Σε τεντωμένο σχοινί η τουρκική οικονομία

Σε τεντωμένο σχοινί η τουρκική οικονομία

Του Μιχάλη Διακαντώνη

Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε τροχιά αστάθειας μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Η αυταρχική διακυβέρνηση του προέδρου Ερντογάν και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία ακόμη βρίσκεται η χώρα, η εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας, η ψυχρότητα στις σχέσεις με ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ενωση και Ισραήλ, η διαρκής απειλή της τρομοκρατίας, τα εγχώρια σκάνδαλα διαφθοράς, αλλά και η πολιτική πόλωση εν όψει των προεδρικών εκλογών του Ιουνίου συνθέτουν ένα υψηλής έντασης πολιτικο-οικονομικό κλίμα, το οποίο ενέχει κινδύνους σημαντικών μελλοντικών αναταράξεων για την τουρκική οικονομία.

Το περσινό έτος η Τουρκία πέτυχε πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης που προσεγγίζουν το 7,4% του ΑΕΠ, αλλά το μέσο για την επίτευξη αυτής της ανάπτυξης υπήρξε η χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που εκτόξευσε τον πληθωρισμό στα επίπεδα του 11% και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών στο 5,6% του ΑΕΠ. Αν και η υποτιμημένη κατά 18% από την αρχή του έτους λίρα δίνει προσωρινή ώθηση στις εξαγωγές και τον τουρισμό της χώρας, μακροχρόνια προκαλεί αστάθεια στην τουρκική οικονομία, μέσω της υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των Τούρκων πολιτών, της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, των τάσεων φυγής που δημιουργεί στα ξένα κεφάλαια, αλλά και εξαιτίας της εκτίναξης του χρέους μεγάλου αριθμού τουρκικών επιχειρήσεων που έχουν δανειστεί βραχυπρόθεσμα σε ξένα νομίσματα.

Η οικονομική αβεβαιότητα εντείνεται έτι περαιτέρω από τις υποβαθμίσεις που έχει υποστεί η χώρα από διεθνείς οίκους αξιολόγησης (Standard & Poor''s τον Μάιο και Moody's τον Μάρτιο). Το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ αναφέρουν ότι η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε φάση υπερθέρμανσης και αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία (10,6% τον Φεβρουάριο), ενώ υπογραμμίζουν την ανάγκη για αλλαγή της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό σύστημα και στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας. Οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν για διατήρηση και στο μέλλον της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και η διάθεσή του να παρέμβει στο έργο της Κεντρικής Τράπεζας προκαλούν ακόμη περισσότερες ανησυχίες στους διεθνείς επενδυτές, καθώς υπάρχει ο φόβος επιβολής ακόμη και capital controls για τον περιορισμό των κεφαλαιακών εκροών που θα προκληθούν από μια περαιτέρω υποτίμηση της λίρας.

Εν όψει των επικείμενων εκλογών του Ιουνίου, το πολιτικό θερμόμετρο στη χώρα ανεβαίνει επικίνδυνα, με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να έχουν επιδοθεί σ' έναν ανταγωνισμό εθνικιστικής ρητορικής και εργαλειακής χρήσης του θρησκευτικού συναισθήματος των Τούρκων πολιτών. Η οξεία πολιτική αντιπαράθεση δημιουργεί ανησυχία τόσο για τη διεξαγωγή της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας (ενδεχόμενη νοθεία από το ΑΚP) όσο και για την επόμενη ημέρα των εκλογών (πιθανός νέος γύρος πολιτικοοικονομικών διώξεων). Ταυτόχρονα, η τουρκική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που απορρέουν από την προστατευτική πολιτική του προέδρου Τραμπ (οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά για τον τουρκικό χάλυβα), την κατάρρευση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που αυξάνει τις τιμές της ενέργειας και δυσχεραίνει τη σύμπραξη με τις ιρανικές επιχειρήσεις, τις νέες εντάσεις στη Μέση Ανατολή που δημιουργούν αρνητικό επενδυτικό κλίμα και περιορίζουν τη ζήτηση για τις τουρκικές εξαγωγές, αλλά και τον κίνδυνο της ανόδου των επιτοκίων από τη Fed και την ΕΚΤ, που θα προκαλούσαν μια νέα εκροή κεφαλαίων.

Αν και η Τουρκία φαίνεται αρκετά μεγάλη οικονομικά, στρατιωτικά και γεωπολιτικά για να καταρρεύσει, πιθανοί έντονοι οικονομικοί κλυδωνισμοί μπορούν να προκαλέσουν δυσάρεστες εξελίξεις σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Ο Τούρκος πρόεδρος που θα προκύψει από την εκλογική διαδικασία του Ιουνίου, λόγω των αυξημένων εξουσιών που θα κατέχει, καλείται να λάβει δραστικά, αλλά και επώδυνα μέτρα οικονομικής πολιτικής, ώστε να αποφευχθεί μια κρίση ισοζυγίου πληρωμών παρόμοια με αυτή που έπληξε την Τουρκία στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Παράλληλα, θα χρειαστεί να επανεξετάσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, να διερευνήσει τα όρια συνεργασίας με τη Μόσχα και να μετριάσει την επιθετική μεταναστευτική πολιτική και τις εθνικιστικές προκλήσεις έναντι των μελών της δυτικής συμμαχίας. Το αν θα το πράξει είναι άγνωστο, αλλά ένα είναι σίγουρο: Στην Τουρκία, η οικονομία φαίνεται να κινδυνεύει περισσότερο από την πολιτική εξουσία, παρά το αντίθετο.

