Του Σάκη Μουμτζή
Το Κυπριακό όταν επανεμφανίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50, έφερε σε όλα τα στάδια του το στοιχείο του μαξιμαλισμού, καθώς ως τέτοιος μπορεί να χαρακτηρισθεί ο στόχος της «Ένωσης».
Ήταν μαξιμαλιστικός γιατί:
1. Δεν υπήρχε προηγούμενο, περιοχή που βρισκόταν υπό αποικιακό καθεστώς να προσαρτηθεί από άλλη χώρα, την Μητέρα—Πατρίδα. Πάντα μεσολαβούσε η φάση της Ανεξαρτησίας.
2. Με όρους διεθνούς δικαίου οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν κοινότητα και όχι μειονότητα.
3. Δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε δυνατότητα, σε όλα τα επίπεδα, το 80% να επιβάλλει την θέληση του για αυτοδιάθεση στο 17-18%, που δεν επιθυμούσε να προσαρτηθεί σε μια ξένη χώρα.
4. Ήταν προφανές πως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης το είχε και η άλλη κοινότητα.
Κατόπιν τούτου, ήταν εύλογο να φτάσουμε στο αδιέξοδο μετά τη μονομερή ενέργεια του Μακαρίου (3/12/1963) να τροποποιήσει τις υπογραφείσες συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Στην Ελλάδα υπήρχε η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου η οποία όμως δεν διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μετά την ενέργεια αυτή του Μακαρίου ξέσπασαν, ως γνωστόν, ενδοκοινοτικές συγκρούσεις, επαπειλείτο τουρκική εισβολή και η Μεγαλόνησος γνώρισε την de facto διχοτόμηση. Επειδή όλη αυτή η κατάσταση αποσταθεροποιούσε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέθεσαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1964, σε έναν έμπειρο και οξυδερκή διπλωμάτη, τον Ντιν Άτσεσον, την μεσολαβητική προσπάθεια για την επίλυση του προβλήματος. Να σημειώσω, πως στην Σοβιετική ηγεσία βρισκόταν ακόμα ο Ν. Χρουτσώφ, που είχε παρέμβει ενεργά υπέρ του Μακαρίου.
Πολλά έχουν γραφεί για το σχέδιο Άτσεσον. Για να καταλάβω τι ακριβώς ήταν αυτό το σχέδιο, προσέφυγα σε δύο πρωτογενείς πηγές, ανεπίδεκτες αμφισβητήσεως. Στην ίδια την επιστολή Άτσεσον προς τον Έλληνα πρωθυπουργό με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1964 και την ένδειξη «απόρρητο» και στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αυτής της περιόδου. Την επιστολή έφερε στο φως ο πρέσβης ε.τ. Τζων Σωσσίδης με σημείωμα του στην εφημερίδα το «Βήμα» (Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2002) και τα σχετικά αρχεία τα δημοσίευσε η εφημερίδα « Ελευθεροτυπία» , με επιμέλεια του Κύπριου ερευνητή Μ. Δρουσιώτη, στις 19 Αυγούστου 2002.
Από την επιστολή του Ν. Άτσεσον προς τον Γεώργιο Παπανδρέου δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένου σχεδίου, παρά οι σκέψεις του συντάκτη της για το εδαφικό, κυρίως. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσω πως άλλο πράγμα είναι οι προτάσεις που υποβάλλουν οι δύο πλευρές και ο μεσολαβητής, και άλλο το τελικό σχέδιο.
Στο πλαίσιο αυτών των προτάσεών της, η Ελληνική αντιπροσωπεία (Δ. Νικαλαρεϊζης, Τ. Σωσσίδης) έθεσε και το θέμα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου, όμως σε καμία περίπτωση αυτές δεν αποτέλεσαν μέρος του σχεδίου. Από τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκύπτει, πως και η Τουρκική αντιπροσωπεία (Ν. Ερίμ, Τ. Σουνάλπ) κατέθεσε τις δικές της σκέψεις που προέβλεπαν εδαφικά ανταλλάγματα (Καστελόριζο) και τουρκική κυριότητα σε μια περιοχή που κάλυπτε το 28% περίπου της Κύπρου.
Πάνω στο εδαφικό οι δύο πλευρές υπέβαλλαν συνεχώς προτάσεις, που αλληλοαπορρίπτονταν. Όμως αυτές – οι κοινοί τόποι τους- ποτέ δεν αποκρυσταλλώθηκαν σε συγκεκριμένο και σαφώς διατυπωμένο σχέδιο του Αμερικανού μεσολαβητή, που υπεβλήθη σε Ελλάδα και Τουρκία. Η όλη διαπραγμάτευση έληξε άδοξα στις 4/9/1964.
Από τα παραπάνω προκύπτουν:
1. Δεν υπήρξε σχέδιο που ενέκριναν οι δύο πλευρές και απέρριψε ο Μακάριος. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει βαρύτατες ευθύνες για άλλα θέματα, όμως όχι γι' αυτό. Άλλωστε και ο ίδιος το αρνήθηκε στην σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα πολύ αργότερα στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Συνεπώς, πρέπει να ομιλούμε για ιδέες Άτσεσον και όχι για σχέδιο.
2. Το Κυπριακό ήταν πάντα ένα ζήτημα που έθιγε την συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και υπ' αυτό το πρίσμα, υπήρξε η μεσολάβηση του Ν. Άτσεσον.
3. Η Τουρκία από το 1964 θεωρούσε το Καστελόριζο ζωτικό της χώρο και από τότε είχε διαμορφωμένη την θέση για κατοχή κυπριακού εδάφους περίπου 28-30%.
4. Συνεπώς, δεν χάθηκε καμία ευκαιρία, και δεν μας «χάρισαν καμία πολυκατοικία, υπό τον όρο να παραχωρήσουμε το ρετιρέ». Μια φράση η οποία αποδίδεται στον Γεώργιο Παπανδρέου και που δεν αποδείχθηκε ποτέ πως την είπε.
Το Κυπριακό υπήρξε και θα παραμένει ως πρόβλημα, αν δεν αναθεωρηθούν στην συνείδηση των Κυπρίων οι συμπεριφορές συγκεκριμένων ηγετών τους και κυρίως αν δεν πάψει να αποτελεί το εφαλτήριο για καριέρες πολιτικών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και από τις δύο πλευρές των συνόρων.