Ούτε δέκα μέρες δεν έχουν περάσει από το τηλεφώνημα συναδέλφου εκ Θεσσαλονίκης, που μου ζήτησε να βγω στη ραδιοφωνική του εκπομπή και να σχολιάσουμε παρέα τα πολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα. Δέχτηκα με χαρά, αλλά ομολογώ ότι απόμεινα στήλη άλατος ακούγοντας την πρώτη ερώτηση, που δεν ήταν ούτε για τις εκλογές, ούτε για τον πληθωρισμό, ούτε για την ενέργεια, αλλά για κάτι άλλο: «Ως που θα περιμένουμε να πάει το πρόβλημα της ελευθερίας του τύπου στη χώρα, για να αντιδράσουμε επιτέλους;».
Περιττό να σας γράψω τι ακολούθησε, όταν συμφώνησα επί της αρχής με την ουσία της ερώτησής του και έδωσα τη δική μου εκδοχή. «Συμφωνώ ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στην ελευθερία της έκφρασης στη χώρα και στην απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Όποιος τολμήσει δημόσια να υποστηρίξει την κυβέρνηση, του βάζουν βόμβες στο σπίτι του. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό».
Βραχυκύκλωσε λίγο, αλλιώς είχε φανταστεί την πορεία της συζήτησης. «Ε ναι, είναι και αυτό πρόβλημα, δεν λέω..» προσπάθησε να τα βάλει σε μια σειρά, «…αλλά το ουσιώδες είναι ότι έχουμε γίνει βούκινο σ’ όλη την Ευρώπη, με βάση τις διεθνείς εκθέσεις» συμπλήρωσε. «Μια είναι η έκθεση, αυτή που μας βγάζει πιο κάτω κι από το Μπουρούντι. Και η οποία δεν βγάζει άχνα για τις βομβιστικές επιθέσεις, αλλά επικεντρώνεται στο ανεξιχνίαστο της δολοφονίας Καραϊβάζ και στους ισχυρισμούς της Ολλανδέζας δημοσιογράφου με το κόκκινο καπέλο ότι προπηλακίστηκε στην Ελλάδα όταν έκανε μια ενοχλητική ερώτηση στον πρωθυπουργό» απάντησα. Είχε τύχει να την έχω ξεψαχνίσει την περίφημη έκθεση, από την οποία προέκυψε και η σύγκρουση στο Ευρωκοινοβούλιο.
Δεν θα περιγράψω το υπόλοιπο της (μάλλον έντονης) συζήτησής μας, στο τέλος-τέλος ο καθένας σε τούτη τη χώρα δικαιούται να έχει και να λέει τη γνώμη του δίχως συνέπειες, αυτή είναι η βαθύτερη ουσία της δημοκρατίας. Πλην καταλήγει ελαφρώς εξωφρενικό να κατηγορείται μια κυβέρνηση και ένα κράτος για φίμωση του ελεύθερου δημοσιογραφικού λόγου, όταν ο φυλακισμένος αρχιτρομοκράτης της έχει το ελεύθερο να γράφει άρθρα επί της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Τουλάχιστον αυτή την φορά δεν χρειάστηκε να πυροβοληθεί κάποιος για να διαβάσουμε το πόνημα Κουφοντίνα, το απολαύσαμε από μόνοι μας.
«Μα καλά, νιώθεις εσύ καμιά κυβερνητική ή κρατική ή καθεστωτική πίεση στο τι θα γράψεις και στο τι θα πεις;» ρώτησα τον Θεσσαλονικιό. Η απάντησή του ήταν ένα μείγμα ηθελημένης αφέλειας και συνωμοσιολογίας: «Εμείς εδώ πάνω όχι, αλλά εσείς εκεί στην Αθήνα που κινείτε τα νήματα, δεν ξέρω. Πολλά ακούω…». Αυτή η επιβεβαίωση της ελευθερίας στα βόρεια αλλά το αόριστο και βαριά υπαινικτικό «πολλά ακούω…» για τον νοτιά (λες και η ελευθεροτυπία σε μια χώρα έχει γεωγραφικό προσδιορισμό), όταν ακούγεται αναπόδεικτα από στόμα δημοσιογράφου της πιάτσας, φανταστείτε πόσο πολλαπλασιάζεται στο μυαλό του απλοϊκού ανθρωπάκου.
Αυτή τη συνωμοσιολογική αντίληψη «ποιος ξέρει τι κάνετε εσείς εκεί», τη ζούμε εδώ και δεκαπέντε πια χρόνια. Κι απ’ αυτήν προέρχεται και η συμφιλίωση πολλών τριγύρω μας με την (δήθεν light) τρομοκρατία των λεκτικών προπηλακισμών, του γιαουρτιού, της σφαλιάρας «που ε, δεν τον σκότωσε κιόλας» και του γκαζακιού στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τη συμφιλίωση αυτή τη βίωσα προσωπικά όταν μου έβαλαν τη βόμβα στο σπίτι και διάφοροι καλοπροαίρετοι εξέφραζαν τη συμπάθειά τους στο πρόσωπό μου με τη φοβερή φράση «μα εσένα βρήκαν; Να την βάλουν στον Πορτοσάλτε το να το καταλάβω, αλλά σ’ εσένα;».
Υ.Γ. Χθες ανατίναξαν και τον Real FM. Απαράδεκτο, ανήκουστο, τρομακτικό. Από τις εισόδους σπιτιών δημοσιογράφων, αναβαθμίστηκαν στις ανατινάξεις σταθμών. Σε λίγο θα πάνε και στα σαρανταπεντάρια.