Σε τροχιά αστάθειας βρίσκεται ο πλανήτης, από τους κινδύνους που συνεπάγεται ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ και η ισορροπία τρόμου στη Μέση Ανατολή, έως τις παλιές και νέες εστίες στην Ευρώπη, η οποία δυστυχώς πάσχει από καινούργιες δυνάμεις με άποψη για πραγματική και βιώσιμη εναλλακτική, όπως λέει στο Liberal, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο, Κώστας Λάβδας.
Και εκτιμά ότι ειδικά σε μια εποχή αναγέννησης των ευρωπαϊκών εθνικισμών, ο νέος προϋπολογισμός του Βερολίνου ενδέχεται να εντείνει τις ανισορροπίες στην Ευρωζώνη, ενώ ο Μακρόν δεν είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει να φέρει σε πέρας δύσκολες μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό, και ταυτόχρονα να απαιτήσει αλλαγές στο μείγμα πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ.
Βλέπει ως μάλλον απίθανο ένα σενάριο παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, ομαδοποιήσεις χωρών, και μια απόλυτη στροφή των ΗΠΑ στον απομονωτισμό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι η κίνηση Τράμπ δεν θα επιφέρει ζημιές.
Σε αυτή την συγκυρία, όπου ο πλανήτης αναζητά νέο σημείο ισορροπίας, τα περιθώρια ελιγμών μιας χώρας σαν την Ελλάδα περιορίζονται περαιτέρω, όπως σημειώνει ο καθηγητής του Παντείου, και πολιτικαντισμοί από εδώ και πέρα δεν θα συγχωρούνται, παρά θα τιμωρούνται ακόμη πιο αυστηρά απ'' ότι στο παρελθόν.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Συμφωνείτε ότι Ιταλία και Ισπανία, οι δύο ισχυρότερες χώρες του Νότου έχουν μπει σε τροχιά πολιτικής αστάθειας ; Και που μπορεί να οδηγήσει αυτό σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την ΕΕ, όταν έχει να αντιμετωπίσει πληθώρα προκλήσεων όπως το Brexit και την άνοδο του εθνο-λαικισμού;
Στην Ιταλία η κρίση της περασμένης εβδομάδας δεν ήταν συνταγματική (όπως λανθασμένα υποστήριξαν κάποιοι) αλλά αμιγώς πολιτική και μάλιστα με σχετικά γνώριμη Ιταλική χροιά. Όπως είχαν δείξει οι εκλογές του Μαρτίου, ο γεωγραφικός κατακερματισμός σε συνδυασμό με την αδυναμία των κομμάτων ως πολιτικών θεσμών και την εύκολη ανάδυση νέων, συχνά καιροσκοπικών σχηματισμών εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την πολιτική ζωή στην Ιταλία. Ο βιομηχανικός και ευρωπαϊκός Βορράς ευνόησε τη δεξιά και την κεντροδεξιά ενώ ο περισσότερο αγροτικός Νότος εξασφάλισε στο Κίνημα Πέντε Αστέρων την πρώτη θέση.
Η ουσία είναι ότι στη νέα κυβέρνηση συνυπάρχουν το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Ντι Μάιο που θα βρει τρόπους να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες και η Λέγκα του Σαλβίνι που έχει σκληρότερα και σαφέστερα αντι-ευρωπαϊκές θέσεις. Ως νέος υπουργός Εσωτερικών, ο Σαλβίνι προανήγγειλε ήδη τη διαπραγμάτευση νέων διμερών συμφωνιών επανεισδοχής με χώρες της Αφρικής.
Στην Ισπανία, η κυβερνητική αλλαγή είναι πολύ μικρότερης σημασίας και το κρίσιμο ερώτημα είναι τι θα κάνει η νέα κυβέρνηση με την Καταλονία. Οι σχέσεις με τις Βρυξέλλες θα είναι καλές ως άριστες, με την εξαίρεση ίσως κάποιων λεκτικών ακροβασιών των Ισπανών Σοσιαλιστών για το μείγμα πολιτικής που θα ευχόταν να διαμορφωθεί, αλλά το σημείο τριβής θα είναι η Καταλονία.
Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά, θα δώσει και στοιχεία αβεβαιότητας στις σχέσεις με τις Βρυξέλλες. Μετά από μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας και ανεργίας, την άφιξη χιλιάδων μεταναστών από την Αφρική και την Ασία και την απουσία ευρύτερων συναινέσεων στην ιταλική πολιτική τάξη, οι πολίτες υιοθετούν ευκολότερα πλατφόρμες «ενάντια στο κατεστημένο».
Ωστόσο η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά παρέμειναν ισχυρές στις περιφερειακές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν παράλληλα με τις βουλευτικές, στις ευρύτερες περιοχές του Μιλάνου και της Ρώμης.
- Διαβλέπετε ένα μέτωπο του Ευρωπαϊκού Νότου κατά του Ευρωπαϊκού Βορρά; Το ρωτώ γιατί οι Ιταλοί δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επιθυμούν έξοδο από το ευρώ...
Ο «λαϊκισμός» εξελίσσεται σε βιομηχανία παραγωγής «πολιτικών αναλύσεων» (γράφονται σήμερα εκατοντάδες βιβλία και άρθρα, ενίοτε επαναλαμβάνοντας γνωστές αμηχανίες σε νέα μορφή).
Το ετερόκλητο σκηνικό όμως και οι πολυδιάστατες διαιρετικές τομές στην Ιταλία υποδηλώνουν ένα πεδίο πολύ περισσότερο σύνθετο. Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών (μετά την κίνηση Mattarella) δείχνουν ότι οι Ιταλοί επιθυμούν να παραμείνει η χώρα στο ευρώ σε ποσοστά που κυμαίνονται από 60% έως και άνω του 70%.
Κατά συνέπεια, ας μην περιμένουμε ένα μέτωπο του «Ευρωπαϊκού Νότου» απέναντι στις δυνάμεις του «Βορρά». Η συζήτηση θα παραμείνει ανοικτή, αλλά αν δείτε π.χ. το νέο γερμανικό προϋπολογισμό που κατατέθηκε πρόσφατα από τον Όλαφ Σολτς - το νέο Σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών στο Βερολίνο- κυριαρχούν στοιχεία όπως η περαιτέρω ονομαστική περικοπή στις επενδύσεις, ένα μειωμένο ποσοστό αμυντικών δαπανών και η πάση θυσία ενίσχυση ενός ακόμη μεγαλύτερου δημοσιονομικού πλεονάσματος. Είναι, με δυο λόγια, ένας προϋπολογισμός που μάλλον θα εντείνει τις ανισορροπίες της Ευρωζώνης. Η αβεβαιότητα μπορεί να αυξάνει, αλλά νέες δυνάμεις με άποψη για πραγματική και βιώσιμη εναλλακτική με ευημερία, ειρήνη και δημοκρατία δεν υφίστανται αυτή τη στιγμή στην ΕΕ.
- Πιστεύετε ότι η κρίση στις δύο χώρες θα θέσει σε δοκιμασία την ΕΕ, τις προσπάθειες του Γάλλου Προέδρου Μακρόν για μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης ότι θα έχει επιπτώσεις στο ζήτημα του ελληνικού χρέους;
Πολύ καλή ερώτηση, ειδικά σε σχέση με το ρόλο της Γαλλίας. Η εκλογή του Μακρόν το 2017 βασίστηκε σε ένα νέο κομματικό σχηματισμό που είχε ιδρυθεί μόλις ένα χρόνο πριν την εκλογή και κατόρθωσε να διεισδύσει στο γκωλικό χώρο αλλά και σε τμήματα του κέντρου και της κεντροαριστεράς.
Ο «Μακρονισμός» – όπως ήδη ονομάζεται – αναφέρεται σε δυο παράλληλα επίπεδα. Πέρα από το επίπεδο της επίσημης πολιτικής του Γαλλικού κράτους, υπάρχει το δίκτυο των «macroniste» που αναπτύσσονται στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών στη Γαλλία αλλά και πέρα από αυτή στην ΕΕ, σε χώρες όπως το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και αλλού.
Η κοινωνία πολιτών στην Ευρώπη – με τις διαιρέσεις αλλά και τις συγκλίσεις της – αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα του Ευρωπαίου ηγέτη Μακρόν.
