Η σημερινή Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις παντού, πιο ανταγωνιστικά προιόντα, ευέλικτη αγορά εργασίας, μείωση γραφειοκρατίας, να δώσει η επόμενη κυβέρνηση έμφαση στην ανάπτυξη, δηλώνει στο liberal.gr, ο διεθνούς φήμης Γάλλος οικονομολόγος, Σαρλ Βιπλόζ.
«Η Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο από τις κυβερνήσεις της, όπως και από τους δανειστές της», όπως λέει χαρακτηριστικά ο τακτικός σύμβουλος της Κομισιόν, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, τονίζοντας ότι ο όποιος δημοσιονομικός χώρος πρέπει να εστιάζει στις επενδύσεις σε υποδομές, υγεία, εκπαίδευση, όχι σε βραχυπρόθεσμες προεκλογικές παροχές, όπως η αύξηση των συντάξεων και η μείωση του ΦΠΑ.
Σχολιάζοντας το πακέτο Τσίπρα, μιλά για επιστροφή στις κακές παλιές συνήθειες που οδήγησαν την χώρα στην κρίση, για κίνηση που δεσμεύει με τους χειρισμούς της την επόμενη ελληνική κυβέρνηση, τόσο οικονομικά, όσο και πολιτικά, ενώ διαπιστώνει ότι ούτε η Αθήνα, ούτε οι δανειστές, έμαθαν από τα λάθη τους στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Εκτιμά, επομένως ότι αργά ή γρήγορα, το περίφημο blame game, δηλαδή οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των δύο πλευρών για το πως φτάσαμε ως εδώ, θα επαναληφθεί.
Το στοίχημα κάθε κυβέρνησης, άρα και της επόμενης, θα πρέπει να είναι, όπως λέει ο Γάλλος οικονομολόγος, να αναγκάσει τους δανειστές να υλοποιήσουν την παλαιά τους δέσμευση για διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, το οποίο μακροπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμο, προκειμένου να μειωθεί και ο στόχος για τα πλεονάσματα, απόφαση που μέχρι σήμερα αναβάλλεται συνεχώς, και πολύ πιθανόν, να αναβληθεί και στο μέλλον.
Διότι όπως επισημαίνει, η μονομερής ενέργεια της κυβέρνησης, να ανακοινώσει μείωση των στόχων για το πλεόνασμα για τα επόμενα χρόνια, θα μπορούσε να δώσει, σύμφωνα με τον κ. Βιπλόζ, το τέλειο άλλοθι στους δανειστές, να αναβάλουν εσαεί την απόφαση διαγραφής του χρέους.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Πώς βλέπετε την πορεία της ελληνικής οικονομίας εννέα μήνες μετά την έξοδο από το 3ο μνημόνιο; Το ρωτώ στον απόηχο των ενστάσεων των δανειστών για το πακέτο παροχών Τσίπρα, και ενώ αυτό εξαντλείται σε βραχυπρόθεσμες παροχές, όταν το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη και η προσέλκυση επενδύσεων…
Οι κυβερνήσεις μπορούν να δαπανούν το δημόσιο χρήμα με χρήσιμο τρόπο, όπως για παράδειγμα για την εκπαίδευση, την υγεία, τις υποδομές ή την κλιματική αλλαγή.
Όμως, η μείωση του ΦΠΑ και η καταβολή χρημάτων στους συνταξιούχους, είναι κατά την γνώμη μου, βήματα προς την λάθος κατεύθυνση σε αυτή την συγκυρία για την Ελλάδα.