Εγχώριο πολιτικό σκηνικό και εξωτερικοί κίνδυνοι

Οι εκλογές του Ιουνίου θα είναι κομβικής σημασίας για την εξέλιξη της τουρκικής οικονομίας. Σε περίπτωση επανεκλογής του Ερντογάν, οι νέες διευρυμένες εξουσίες που παρέχονται στον πρόεδρο πιθανότατα θα ενισχύσουν τον αυταρχισμό του Τούρκου πολιτικού ηγέτη, οδηγώντας σε μια περαιτέρω ισλαμοποίηση της χώρας και σε μεγαλύτερη αποστασιοποίηση από τη Δύση. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι υπερεξουσίες που δίνονται στον Τούρκο πρόεδρο εγκρίθηκαν οριακά στο δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου από τον τουρκικό λαό («Ναι» ψήφισε το 51,4%, με σοβαρές υποψίες για την ύπαρξη νοθείας), ενώ στον χάρτη της χώρας φαίνεται ότι ο Ερντογάν έχασε το δημοψήφισμα στην Κωνσταντινούπολη και την Αγκυρα, στις πλούσιες παράκτιες περιοχές και στις επαρχίες όπου διαβιούν Κούρδοι, ενώ βρήκε υποστήριξη κυρίως από τους φτωχούς και λιγότερο μορφωμένους κατοίκους της ενδοχώρας.

Αυτό σημαίνει ότι τυχόν οριακή επικράτηση του Ερντογάν πιθανόν να οδηγήσει σε κλίμα πόλωσης (ιδιαίτερα αν υπάρξουν ξανά υποψίες για εκλογική νοθεία) και ίσως πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο πολιτικών και οικονομικών διώξεων από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος, γεγονός που θα έχει αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο. Μάλιστα, ο Τούρκος πρόεδρος στην προσπάθειά του να ενισχύσει την εκλογική του δύναμη δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και «δώρα» προς τους ψηφοφόρους. Οι συνταξιούχοι θα λάβουν σε δύο δόσεις από 1.000 λίρες (περίπου 200 ευρώ). Σχεδόν δώδεκα εκατομμύρια Τούρκοι σύντομα θα λάβουν δύο επιταγές ταχυδρομικώς, η πρώτη εκ των οποίων θα φτάσει μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές.

Σε περίπτωση εκλογικής ήττας του Ερντογάν, η μετάβαση σε μια νέα πολιτική σελίδα ύστερα από 15 χρόνια εξουσίας του ΑΚP δεν θα είναι εύκολη και πιθανόν ούτε και ομαλή. Ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης που δημιουργείται για τις επερχόμενες εκλογές αποτελείται από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το Εθνικιστικό κόμμα Iyi, το Ισλαμικό κόμμα Saadet και το Δημοκρατικό Κόμμα. Συνεπώς, πρόκειται για έναν πολιτικό συνασπισμό που προσπαθεί να συγκεράσει τα στοιχεία του εθνικισμού και της ισλαμικής ταυτότητας με σκοπό να αποσπάσει ψήφους από το AKP, το οποίο έχει στηρίξει την πολιτική του agenda σ' αυτά ακριβώς τα δύο χαρακτηριστικά, δίνοντας έμφαση όμως περισσότερο στη θρησκευτική ταυτότητα, που παραπέμπει στον μεγαλοιδεατισμό της αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Δόγμα Νεο-Οθωμανισμού). Τυχόν ήττα του Ερντογάν ίσως συνοδευθεί από φαινόμενα διώξεων και αντεκδίκησης κατά του AKP από κεμαλιστές και γκιουλενιστές, με τον κίνδυνο μιας γενικευμένης αστάθειας να ελλοχεύει και να προκαλεί αναταράξεις και στην οικονομία.

Μελέτη από το "Παρατηρητήριο Liberal"

Εντός αυτού του ευμετάβλητου επενδυτικού περιβάλλοντος, μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι και ελληνικές εταιρείες καλούνται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον των επιχειρηματικών ενεργειών τους. Προς αυτή την κατεύθυνση το Liberal διαθέτει μελέτη με τίτλο: «Τουρκική Οικονομία: Προκλήσεις και Προοπτικές για το Επιχειρείν εν όψει των Εκλογών του Ιουνίου», που αποτελείται από τέσσερα μέρη: To πρώτο μέρος αναφέρεται στα οικονομικά χαρακτηριστικά και το επενδυτικό κλίμα της Τουρκίας. Το δεύτερο αναλύει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό και τους εξωτερικούς κινδύνους για τη χώρα. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται οι διμερείς οικονομικές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, καθώς και η δυναμική που παρουσιάζουν οι διάφοροι κλάδοι παραγωγής, ενώ στο τέταρτο και τελευταίο μέρος παρατίθενται οι εκτιμήσεις για το μεσοπρόθεσμο επενδυτικό περιβάλλον της Τουρκίας.

* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος διεθνολόγος, γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ινστιτούτο Πολιτιστικής Διπλωματίας.

** Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Δευτέρας 21Μαΐου.