Σήμερα, η στρατηγική της κυβέρνησης Μακρόν είναι να «γερμανοποιηθεί» εκσυγχρονιζόμενη η γαλλική οικονομία και, στη συνέχεια, το Παρίσι να ζητήσει από το Βερολίνο αλλαγές στη διακυβέρνηση της Ευρωζώνης και της ΕΕ από θέση όχι μόνον στρατιωτικής – πολιτικής αλλά και οικονομικής ισχύος. Ο Μακρόν θα αναγκαστεί να υπερασπιστεί μια δύσκολη πολιτική μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό παράλληλα – και όχι διαδοχικά – με το αίτημα για αλλαγές στο μείγμα πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ.
Για την Ελλάδα, μεσοπρόθεσμα κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης της ευρωζώνης θα είναι προς θετική κατεύθυνση, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό πέρα από πολιτικαντισμούς και εύκολες τοποθετήσεις ότι πλέον τα περιθώρια ελιγμών της ελληνικής πλευράς είναι πολύ περιορισμένα. Ευρώ σημαίνει ευθυγράμμιση με την μια ή την άλλη μορφή.
- Εκτιμάτε επομένως ότι θα τα καταφέρει ο Μακρόν σε αυτό το νέο ευρωπαϊκό τοπίο, έτσι όπως διαμορφώνεται μετά και τις εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό Νότο;
Δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει. Αλλά, όπως έγραψα πρόσφατα, ο Μακρόν υπενθύμισε στη Γερμανία και την Ευρώπη ότι τα κράτη δεν είναι εταιρείες. Η επιτυχία ή αποτυχία των κρατών δεν κρίνεται μόνον από ισολογισμούς και πλεονάσματα αλλά και από τις μορφές ισχύος, τον ρόλο στις διεθνείς σχέσεις και – το κρισιμότερο – από τα υποδείγματα πολιτικής νομιμοποίησης στα οποία ανταποκρίνονται. Σε μια εποχή αναγέννησης των ευρωπαϊκών εθνικισμών, η υπενθύμιση αυτή καθίσταται δραματική.
- Στα παραπάνω, θα πρέπει κανείς να προσθέσει την απρόβλεπτη Τουρκία, την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, και φυσικά τον εμπορικό πόλεμο Τράμπ. Τι επιπτώσεις μπορεί αυτές να έχει αυτός ο πόλεμος για τη παγκόσμια σταθερότητα;
Η Τουρκία μετά τις εκλογές θα έχει να αντιμετωπίσει ως επείγουσα την ανάγκη οικονομικής ανάκαμψης, ενώ οι τακτικισμοί Ερντογάν την έχουν απομακρύνει αρκετά από τις ΗΠΑ. Όσο για την εκρηκτική κατάσταση στην Μέση Ανατολή, όπου ο θεμελιώδης ανταγωνισμός Σαουδικής Αραβίας – Ιράν παραμένει σταθερά κυρίαρχος και έχει μάλιστα ενταθεί προσφάτως, οι πιθανότητες νέων αναφλέξεων θα εξαρτηθούν εν πολλοίς από τις αντιδράσεις που θα κυριαρχήσουν τελικώς στην Τεχεράνη αναφορικά με την απόφαση Τραμπ και την επαναφορά των κυρώσεων, οι οποίες δυστυχώς πλήττουν ιδιαίτερα τη μεσαία τάξη και λιγότερο το στενό πυρήνα του καθεστώτος.
Εάν η ΕΕ κινηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά, θα διατηρηθεί ανοικτή η γραμμή με την Τεχεράνη και θα περιοριστούν οι επιπτώσεις για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Ιράν μετά τη συμφωνία του 2015. Πράγματι, μια πιθανή συνέπεια θα είναι να ενισχυθεί η ευρωκεντρική διάσταση των σχετικών συνομιλιών και διαβουλεύσεων.
