Του Κώστα Μποτόπουλου
Θα ήταν αξιοπερίεργο, αν δεν ξέραμε ότι συνιστά πάγια, ίσως τη μόνη, τακτική της παρούσας κυβέρνησης: μετά την «έξοδο» από τα μνημόνια και παρά την επωδό περί «επιστροφής στην κανονικότητα», το μόνο με το οποίο δεν ασχολείται η κυβέρνηση είναι η πραγματική ανάκαμψη στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο.
Αντίθετα, ανοίγει κάθε μέρα και ένα νέο μέτωπο λεκτικής, πολιτικής και θεσμικής αντιπαράθεσης: σκανδαλολογία, ποινικοποίηση, συνταγματική αναθεώρηση, σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας, εθνικά θέματα, παροχές. Σαν η μόνη κανονικότητα που την ενδιαφέρει να είναι ο διαρκής αντιπερισπασμός και η πόλωση.
Δεν πρόκειται περί αστοχίας, αλλά περί επιλογής, στα δηλωμένα χνάρια της μαοϊκής επιταγής περί συνεχούς αναταραχής, προκειμένου η κυβέρνηση να περιορίσει την έκταση της εκλογικής της ήττας, να συσπειρώσει το κατά τα άλλα προδομένο κομματικό της ακροατήριο και να τοποθετηθεί εν όψει των επερχόμενων εξελίξεων.
Από μικροπολιτική οπτική, δεν αποκλείεται αυτή η τακτική να φέρει καρπούς και το κυβερνών κόμμα να βγει τσουρουφλισμένο και ξεπουπουλιασμένο αλλά ζωντανό μέσα από την οδυνηρή για όλους τους υπόλοιπους εμπειρία της εξουσίας. Θα την πληρώσει, όμως, -την πληρώνει ήδη- η βυθισμένη ελληνική οικονομία και η άπελπις ελληνική κοινωνία.
Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ, ή να διαβάσει περισπούδαστες εκθέσεις, για να δει τις συνέπειες της ενασχόλησης με τον πολιτικαντισμό και όχι με την ουσία, ιδίως από τη στιγμή που η χώρα έμεινε απέναντι στον εαυτό της και τις αγορές μόνο με ένα μικρό μαξιλαράκι και χωρίς καμία ασπίδα - ούτε παραγωγική ούτε δομική ούτε ευρωπαϊκή ούτε ψυχολογική. Η καλοδεχούμενη δημοσιονομική βελτίωση δεν συνοδεύεται από στοιχειωδώς ικανοποιητική ανάπτυξη. Η πρόσβαση στις αγορές είναι απαγορευτική, τα σπρεντ ξαναπήραν την ανηφόρα.
Το Χρηματιστήριο και η κεφαλαιαγορά μας είναι, από κυβερνητική επιλογή αλλά και με ευθύνη των εποπτικών αρχών, ημιθανή. Το κόστος του χρήματος και του τραπεζικού δανεισμού -εσωτερικού: από τις τράπεζες στις επιχειρήσεις, και εξωτερικού: από το ευρύτερο τραπεζικό σύστημα στις ελληνικές τράπεζες- αυξάνεται, τα κόκκινα δάνεια παραμένουν βρόχος που απαιτεί συνοχή, φαντασία και αποφασιστικότητα και όχι μάχες χαρακωμάτων μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών, ΤΧΣ και Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι εσωτερικές επενδύσεις κόβονται (προϋπολογισμός 2019) και οι εξωτερικές απομακρύνονται ή βαλτώνουν (Ελληνικό). Και φυσικά, για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις -λογικό και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα, καλύτερη δημόσια διοίκηση, βιώσιμο ασφαλιστικό, δημόσιες υποδομές στην Παιδεία και την Υγεία, ορθολογική κατανομή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας- ουδόλως χρειαζόταν η «κίτρινη κάρτα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αρκεί το προσωπικό βίωμα όλων μας.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, έχει κάτι το ψυχοφθόρα σουρεαλιστικό το διαρκές άνοιγμα νέων μετώπων, που όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την ανάκαμψη της χώρας, αλλά την εμποδίζουν. Πώς να αντισταθούν οι πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις, όταν η κυβέρνηση είναι αυτή που, εκ της θεσμικής τάξης αλλά και εκ των πραγμάτων, καθορίζει την ατζέντα; Πώς θα μπορέσει, κάποια στιγμή, μετά τη θητεία αυτής της κυβέρνησης, να επέλθει επικέντρωση στα βασικά, και πόσο θα έχουν, εν τω μεταξύ, τρωθεί αυτά τα βασικά και ιδίως η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας και των Ευρωπαίων εταίρων; Δυστυχώς τα ερωτήματα δεν είναι, με όρους αρχαίων, ρητορικά, αλλά τραγικά.