Σε μια στενωπό εισέρχεται η Ελλάδα από το βράδυ της Δευτέρας 20 Αυγούστου, τονίζει ο Χρήστος Σταϊκούρας, αφού τα λάθη και οι χαμένες ευκαιρίες κρατούν δεμένη τη χώρα σε πολιτικές λιτότητας που θα συνεχίσουν να «αυγατίζουν» για χρόνια, δείγμα ότι ακόμη και για το 2022 προβλέπεται χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης απ' αυτόν του 2018.
Εξηγεί ότι η μόνη έξοδος, είναι αυτή από τη φθηνή χρηματοδότηση των εταίρων μας, δίχως ακόμη οι αγορές να εμπιστεύονται την Ελλάδα, και τονίζει γιατί είναι επείγουσα η ανάγκη πολιτικής αλλαγής σε μια χώρα που παρακολουθεί από τη θέση του ουραγού την αναπτυξιακή πορεία των εταίρων, «σε κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας με την οικονομία της συνεχίζει την επί ξηρού ακμής πορεία της».
Μιλά για τα στοιχήματα της επόμενης ημέρας, τις μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν, για το κόστος από τα αχρείαστα μνημόνια, τα δισεκατομμύρια νέων μέτρων λιτότητας, την απουσία αναπτυξιακού σχεδίου, αλλά και για τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία των τελευταίων 3,5 ετών. Όταν σε μια χρυσή εποχή για τη διεθνή οικονομία, λόγω φθηνού χρήματος, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, και χαμηλού πετρελαίου, «η Ελλάδα αποτέλεσε τη μοναδική, παγκοσμίως, αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη».
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Ελάχιστες ώρες πριν την έξοδο από το 3ο πρόγραμμα, σας δίνει η Ελλάδα την εντύπωση οικονομίας που εξέρχεται με δυναμισμό από το έπος των μνημονίων;
Έξοδος από τα μνημόνια δεν υφίσταται, αφού οι πολιτικές λιτότητας συνεχίζουν και «αυγατίζουν» τα επόμενα έτη, οι δημοσιονομικοί στόχοι παραμένουν ιδιαίτερα υψηλοί για πολλά χρόνια, η δημόσια περιουσία είναι δεσμευμένη για πολλές δεκαετίες, η ρύθμιση του χρέους τελεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις και η χώρα εισέρχεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, πρωτόγνωρα αυστηρό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Έξοδος από το πρόγραμμα υφίσταται, θα πρέπει όμως να είχε διασφαλισθεί η επαρκής, φθηνή και διαρκής χρηματοδότηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Και δυστυχώς, κάτι τέτοιο σήμερα δεν υφίσταται.
- Κοιτάζοντας τη πορεία του ελληνικού 10ετούς ομολόγου τον τελευταίο μήνα, είναι η 2η χειρότερη στην Ευρωζώνη, μετά το Ιταλικό. To ρωτώ με αφορμή και τον προ ημερών ισχυρισμό του κ. Τσακαλώτου ότι «τα προβλήματα της Τουρκίας δεν επηρεάζουν την καθαρή έξοδο». Τι βλέπουν οι αγορές και δεν μας εμπιστεύονται;
Το κόστος δανεισμού της χώρας, και ιδιαίτερα οι επιτοκιακές διαφορές από τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες (spreads), ήταν, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, ιδιαίτερα υψηλά και ευμετάβλητα και πριν τα προβλήματα στην Τουρκία.
Η άμεση όμως επίδραση της οικονομικής κρίσης στη γείτονα χώρα, στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα οι διεθνείς αγορές, επιβεβαιώνει ότι δεν έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για τη διασφάλιση χαμηλού κόστους δανεισμού.
Με αποτέλεσμα η χώρα μας να αποδεικνύεται εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Εάν η κυβέρνηση είχε υλοποιήσει ένα συνεκτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, εάν είχε εξαλείψει τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, εάν είχαν ληφθεί έγκαιρα γενναίες αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους, εάν είχε ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τότε, με δεδομένη και την υψηλή διεθνώς διαθέσιμη ρευστότητα, τα επιτόκια δανεισμού θα ήταν ήδη χαμηλότερα και λιγότερο ευμετάβλητα.
Η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή και αξιόπιστη κυβέρνηση, με βούληση και σχέδιο, που θα υλοποιήσει με αποφασιστικότητα όλες τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την ανάταξη της χώρας. Με απλά λόγια, χρειάζεται επειγόντως πολιτική αλλαγή.
- Έστω και έτσι, βλέπετε κάποιες έστω ενδείξεις δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας, όπως είχε συμβεί σε Πορτογαλία, Κύπρο, Ιρλανδία, κατά τη χρονιά εξόδου από τα δικά τους μνημόνια;
Δυναμισμός σημαίνει υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, με ευθύνη της, επανέφερε την οικονομία στην ύφεση το 2015 και το 2016, απέτυχε, και μάλιστα σημαντικά, στους αναπτυξιακούς στόχους για το 2017, αναθεώρησε «προς τα κάτω» την εκτίμηση για την ανάπτυξη του 2018 και προβλέπει συρρικνωμένους ρυθμούς μεγέθυνσης μέχρι το 2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 προβλέπεται χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης από το 2018!