Ασφαλώς μπορώ να κατανοήσω ότι τέτοια μέτρα μπορεί να αποφέρουν κάποια εκλογικά οφέλη στην κυβέρνηση, αλλά αυτό χειροτερεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Υποδεικνύει ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας, η οποία εξέπληξε πολλούς με τη δημοσιονομική της στάση από το 2015 και μετά, τελικά υποκύπτει στις κακές παλιές συνήθειες που οδήγησαν την χώρα στην κρίση. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι τα μέτρα αυτά θα δεσμεύσουν τους χειρισμούς της επόμενης κυβέρνησης, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
- Επομένως, πως φαντάζεστε την πορεία της χώρας ενόψει και των επόμενων εκλογών;
Η Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο από τις κυβερνήσεις της, όπως και από τους δανειστές της. Το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, και ένα μέρος του πρέπει να διαγραφεί, έτσι ώστε να μην χρειάζονται υπερβολικά πλεονάσματα για δεκαετίες, προκειμένου να το εξυπηρετήσουν.
Τα χαμηλότερα όμως πλεονάσματα πρέπει να εστιάσουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης. Η κακή διαχείριση της κρίσης, τόσο από τις ελληνικές κυβερνήσεις, όσο και από τους θεσμούς, θα μπορούσαν να έχουν τουλάχιστον διδάξει, τόσο τη μία, όσο και την άλλη πλευρά, κάποια χρήσιμα μαθήματα.
Προφανώς, όπως βλέπουμε σήμερα, αυτό δεν έχει συμβεί. Κανείς δεν έμαθε από τα λάθη του. Το περίφημο blame game, δηλαδή το παιχνίδι κατηγοριών μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης- δανειστών που μαίνονταν τα προηγούμενα χρόνια, σχετικά με την ανάληψη ευθυνών γύρω από τα λάθη των μνημονίων, πιστεύω ότι κάποια ημέρα να επαναληφθεί.
- Τα ρωτώ όλα αυτά γιατί εκτός από την ανησυχία ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να εκπληρώσει τον φετινό στοχο των πλεονασμάτων, η πραγματική οικονομία φοβάται και μια πολύμηνη παρατεταμένη αβεβαιότητα από μια μακρά προεκλογική περίοδο…
Έως ένα βαθμό, οι ερωτήσεις σας, άπτονται εγχώριων ζητημάτων της ελληνικής πολιτικής σκηνής, και δεν είμαι σε θέση να τις απαντήσω. Οσον αφορά την γενικότερη ουσία, αυτό που έχω να πω δεν είναι κάτι πρωτότυπο, και αφορά το μεγάλο "κάδρο".
Όταν πριν από περίπου ένα χρόνο, τον Ιούνιο 2018, υπεγράφη η περίφημη συμφωνία στο Eurogroup για την μεσοπρόθεσμη ρύθμιση του χρέους της Ελλάδας, τέθηκαν ταυτόχρονα και αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι, με υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ της χώρας ως το 2022.
Εξαρχής τότε, ήμουν εξαιρετικά σκεπτικός ως προς την δέσμευση της Ελλάδας να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022.
Ακόμη πιο μη ρεαλιστική ήταν η ανάγκη να διατηρηθεί το ετήσιο πλεόνασμα σε πολύ μεγάλα επίπεδα για τις δύο επόμενες δεκαετίες, προκειμένου να εξυπηρετούνται κανονικά οι ανάγκες του χρέους, όταν αυτό θα αρχίσει να καθίσταται απαιτητό, χωρίς δηλαδή να εγείρονται ανησυχίες γύρω από την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Η συμφωνία του 2018 με τους θεσμούς ήταν ότι η "καλή συμπεριφορά" της Ελλάδας θα επιβραβεύβονταν κάποια στιγμή με διαγραφή μέρους του χρέους. Το καρότο της διαγραφής του χρέους προσφέρεται πολλά χρόνια από τους δανειστές στην Ελλάδα, αλλά οι αποφάσεις συνεχώς αναβάλλονται, και πολύ πιθανόν, να αναβληθούν ξανά και ξανά.
- Εννοείτε ότι εκείνη η συμφωνία, πάνω στην οποία βασίστηκε η έξοδος τς χώρας από το 3ο μνημόνιο, τελικά δεν θα περπατήσει;
Εδώ και περίπου ένα χρόνο, από τότε που έγινε η συμφωνία του Eurogroup, το βασικό ερώτημα ήταν πότε και με ποιο τρόπο μια ελληνική κυβέρνηση θα αρχίσει να απομακρύνεται από αυτούς τους δημοσιονομικούς στόχους.
