Του Σάκη Μουμτζή
Η εποχή που τα μεγάλα κόμματα υποσχόταν τα πάντα στους πάντες πέρασε, ελπίζω, ανεπιστρεπτί. Συνέβαλε σημαντικά στην κρίση αντιπροσώπευσης, κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτά τα κόμματα.
Η έλευση των τριών μνημονίων αποτέλεσε έναν τεκτονικό σεισμό που αλλοίωσε τις συνειδήσεις και έφερε τις ανατροπές που ζήσαμε και ζούμε. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν το «σάλτο» του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ένα γεγονός που πριν δέκα χρόνια ήταν έξω από κάθε πρόβλεψη και του πιο αισιόδοξου αριστερού πολίτη.
Τα όσα συνέβησαν στην συνέχεια, η ασυνέπεια των αριστερών λόγων και έργων, μετακίνησαν όλον τον πολιτικό άξονα προς τα δεξιά και άλλαξαν το πεδίο της αντιπαράθεσης. Δηλαδή, αυτό που γίνεται σε όλην την Ευρώπη έγινε και στην Ελλάδα.
Με απλά λόγια, ο Α.Τσίπρας αντιλαμβάνεται πως για να παραμείνει βασικός παίκτης θα πρέπει να μετακινηθεί προς την κεντροαριστερά, η κεντροαριστερά θα επιλέξει να συνεργασθεί σε κυβερνητικό επίπεδο με την κεντροδεξιά και η κεντροδεξιά θα πρέπει να φυλά τα νώτα της από την συντηρητική δεξιά.
Ετσι, αλλάζουν και οι στοχεύσεις των ηγεσιών των κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα της Δεξιάς και του Κέντρου. Δύο σημαντικών πολιτικών χώρων, με διαφορετικές, όμως, ιστορικές καταβολές.
Μετά την Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατόρθωσε και συνένωσε τα δύο αυτά κομμάτια στην Νέα Δημοκρατία, συνθέτοντας την παράταξη της Κεντροδεξιάς.
Ομως οι διαφορετικές αυτές ιστορικές καταβολές πολλές φορές είναι η αιτία και των διαφορετικών θεωρήσεων συγκεκριμένων γεγονότων, κάτι που υποχρεώνει τις εκάστοτε ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας να βαδίζουν με συνθέσεις και συγκλίσεις απόψεων.
Σήμερα, στην μνημονιακή εποχή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πού απευθύνεται; Η υψηλή συσπείρωση της φανερώνει πως με επιτυχία καλύπτει τον χώρο της Κεντροδεξιάς, καθώς η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της αποτελεί διεισδυτικό παράγοντα στον χώρο του Κέντρου, ενώ η παρουσία συγκεκριμένων στελεχών αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα διαρροών προς τα κομματίδια της συντηρητικής Δεξιάς.
Ομως, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πολιτών που μέσα στην περίοδο των μνημονίων, αναπροσανατόλισαν τις σχέσεις τους με τα κόμματα, και αυτοί ακριβώς συγκροτούν τον χώρο των αναποφάσιστων και το κόμμα του καναπέ. Δηλαδή αυτοί που δηλώνουν πως δεν θα ψηφίσουν.
Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία έχει ένα ευρύ φάσμα πολιτών που θα πρέπει να κατακτήσει με την πολιτική της και το πρόγραμμα της. Μα πάνω απ΄όλα θα πρέπει να ξαναφέρει στις κάλπες τους 192.000 Νεοδημοκράτες που δεν ψήφισαν τον Σεπτέμβριο του 2015, ενώ ψήφισαν τον Ιανουάριο.
Αποτελούν πάνω από το 10% της εκλογικής της δύναμης, που η συμμετοχή τους ή όχι στις εκλογές μπορεί να αποβεί καθοριστική για το αποτέλεσμα και την ζητούμενη αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας.
Η πρόσβαση στους αναποφάσιστους είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς η συντριπτική πλειοψηφίας τους είναι πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί που πίστεψαν πως υπάρχει μια άλλη μαγική πολιτική, πέραν της μνημονιακής, και απογοητευμένοι ψάχνουν για τον προσανατολισμό τους.
Η μόνη περίπτωση η Νέα Δημοκρατία να έχει σημαντικά κέρδη από αυτήν την κατηγορία, είναι αν τους πείσει πως άλλη πολιτική πρόταση δεν υπάρχει και η ίδια θα μπορέσει να την εφαρμόσει καλύτερα, λόγω της ιδεολογίας της.
Βέβαια η αποχή, εξ αντικειμένου, λειτουργεί υπέρ του πρώτου κόμματος, όμως μπορεί να θέσει θέμα κοινωνικής αποδοχής των μέτρων, στην συνέχεια. Εν δυνάμει, μπορεί να αποβεί σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα.
Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία οφείλει να επεξεργασθεί, τόσο τις πολιτικές της θέσεις, όσο και την επικοινωνική της πολιτική, ώστε να προσεγγίσει όλην αυτήν την κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων.
Εργο αναμφίβολα δύσκολο, που η δυσκολία του μετριάζεται από τον αέρα της νίκης που έχει το προπορευόμενο, δημοσκοπικά, κόμμα.
Πάντως, ο χρόνος κυλά και η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας καλόν είναι να επισπεύσει την επεξεργασία των πολιτικών της, για να μην αιφνιδιασθεί.