Η ελληνική οικονομία, δυστυχώς, παρακολουθεί από τη θέση του ουραγού την αναπτυξιακή πορεία των εταίρων.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ουσιαστικά δεν υφίσταται αναπτυξιακό σχέδιο. Το σχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση είναι πρόχειρο και φτωχό, αφού αποτελεί μία γενικόλογη «έκθεση ιδεών», χωρίς ποσοτικοποιημένους στόχους και συγκεκριμένες πολιτικές.
Συνεπώς η χώρα βρίσκεται σε μία κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας και η οικονομία της λιμνάζουσα, συνεχίζει την «επί ξηρού ακμής» πορεία της.
- Ενόψει ΔΕΘ υπάρχει φόβος ενός μπαράζ παροχολογίας από πλευράς Κυβέρνησης. Το φοβάστε, και τι επίπτωση θα έχει για τους επενδυτές, στους οποίους ποντάρει τόσο πολλά η Κυβέρνηση;
Οι επενδυτές ζητούν σταθερότητα, αξιοπιστία, εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Και χωρίς τις παροχολογίες, τα spreads παραμένουν υψηλά, διότι αυτά τα συστατικά αποτελούν «είδη εν ανεπαρκεία» για τη σημερινή κυβέρνηση.
Σε ότι αφορά το τι θα πράξει η κυβέρνηση, δεν θα με εκπλήξει το οτιδήποτε, προκειμένου να «γαντζωθεί» για λίγο ακόμη στην εξουσία.
Οι πολίτες όμως δεν «τσιμπούν» και δεν είναι «εξαγοράσιμοι», αφού βιώνουν στην καθημερινότητά τους τη μεγάλη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματός του επί της σημερινής διακυβέρνησης.
- Που απέτυχαν τελικά τα μνημόνια; Τι φταίει και σήμερα, τουλάχιστον σε επίπεδο παραγωγής, βρισκόμαστε εκεί που ήμασταν το 2014;
Από την εφαρμογή των μνημονίων μπορούμε να εξάγουμε ορισμένα πολύ βασικά συμπεράσματα. Ενδεικτικά:
- Η δημοσιονομική προσαρμογή αποτελεί βασικό πυλώνα βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και προϋπόθεση για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη.
- Η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να συμβαδίζει με την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις όμως, για να είναι οικονομικά αποτελεσματικές και κοινωνικά αποδεκτές, θα πρέπει να διακρίνονται από συνοχή και να έχουν αλληλουχία.
- Το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που στηρίζεται, κυρίως, στο σκέλος των δαπανών, είναι καθοριστικό για τη διατηρησιμότητά της.
- Κανένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής δεν είναι άκαμπτο και ανελαστικό. Όλα τα προγράμματα εμπεριέχουν δυνητικούς βαθμούς ευελιξίας, το πόσοι όμως αυτοί είναι και το πώς θα χρησιμοποιηθούν εξαρτάται από την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα της εκάστοτε κυβέρνησης.
Σήμερα, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο 2ο Πρόγραμμα, το 2012, διορθώθηκαν πολλά από τα λάθη του 1ου Μνημονίου. Επιμηκύνθηκε η περίοδος προσαρμογής, τροποποιήθηκε το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, μειώθηκε το ύψος και βελτιώθηκε το «προφίλ» του δημοσίου χρέους, αποπληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του Δημοσίου, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, υλοποιήθηκαν οι πρώτες, και μοναδικές μέχρι σήμερα, μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Το αποτέλεσμα ήταν τελικά η κατάσταση, το 2014, να έχει σταθεροποιηθεί. Και η χώρα να παρουσιάζει, μετά από 6 συνεχή έτη ύφεσης, θετικό και με δυναμική ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Δυστυχώς όμως, αντί η χώρα να επιταχύνει στηριζόμενη στις ευνοϊκές συνθήκες και προοπτικές που είχαν τότε δημιουργηθεί, οπισθοχώρησε.
Αποτέλεσε, τα τελευταία 3,5 χρόνια, τη μοναδική, παγκοσμίως, «αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη». Μπήκε στη δίνη νέων, αχρείαστων μνημονίων, πολλά δισεκατομμύρια ευρώ νέα μέτρα λιτότητας, κυρίως νέοι φόροι, ελήφθησαν, το κατά μέσο όρο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών συρρικνώθηκε σημαντικά, το ληξιπρόθεσμο χρέος τους σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία διογκώθηκε, ενώ οι τράπεζες χρειάστηκαν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση, μετά την οποία το Δημόσιο έχασε ιδιοκτησία και κεφάλαια.
Συνεπώς, σήμερα, είναι καλό να αφήσουμε στην άκρη τις «αυταπάτες» που τόσο κόστισαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις «φυγής προς τα εμπρός».
Η Νέα Δημοκρατία, σε αυτή την κατεύθυνση, έχει καταθέσει, και διαρκώς εμπλουτίζει, ένα συνεκτικό και τεκμηριωμένο σχέδιο, με βασικούς άξονες την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, την υλοποίηση ενός συνεκτικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, με στόχο την επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Ο κ. Χρήστος Σταικούρας είναι τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας