη προσδοκία που μπορεί να έχει κανείς από τους κυβερνώντες, και μάλιστα των ισχυρότερων κρατών, είναι να μαθαίνουν από τα σφάλματα του παρελθόντος.
Το μέγα λάθος των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ότι, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, απεμπόλησαν τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η ανάδειξή τους στην ισχυρότερη δύναμη του πλανήτη: Δήλωσαν αποχή από την Κοινωνία των Εθνών, αρνήθηκαν τη διαγραφή χρεών που είχαν συνάψει οι σύμμαχοί τους στον πόλεμο, ακολούθησαν πολιτική προστατευτισμού στο εμπόριο και βραχυπρόθεσμου δανεισμού από τις τράπεζές τους προς δημόσιους φορείς και ιδιώτες μιας Ευρώπης που πάσχιζε να ανακάμψει.
Τα βραχυπρόθεσμα αυτά δάνεια των αμερικανικών πιστωτικών ιδρυμάτων λειτούργησαν ως ιμάντας μετάδοσης από τη Γουόλ Στριτ στη γηραιά ήπειρο της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1929. Λίγα χρόνια αργότερα, οι ίδιες οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις δυνάμεις του ολοκληρωτισμού που εξέθρεψε η βαθιά και παρατεταμένη κρίση του μεσοπολέμου.
Η προεδρία του Χάρι Τρούμαν έβγαλε τα ενδεδειγμένα συμπεράσματα από την ιστορική αυτή εμπειρία. Στις αρχές του 1947, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να αναλάβουν διεθνή ρόλο ανάλογο με το ανάστημά τους ως υπερδύναμης.
Η πρώτη κίνηση που συμβόλιζε την πλήρη εγκατάλειψη του απομονωτισμού ήταν το «δόγμα Τρούμαν», όπως ονομάστηκε η διακήρυξη της βούλησης της Ουάσιγκτον να αντιταχθεί σε απόπειρες βίαιης αλλαγής συνόρων ή κατάληψης της εξουσίας από «ένοπλες μειοψηφίες», με πρώτα πεδία εφαρμογής την Τουρκία και την Ελλάδα.
Ακολούθησε τρεις μήνες μετά η διακήρυξη του Μάρσαλ. Ο λόγος του αποκάλυπτε σαφώς την πρόθεση της υπερδύναμης να ασκήσει ηγετικό ρόλο: «Πολιτικά κόμματα ή ομάδες που επιδιώκουν να διαιωνίσουν την ανθρώπινη δυστυχία προκειμένου να αποκομίσουν πολιτικά ή άλλα οφέλη θα συναντήσουν την αντίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών».
Στη ρίζα του Σχεδίου Μάρσαλ βρισκόταν η συνειδητοποίηση δύο πραγμάτων: πρώτον, ότι η ανέχεια προκαλεί απελπισία, αυτή οδηγεί σε απονενοημένη πολιτική συμπεριφορά, η οποία φέρνει εξτρεμιστές στην εξουσία· δεύτερον, κανένα κράτος, οσονδήποτε μεγάλο και ισχυρό, δεν μπορεί να ζήσει με ειρήνη και προκοπή σε ένα ταραχώδες διεθνές περιβάλλον.
Θέτοντας σε εφαρμογή το Σχέδιο Μάρσαλ, οι Αμερικανοί έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα στην πραγμάτωση μιας ιδέας που επί μακρόν έμενε στη σφαίρα του ανέφικτου: Θέτοντας ως προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση των οικονομιών τους τη συνεργασία των ωφελούμενων κρατών μεταξύ τους, έβαλαν κάτι παραπάνω από ένα λιθαράκι στα θεμέλια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Αυτή η συμβολή υπήρξε αξιοσημείωτη ακόμα και αν αμφιβάλλει κανείς για τον πραγματικό αντίκτυπο του Σχεδίου Μάρσαλ στο «οικονομικό θαύμα» που βίωσαν τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης μετά το 1948.
Δεν θα πρέπει, όμως, να υποτιμηθεί μια ακόμα παράμετρος: Η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών είχε ανάγκη από πόρους που, υπό ομαλές συνθήκες, προσπόριζαν οι συναλλαγές μιας παγκοσμιοποιημένης, εκχρηματισμένης οικονομίας. Εμπόριο χωρίς συνάλλαγμα ισοδυναμεί με τεχνητή αναπνοή. Σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συνέβη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο, το 1947 οι ευρωπαϊκές οικονομίες στερούνταν συναλλάγματος.
Οι Αμερικανοί δήλωσαν πρόθυμοι να προσφέρουν 14 δισεκατομμύρια δολάρια (κάπου 140 δισ. σε σημερινές τιμές) ως βοήθεια – και όχι δάνεια, με την εύλογη εξαίρεση της Δυτικής Γερμανίας. Αυτά λειτούργησαν ως λιπαντικό στα φθαρμένα γρανάζια της ευρωπαϊκής οικονομίας, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα, όπως είχε επισημάνει ο Μάρσαλ, «την εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών λαών στο οικονομικό μέλλον των χωρών τους και της Ευρώπης συνολικά».
Γίνεται αντιληπτό ότι η πρώτη ευεργετική συνέπεια από μια γενναία διεθνή πρωτοβουλία για την αιμοδότηση μιας χειμαζόμενης οικονομίας είναι ψυχολογική. Δεν είναι ανάγκη, βέβαια, να υιοθετήσει κάποιος την αντίδραση του Έλληνα εκδότη της εποχής εκείνης, ο οποίος, απηχώντας την παρατεταμένη στέρηση ενός λαού έγραψε ότι, χάρη στο Σχέδιο, οι Έλληνες θα έτρωγαν με χρυσά κουτάλια».
Σήμερα οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης έχουν στα σκαριά ένα πρόγραμμα αναθέρμανσης των παγωμένων από την πανδημία οικονομιών με κόστος πολλαπλάσιο του Σχεδίου Μάρσαλ – τη στιγμή μάλιστα που η Ουάσιγκτον μοιάζει να διολισθαίνει σε επικίνδυνη παράλυση.
Η στιγμή είναι ιστορική και οι προκλήσεις ανάλογες του 1947. Η ελπίδα είναι ότι οι κυβερνήσεις που θα διαχειριστούν τους πόρους θα το κάνουν όχι για πρόσκαιρο όφελος αλλά, όπως το έθεσε ο Μάρσαλ, με συναίσθηση της τεράστιας ιστορικής τους ευθύνης.