- Τι θεωρείτε πιο επικίνδυνα για την παγκόσμια σταθερότητα ; Τα παραπάνω ή τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο πρόεδρος Τράμπ;
Νομίζω ότι το πιο κρίσιμο θέμα είναι οι δασμοί που αποφάσισε η κυβέρνηση Τραμπ να επιβάλλει στις εισαγωγές χάλυβα (25%) και αλουμινίου (10%) από την ΕΕ, τον Καναδά και το Μεξικό. Σήμερα, ο Καναδάς είναι η πρώτη χώρα από την οποία εισάγουν αλουμίνιο και ατσάλι οι ΗΠΑ. Αλλά και για την ΕΕ, που στα περισσότερα προϊόντα η δασμολογική επιβάρυνση δεν ξεπερνά το 3%, η αύξηση είναι δυσβάστακτη.
Είναι δεδομένο ότι από την αρχή της προεδρίας Τράμπ, φάνηκε η προτίμηση για διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ – επιμέρους εταίρων αντί της πολυμερούς θεσμικής – συλλογικής λήψης αποφάσεων. Και, σε περίπτωση αποτυχίας των διμερών διαπραγματεύσεων, φάνηκε η προτίμηση για τη σχετικά εύκολη καταφυγή σε μονομερείς αποφάσεις και ενέργειες.
Αυτό έγινε και τώρα, μόνο που ο πραγματικός στόχος θα έπρεπε να είναι η Κίνα (κυρίως η Κίνα έχει πλεονάζουσα παραγωγή) από την οποία όμως οι εισαγωγές σε ατσάλι και αλουμίνιο στις ΗΠΑ έχουν έχουν μειωθεί πολύ λόγω των μέτρων που έλαβαν σταδιακά και αυτή αλλά και προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα να πλήττονται σήμερα κυρίως οι ευρωπαϊκές, καναδικές και άλλες εταιρείες και παραγωγοί.
- Πιστεύετε ότι μπορεί η επιμονή του Αμερικανού προέδρου, να απομονώσει τη χώρα του απ' όλους τους συμμάχους της, να επηρεάσει όχι μόνο τις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, αλλά και να πάρει διαστάσεις ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου;
Η πρώτη αντίδραση της ΕΕ είναι εύστοχη και αναδεικνύει την προσήλωση στην πολυμέρεια, εφόσον δηλώθηκε ότι για το ζήτημα θα κληθεί να αποφανθεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Αλλά τα επόμενα βήματα έχουν σημασία και θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να θυμούνται ότι πρόβλημα πλεονάζουσας παραγωγής υπάρχει και αφορά την Κίνα, οπότε – σε αυτό το συγκεκριμένο πεδίο – πρόκειται για «κοινό» πρόβλημα που έχουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ και πρέπει βέβαια να αντιμετωπιστεί όχι με μονομερείς, εκβιαστικές πολιτικές δασμών αλλά μέσα από διεξοδικές, συλλογικές διαπραγματεύσεις σε θεσμικό συλλογικό επίπεδο.
Διότι υφίσταται σήμερα συνολικά το ζήτημα της αντίδρασης όλων των χωρών που πλήττονται. Ανάμεσα τους είναι και χώρες όπως ο Καναδάς που ήταν και παραμένουν στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, οπότε πέρα από τον κίνδυνο μιας σταδιακής κλιμάκωσης μέσω αντιποίνων (tit-for-tat), κάτι που θα οδηγούσε τη διεθνή οικονομία σε ουσιαστική υποχώρηση, υπάρχει και η δυνητική αποσταθεροποίηση των αμερικανικών συμμαχιών.
Στο ακραία αρνητικό σενάριο, μπορεί να βιώνουμε τα πρώτα βήματα ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου και – στη συνέχεια – ενός κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας σε επιμέρους ομαδοποιήσεις εμπορικών μπλοκ, με ολέθριες συνέπειες για την οικονομική ευημερία και σταθερότητα αλλά και τις διεθνείς σχέσεις.
Θυμίζω π.χ. ότι το Μεξικό, πέρα από τα άλλα ανοικτά ζητήματα με την κυβέρνηση Τράμπ για το μεταναστευτικό, το τοίχος στα σύνορα, κλπ., είναι μεν μέλος από το 1994 της NAFTA αλλά προσφάτως καλλιεργεί ειδικές σχέσεις με τους BRICS (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Ρωσία, Νότια Αφρική).
