Της Εύας Στάμου*
Η συζήτηση γύρω από τις εξαγγελίες παροχών του Πρωθυπουργού, περιορίζεται συνήθως στο ρητό περιεχόμενό τους. Προϋπόθεση όμως της ορθής ερμηνείας αυτού του περιεχομένου είναι να κατανοήσουμε σε ποιους ακριβώς απευθύνεται ο κ. Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ.
Η εύκολη απάντηση είναι ότι όταν ο πρωθυπουργός μιας χώρας κάνει εξαγγελίες απευθύνεται στο σύνολο των πολιτών – όμως κάτι τέτοιο σπάνια ισχύει στην περίπτωση του κ. Τσίπρα αφού ακόμα και όταν πρόκειται για μία ανθρώπινη τραγωδία, όπως αυτή στο Μάτι, ο λόγος του είναι εριστικός, ενίοτε συνωμοσιολογικός, ένας λόγος που δεν επιδιώκει να ενώσει τους πολίτες, αλλά να τους διαιρέσει σε αντιμαχόμενες ομάδες – ένας λόγος διχαστικός.
Ποιες είναι λοιπόν οι ομάδες στις οποίες απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, σε ποιους τάζει παροχές που δεν είναι βέβαιο πότε και πώς θα υλοποιηθούν, και σε ποια στοιχεία της νοοτροπίας τους επενδύει; Η άποψή μου είναι ότι η υποσχεσιολογία του Πρωθυπουργού έχει ως στόχο τουλάχιστον τρεις ομάδες πολιτών.
Υπάρχει, καταρχάς, μια κατηγορία πολιτών που θεωρεί ότι το κράτος έχει πάντα λεφτά - κι ας λένε όλα τα ρεπορτάζ το αντίθετο. Γαλουχημένοι σε ένα πελατειακό σύστημα όπου αρκετοί βουλευτές δεν ασχολούνται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του κοινωνικού συνόλου, αλλά με ρουσφέτια που ευνοούν τους δικούς τους ψηφοφόρους, οι πολίτες αυτοί είναι βέβαιοι πως όταν έρθει η ώρα να τακτοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τα δικά του παιδιά, θα βρεθεί ο τρόπος. Πρόκειται για πολίτες που χρησιμοποιούν την ψήφο τους ως μέσο οικονομικής συναλλαγής, αδιαφορούν για την τύχη του συνόλου, η προσοχή τους είναι αποκλειστικά στραμμένη στο στενό προσωπικό τους συμφέρον, την εξυπηρέτηση, τον διορισμό ή την προαγωγή τους.
Μια δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει εκείνους που ενώ πιστεύουν πως η οικονομία δεν πρόκειται να συνέλθει υπό τις παρούσες συνθήκες, βρίσκουν παρηγοριά στο γεγονός ότι είναι πιθανό να κερδίσουν κάτι, έστω πρόσκαιρα, σε ατομικό επίπεδο. Δεν συλλογίζονται ποιες διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθηθούν ώστε να φθάσουν λεφτά στην τσέπη τους, με ποιο κόστος, ποιοι θα το επωμιστούν, ή ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παροχολογίας για την αξιοπιστία μιας χώρας και την «τσέπη» των πολιτών της – συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ίδιων.
Υπάρχει, τέλος, και μια κατηγορία πολιτών στην οποία είναι πολύ πιθανόν να λειτουργήσει η παροχολογία του Πρωθυπουργού – και στην ανταπόκριση αυτής κυρίως την κατηγορίας προσβλέπει, νομίζω, η στρατηγική τού Μαξίμου. Πρόκειται για όσους έχουν ήδη αποφασίσει πως θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, και αναζητούν είτε ένα πρόσχημα, είτε - όπως είθισται πλέον να λέγεται - «ένα αφήγημα», για να δικαιολογήσουν την επιλογή τους.
Γιατί κάνουν αυτή την επιλογή είναι ένα περαιτέρω, πολύ ευρύτερο και περίπλοκο ζήτημα. Ίσως είναι θέμα κομματικής αφοσίωσης και ιδεολογικής επιμονής (ή εμμονής), ίσως να είναι προϊόν «αυταπάτης» που τους επιτρέπει ακόμα και σήμερα να ελπίζουν, παραβλέποντας όσα έχουν συμβεί σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό επίπεδο: την διάλυση της δημόσιας παιδείας και των υπηρεσιών υγείας, τον ακραίο νεποτισμό, την ολοκληρωτική – ενίοτε καταστροφική- απουσία ετοιμότητας απέναντι στις φυσικές καταστροφές, την παταγώδη αποτυχία διαχείρισης του προσφυγικού, τα capital controls, τις κωλοτούμπες της εξωτερικής πολιτικής, και τόσα άλλα.
Ανεξαρτήτως κομματικής παράταξης, όσο οι ηγεσίες αυτής της χώρας υιοθετούν μια διχαστική ρητορική, επενδύοντας σε επιμέρους ακροατήρια που κάνουν τις πολιτικές επιλογές τους με βάση ιδιοτελή κριτήρια, εις βάρος της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου, μπορεί να διασφαλίζουν βραχυπρόθεσμα εκλογικά κέρδη, αλλά θα διαιωνίζουν μια κατάσταση που τροφοδοτείται από την διαφθορά της συνείδησης των ψηφοφόρων.
*Η κα Εύα Στάμου είναι Dr of Psychology BA, MA, MSc, PhD