Τελικά δεν χρειάστηκε να περιμένουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα! Δεν μπορώ όμως να φανταστώ ότι οι δανειστές πραγματικά εξεπλάγησαν. Τώρα λοιπόν έχουν ένα καλό λόγο για να αναβάλουν την δέσμευσή τους για διαγραφή του χρέους.
Ορισμένες φορές μάλιστα αναρωτιέμαι κατά πόσο οι τότε, μη ρεαλιστικές τους απαιτήσεις, σχεδιάστηκαν ακριβώς, προκειμένου να αποκλείσουν οποιαδήποτε δέσμευση μελλοντικά για μείωση του ελληνικού χρέους.
- Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα είναι κατά πόσο η τρέχουσα χρονιά, θα αποτελέσει μια ακόμη “χαμένη” για την οικονομία, και το ρωτώ αυτό επειδή οι επενδύσεις έχουν παγώσει, και οι επενδυτές αναμένουν τις εθνικές εκλογές, για να ξεδιπλώσουν τα σχέδια τους…
Ανάλογα με το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλάζει και η προοπτική για την ελληνική οικονομία.
Από εκεί και πέρα, είναι φυσιολογικό, να περιμένουν οι επενδυτές το αποτέλεσμα, προκειμένου να επενδύσουν. Και φυσικά, αν υπαρχει αβεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμα των εκλογών, οι επιπτώσεις τόσο σε καταναλωτές, όσο και σε επενδυτές, θα είναι σημαντικές. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει μια επιβράδυνση στα φορολογικά έσοδα.
Δεν είναι επομένως παράλογο μια μείωση στους στόχους των πλεονασμάτων, που θα μπορούσε να γίνει με πολλούς τρόπους.
Αναφέρθηκα πριν σε μακροπρόθεσμα μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης, ενώ βραχυπρόθεσμα, η αύξηση της κατανάλωσης θα μπορούσε να έχει μια λογική.
Δεδομένης της αβεβαιότητας, δεν μπορεί κανείς να περιμένει αύξηση των επενδύσεων, οπότε η σωστή επιλογή για την οικονομία είναι η αύξηση της κατανάλωσης.
Τα μετρα ωστόσο υπέρ της κατανάλωσης, όπως η μείωση του ΦΠΑ, θα πρέπει να είναι προσωρινά, ενώ σίγουρα δεν είναι καλή ιδέα η αύξηση των συντάξεων.
- Πιστεύετε ότι εάν μια νέα κυβέρνηση ρίξει το βάρος στην ανάπτυξη, αντί να υιοθετήσει τη λογική παροχών προς τους ψηφοφόρους, όπως το πακέτο Τσίπρα, θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκαταστήσει τη διεθνή εικόνα της χώρας;
Σίγουρα ναι, οι πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης είναι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα περισσότερες δημόσιες δαπάνες ή φορολογικές περικοπές.
Κυρίως σημαίνει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Κάθε φορά για παράδειγμα που αγοράζω “φέτα” και “ελληνικό γιαούρτι” διαπιστώνω συγκλονισμένος ότι δεν παράγονται στην Ελλάδα.
Αυτό είναι ένα απλουστευτικό παράδειγμα για το πως οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν προσπαθούν αρκετά σκληρά για να παράξουν αγαθά στα οποία διαθέτουν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν, να αλλάξουν τα κίνητρα να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, να γίνει πιο ευέλικτη η ελληνική αγορά εργασίας, να μειωθεί επιτέλους η γραφειοκρατία. Οι θεσμοί έχουν δημιουργήσει μια μακρά λίστα επιθυμητών ενεργειών, την οποία η επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε απλά να πάρει από το ράφι και να εφαρμόσει άμεσα.