- Θα λέγατε ότι το 2018 οι εστίες αβεβαιότητας αντί να κλείνουν, πολλαπλασιάζονται; Και ποιες άραγε οι προοπτικές της Ελλάδας σε ένα τέτοιο, ολοένα και πιο ασταθές περιβάλλον;
Ας προσπαθήσουμε να δούμε την μεγάλη εικόνα. Είναι γεγονός ότι η αβεβαιότητα αυξάνει. Παράλληλα όμως το μέλλον της ειρήνης και της ευημερίας στην περιοχή μας εξαρτώνται σε καταλυτικό βαθμό από την εξέλιξη των ευρωατλαντικών σχέσεων.
Γι αυτό είναι κρίσιμο να μην παρασυρθούν οι ευρωπαίοι σε έναν εμπορικό πόλεμο και σε ένα πόλεμο δηλώσεων με τις ΗΠΑ αλλά να προσπαθήσουν να επισημάνουν τη σημασία της πολυμέρειας και των θεσμών όπως ο ΠΟΕ.
Πρέπει να θυμηθούμε ότι στην πραγματικότητα, τα δεδομένα των τελευταίων ετών αποδεικνύονται αρκετά σύνθετα σε σχέση με την επικράτηση της μονομέρειας και – αντίστοιχα – την εξασθένιση της πολυμέρειας στην πολιτική των ΗΠΑ και την πραγματική ή υποτιθέμενη ενίσχυση του απομονωτισμού.
Οι καλές ευρωατλαντικές σχέσεις είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον της Ελλάδας, είναι άλλωστε και η βασική προϋπόθεση για να διανύσουμε αυτή την περίοδο μειωμένης προβλεψιμότητας χωρίς ζημίες. Συχνά οι «αναλύσεις» περί αμερικανικού απομονωτισμού έχουν να κάνουν με εντυπωσιασμό, όχι ουσία. Π.χ. ας θυμηθούμε ότι η Ελλάδα κατόρθωσε να παραμείνει στην Ευρωζώνη εν μέρει χάρη στη συνεπή στήριξη της Ουάσιγκτον που συνεχίζεται και σήμερα. Από τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Τραμπ, εξακολουθώ να επιμένω ότι οι κινήσεις της θα πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση και όχι βάσει των κλισέ που διακινούν οι ελίτ της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ και αναπαράγονται μερικές φορές και στην Ελλάδα.
Εάν επομένως δεν υπάρξει πλήρης κλιμάκωση με εμπορικό πόλεμο και χτίσιμο ενός νέου προστατευτισμού (το ακραία αρνητικό σενάριο στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω), μια απόλυτη στροφή στον απομονωτισμό παραμένει απίθανη: οι ΗΠΑ παραμένουν σε στενή συνεννόηση με συμμάχους όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, το Ισραήλ, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Πολωνία, οι Βαλτικές χώρες κλπ.
Ένας ενισχυμένος ρόλος για την επιλεκτική μονομέρεια στην εξωτερική εμπορική πολιτική φαίνεται ότι θα συνδυαστεί τελικώς με την ευρέως διαδεδομένη συναίνεση περί του αναπόφευκτα κεντρικού ρόλου των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή. Η ιστορική παράδοση του αμερικανικού διεθνισμού παραμένει ισχυρή. Σε μια εποχή ανόδου των αυταρχισμών παγκοσμίως, αυτή την παράδοση πρέπει όλοι να τη βοηθήσουμε να διατηρηθεί ζωντανή.
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν στις δημοκρατίες. Ενώ τα τετελεσμένα (όπως π.χ. η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία) παραμένουν. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον η ΕΕ και οι ΗΠΑ, φυσικοί σύμμαχοι στη δημοκρατία και τον φιλελευθερισμό, θα μπορέσουν να επανασυγκλίνουν, σε ένα ανανεωμένο επίπεδο, μέσω ενός υποδείγματος σχέσεων που θα προβάλλει κοινές νόρμες διεθνούς συμπεριφοράς αλλά και πρότυπα συνεπούς συμμόρφωσης με αυτές τις νόρμες. Ο δρόμος θα είναι δύσκολος αλλά θα αποδώσει καρπούς.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.